Παρατηρήσεις ενός ζερβοκουτάλα
04-03-2021

Ζερβοκουτάλας: ο άπελπις που χρησιμοποιεί το αριστερό χέρι τρώγοντας τη σούπα του.

Υπήρξα τοιούτος από την πρώτη χρήση αυτού του εργαλείου, κατά συνεκδοχήν αριστερόχειρας. Δυστυχώς άρχισα να διώκομαι ως χριστιανός ρομαντικού μυθιστορήματος του στυλ «Κβο βάντις» όταν τα έμπειρα ματάκια της νηπιαγωγού κυρίας Πουλχερίας, πρόσεξαν που ζωγράφιζα με το αριστερό, οπότε και έλαβα έναν αποθαρρό που δεν θυμάμαι αλλα δεν το λέγω και διωγμό ή μπούλινγκ ή φάπα στον σβέρκο. Νομίζω ότι πειθάρχησα αμέσως, αλλά μαζί απέκτησα, χωρίς να το ζητήσω, ένα μοτοράκι στο έρκος των οδόντων. Ήτοι κεκέδιζα ή τραύλιζα.

Από το 1952/53 λοιπόν, κι έως χτές που ανακάλυψα πως το ζεύγος Δρίτσα — κυρίας Τασίας δεν είναι σύγχρονο των Σαρτρ-Σιμόν ντε Μπωβουάρ, αλλά υπήρξαν και υπάρχουν ως συνομήλικά μου όντα, οπότε κατέρρευσε εντός μου ο ρυθμός του κόσμου, ήμουν, φερόμουν και κρυβόμουν ωσάν πατρινό Ντόμινο, υποστηρίζοντας διάφορα σε πολλά κείμενα ή αναφορές. Εννοώ πως ό,τι θυμόμουνα από εκείνα τα αγωνιώδη χρόνια το φούσκωνα, το λογοτέχνιζα, το χρησιμοποιούσα ενίοτε ως υποκατηγορία του «ελεήστε τον ανάπηρο». Ώσπου κοίταξα τα χέρια μου, όχι εχθρικά, σαν τους νεοβίκινγκ Αλέξη και Κρίς του Σαρβάηβορ, αλλά ως χείρας ενός άλλου όντος.

Πρόσεξα λοιπόν ότι τα πρώιμα γράμματα που με κόπο σχημάτιζα, εκεί, πεντέξη χρονών, ήταν σαν αγκαθωτά, προσεγμένα ένα-ένα, με το δεξί και ήταν μια διαδικασία που με κούραζε αφάνταστα, καθώς άρχιζα ένα κείμενο που βαριόμουνα αμέσως και το διέκοπτα παρευθύς, ενώ αμέσως μετά, έσπευδα να το εικονογραφήσω. Με τη ζωγραφική δεν υπάκυπτα ποτέ στην κούραση, μήτε γκρίνιαζα. Γέμιζα κάθε τύπου κόλλες και τετράδια με χαρά και άνεση, ενώ κάθε κείμενο σε μαθητικό τετράδιο το θεωρούσα βασανιστήριο. Ανέφερα νομίζω πως έως την Δευτέρα Γυμνασίου, οπότε κόπηκε η «αντιγραφή κειμένου με εικονογράφηση» κι ώσπου να τελειώσει το διάλειμα, μέσα σε δέκα λεπτά, σχεδίαζα τη αιτήσει των, σε τουλάχιστον δέκα συμμαθητές μου μια εικόνα, και μάλιστα με διαφορετικές τεχνοτροπίες.

Άρα, πατριώτες και σεις, ώ φύλο των γυναικών, δεν υπήρξα καθόλου πολυτάλαντος αλλά μόνον κάποιος τσακωμένος με τα άνω άκρα του. Το αριστερό επιθυμούσε να καταστήσει το δεξί, τελείως άχρηστο, το δεξί παρομοίως. Έως τα δεκάξη μου, που έγραφα σε τεφτέρια με το δεξί, τραύλιζα σαν ατμομηχανή. Όταν δέχθηκα δώρο μια γραφομηχανή στα 16, αρνήθηκα να εμπλακώ στο τυφλό σύστημα, καθώς ανίχνευα έναν επερχόμενο πανηδονισμό της αριστεράς χειρός: τα πολλά, επί εικοσαετία, δακτυλόγραφά μου, συντάχθηκαν από δύο δάχτυλα του αριστερού χεριού ενώ το δεξί έκειτο άχρηστο και το πολύ να ανακάλυπτε κάποιο χωρίο σε βιβλίο. Κι όταν στα σαράντα μου ήρθε η αποκάλυψη του πληκτρολογίου και τα ρέστα, όλο το αριστερό μου χέρι πληκτρολογεί με ηδονή ενώ το δεξί το κρατώ για κόμματα και τελείες. Έως σήμερα.

Τώρα τραυλίζω σπανιότερα, από εκζήτηση, αλλά σε διαλέξεις, εκπομπές και άλλα ηχοβολιστικά, δεν κεκεδίζω παρά μόνον για τσαλίμι.

Συμπέρασμα: την όποια «θεατράλε» νοοτροπία την εχω διότι έχω παραμείνει πεισματικά, αριστερόχειρας και μόνον. Αυτό προδίδεται και από αυτοχειρομαντεία: η δεξιά παλάμη μένει ανενεργή με κλασικό όρος της Αφροδίτης, κομιλφό γραμμή ζωής, λογικές χαρακιές σχέσεων κάτω του μικρού δακτύλου, ενώ η αριστερή παλάμη έχει απομιμήσεις γραμμών, ατελέστατη λοιπή γραμμογραφία, το όρος της Αφροδίτης ρυτιδιασμένο σάν βροχερή λάσπη των Ιμαλαΐων και τον παράμεσο να τρέμει όπως σε ένα πρώτο ραντεβού.

Απλώς το κρύβω μη και φανεί εν ονείρω ή προ θανάτου η κυρία Πουλχερία και με σημαδέψει σαν βουβάλι με πυρωμένο σίδερο, φωνάζοντας «το ήξερα πως ήσουνα απάτη».