Δέκα χρονών άκουσα στην εκπομπή το θέατρο στο μικρόφωνο του κυρίου Αχιλλέα Μαμάκη μιά συνέντευξη του Μάνου Χατζιδάκι, όπου κατηγορούσε την «παλιά» συναισθηματική μουσική και υποστήριζε με έξυπνες ατάκες την δική του εκδοχή.
Στην Ελλάδα του 1958, όπου κυριαρχούσε η φωνή της Μαριάννας Χατζοπούλου και ακολούθησε η καταιγίδα του Στέλιου Καζαντζίδη, ο «Ιλισσός», το πρώτο τραγούδι που άκουσα και ταύτισα με τον Χατζιδάκι, ήταν (όπως λέγαμε εκείνα τα χρόνια) ακαταλαβίστικο. Ευχάριστο, αλλά με σκοτεινά λόγια.
Ζούσα στα Γιαννιτσά, και η πρόσληψη του μουσικού ήχου δεν ήταν πιο ζόρικη από την πρόσληψη της ίδιας της ζωής. Δεν υπήρχε θέμα διάλυσης του κοινωνικού ιστού επειδή ήταν ήδη διαλυμένος. Οι οικογένειες των εξόριστων αριστερών ζούσαν σαφώς μέσα σε έναν νοητό αλλά πανίσχυρο φράχτη.
Επιπλέον οι ντόπιοι («βούλγαροι» για τους πολλούς, «σλαβόφωνοι» για τους φιλάνθρωπους) επιβίωναν σε έναν άηχο κόσμο.
Οι Πόντιοι τραγουδούσαν και έπαιζαν κεμεντζέ ηπίως, κυρίως στα χωριά, ενώ βουβοί ήταν και οι Καραμανλήδες, που τα σπίτια τους διέθεταν πάντοτε μια τουρκόφωνη γιαγιά, που συνήθως κάπνιζε αρειμανίως στο ντιβάνι της κουζίνας.
Ιδιαίτερη κατηγορία ήταν οι βουλγαροπρόσφυγες, από τρεις προσφυγιές εκ Ρωμυλίας που κατοικούσαν κυρίως στον Συνοικισμό. Σε μια κωμόπολη δέκα χιλιάδων κατοίκων, οι Θρακιώτες και οι δημόσιοι υπάλληλοι διέθεταν μία μορφή καλής ζωής,φτωχικής, αλλά χωρίς καταπίεση εφ’ όσον ήταν συνεπείς στα βερεσέδια και διέθεταν κάποια μορφή εθνικοφροσύνης.
Δεν υπήρχε ρεμπέτικο, παρά μόνον στο καφενείο «ο κάτω κόσμος», πίσω από τα μνήματα του Εβρενός, αναμίξ με αμανέδες. Τα γραμμόφωνα έπαιζαν στα οικογενειακά κέντρα ό,τι και το ραδιόφωνο. Εκπομπή με δημοτικά, λίγο αργότερα μουσική «από κινηματογραφικόν όργανον», πολλά της Βέμπο, της Ελίζας Μαρέλη και του Γούναρη.
Υπήρχε και η «σοβαρά μουσική», έτσι όπως το λέω. Από τους σταθμούς «του παραπετάσματος», που η ακρόασή τους δεν ήταν ανεκτή, έβγαινε ένας ήχος με χάλκινα και θλιμμένες μελωδίες. Αλλά άλλοι δούλευαν για μας, αν και δεν το ξέραμε.
Άρχισε να αλλάζει ο ήχος, όπως άλλαζε η αρχιτεκτονική, οι ιδέες, η λέξη «λαός». Οι δύο βασικές πηγές της αλλαγής ήταν το σινεμά και η επίδραση του λάτιν. Από το 1958 έως το 1962, η Ελλάδα είχε μερικά «Ξενία», ασφάλτους και μία τάση να ανακαλύπτει τα απορρυπαντικά, τις πολυκατοικίες, την μετανάστευση και άλλα περίεργα.
Θυμάμαι αρχές του εξήντα, την θαλαμηγό «Χριστίνα», φωτισμένη αρόδο στην Αιδηψό, ενώ από τα ξενοδοχεία Αίγλη και Αύρα, ακούγονταν Νανά Μούσχουρη.
Γρήγορα, με την αυγή της εφηβείας μου, εκπαιδεύτηκα να κρέμομαι εξαρτημένος από το βραδυνό ραδιόφωνο, γράφοντας ποιήματα και σημειώνοντας τις εισαγωγές του εκφωνητή για τα τραγούδια που έβαζε. Στον μανιχαϊσμό Χατζιδάκι-Θεοδωράκη, γρήγορα ήρθαν τα ονόματα νέων συνθετών. Ξαρχάκος, Τερζάκης και πολλοί ξένοι. Τότε, άκουσα και σημείωσα το όνομα Μαρκόπουλος, δίπλα σε στίχους που πρόλαβα, υπό την φωνή του Κώστα Χατζή. Μαυρομαντηλούσα. Μετά, πέρασε η εποχή του ποπ, και ήρθε ορμητικά το ροκ. Cut.
Τέλειωνε η δεκαετία. Ήμουν φοιτητής αρχιτεκτονικής, μαγεμένος με το χτες. Απεταξάμην τα κοστούμια και τα φλερτ με τις ενζενί της εποχής, και φορώντας στρατιωτικά κουρέλια της δεκαετίας του σαράντα, περιόδευα, μόνος ή μετά φίλων, την Μακεδονία.
Δεν υπήρχε πια ραδιόφωνο, αλλά ένα φορητό κασετόφωνο που ζήτησα από τον κουμπάρο μου ως δώρο του πρώτου μου γάμου. Μια ζωή επηρμένου εσωτερικού μετανάστη. Ποιήματα, τραγούδια, έρωτας για τους σλαβόφωνους και τους τουρκόφωνους, αναζήτηση της αντάρτικης μνήμης, απίστευτη αδεκαρία, ένας πολυτελής τρόπος αντίδρασης λευκών, σεξουαλικώς «κανονικών», βουτυρόπαιδων που έβρισκαν στο νταντά και στην εκζήτηση την φόρμα τους.
Και η Αθήνα. Μύρης, Ζερβός, Σέκερης. Τρεις ποιητικές πλακέτες σε βιτρίνα. Ένας τύπος που τον λέγαμε Ερμεία. Μαζί με πλήθος έργων του Μαρξ και του Τρότσκι, ένα του Κάουτσκι και ολόγυρα προσόμοιοι ξερακιανοί φευγάτοι, με φθαρμένα ρούχα, αρβύλες, μακριά μαλλιά, που συνόδευαν κοπέλες με ταγάρια και καφτάνια.
Θαυμάζαμε τον Πουλικάκο περισσότερο κι από τον Σαββόπουλο.
Ελεύθερο θέατρο, σκηνές όπου ο ηθοποιός σταματούσε την δράση του, όποτε ήταν να πει τη λέξη ελευθερία, υποφέρω, αριστερά και κοίταζε το κοινό με νόημα, για να εισπράξει ένθερμο χειροκρότημα. Μπουάτ όπου ξεροστάλιαζε η ασφάλεια, ειρωνική, ενώ κροταλίζαμε τα δάχτυλα αντί χειροκροτήματος για να μη μηνύσουν το αφεντικό.
Συμπέρασμα: παίζαμε τους σκλαβωμένους, αντί να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Δεν ήταν η πρώτη φορά, δεν ήμασταν οι μόνοι. Η εμμονή της χούντας στην δημοτική παράδοση, μας αποξένωσε από κάθε μορφής στερεότυπο κλαρίνου και τσάμικου. Απεναντίας, μελώναμε μπροστά σε ένα βλάχικο, στα πολυφωνικά, στα αλλόγλωσσα έθνικ. Τότε ήταν που έσκασε το Χρονικό. Cut.
Με την Κρήτη δεν είχα καμία σχέση, εξόν τα θλιβερά στερεότυπα που μας κυβερνούσανε. Από ιδιοσυγκρασία δεν μπορούσα να αντέξω τον Καζαντζάκη, αλλά και κάθε τύπου Ζορμπά ή καπετάν Μιχάλη. Ήμουν μια χαρά με τον Ροΐδη, τον Βιζυηνό και τον Καβάφη.
Αλλά ο Μύρης, ο Ξυλούρης, η Δημητριάδη, ο Μαρκόπουλος, μου αποκάλυψαν τον κάτω κόσμο. Μου μιλούσε μια γενιά που δεν σεβόμουνα ,επειδή μεγάλωσα με τους παππούδες της γενιάς του 30 και με τους λυπημένους θείους της λεγόμενης γενιάς της ήττας. Όλοι αυτοί ήταν σαν μεγάλα αδέλφια μου, ενός υποθετικού πρώτου γάμου του πατέρα μου, που ξενητεύτηκαν και επιστρέφοντας, που χάρισαν μια διάρκεια και μία παράδοση που αγνοούσα.
Δεν ανέδιδαν άρωμα αριστεράς, μήτε ήταν βολεμένοι δεξιάντζες. Οι λέξεις ταυτότητα, ρίζες, αυτογνωσία, συνδυασμένες με τεχνικά συναρμοσμένους στίχους και πρωτοφανείς ρυθμικές ακολουθίες, υποταγμένα σε πανίσχυρες μελωδίες. Ήταν ένα είδος μουσικού κριτικού ρεαλισμού, απόλυτα συμβατού με τις παράλληλες εικαστικές αναζητήσεις της εποχής.
Με το Χρονικό και την Ιθαγένεια, την Θητεία και την πλήρη συνέχεια και κυριαρχία αυτού του ιδιότυπου, πλήρως εντοπίου σχεδίου, ήταν πολύ εύκολο να καταλάβω ότι επί χρόνια με τις παρέες μου και μέσα στα δάκρυα των δωματίων μας, η γενιά μου ήταν δικασμένη και καταδικασμένη να λειτουργεί ως αναποτελεσματικός, θολός καθρέφτης, ως χρήστης ξένου αίματος.
Η συζήτηση για την ταυτότητα φούντωσε και πάλι. Σύμφωνοι, όλοι αυτοί ήταν άνθρωποι δυνατοί, ευρηματικοί,με τις εμμονές και τα πείσματά τους. Καμία κυβέρνηση και διακυβέρνηση δεν μπόρεσε να με πείσει για το καφενείον η Ελλάς, για τον επουργό που μασώντας τη μαστίχα του παινεύει την Ελένη, όπως και παλιότερα την Ζωζώ του Σαββόπουλου.
Δεν ενθουσιαζόμουνα τότε με τον ρεαλισμό αυτού του τύπου, επειδή με κάλυπταν ο Ρώτας και ο Βάρναλης. Στην ουσία διαφωνούσα (ακόμη διαφωνώ) με την σύνδεση αρχαιότητας και νέου ελληνισμού, ως ισχυρών δεδομένων που χωρίζονται από μία τρυφερή, γλυκερή και θεοσεβούμενη μεσαιωνική περίοδο. Cut.