Παρασκευή ήταν και τότε
16-11-2018

Προσωπική μαρτυρία για μια εποχή περασμένη και αξεπέραστη.

Η 16η Νοεμβρίου του ’73 ήταν, όπως φέτος, μέρα Παρασκευή. Μαζί με τα περισσότερα δεκαεξάχρονα, εκείνη την εποχή, προετοιμαζόμουν για το «ακαδημαϊκό». Αυτό σήμαινε στην πράξη, ότι φεύγαμε από τις γειτονιές μας και κατεβαίναμε στο κέντρο. Σόλωνος, Θεμιστοκλέους, Εμμ. Μπενάκη, Κωλέττη, εκεί πέριξ του βαθέως κέντρου, που κάθε βράδυ έσφυζε από νεολαία.

Εκεί λοιπόν, για κάποιους πιο συγκεντρωμένους, μεταξύ 19.00 και 22.00 υπήρχαν τρεις ώρες προσοχής, ενώ για άλλους, τρεις ώρες μεγάλης φροντιστηριακής βαρεμάρας, που συμπλήρωναν το πρωινό επτάωρο, της ακόμα μεγαλύτερης σχολικής βαρεμάρας. Κρίνοντας εκ των υστέρων, οφείλω να πω ότι θα ήθελα να ανήκω στους πρώτους, αλλά κατοχυρώθηκα στους δεύτερους.

Δεν ήταν τόσο περίεργο, πως η εκπαίδευση μπορούσε να είναι τόσο αδιάφορη, τόσο μονότονη, τόσο απόμακρη. Άχαρο το έργο για τον έφηβο, τότε, ώστε να μπορέσει να ακολουθήσει το «πρέπει», για να γίνει «κάτι». Υποθέτω, ότι πάντοτε βαρύ θα ήταν και πιθανότατα έτσι θα παραμείνει.

Έκανα τούτη την αναφορά προκειμένου να συστήσω το πλαίσιο για όσους απέχουν αρκετά από το συγκεκριμένο ηλικιακό σκαλοπάτι αλλά και για όσους συνομήλικους, πιθανόν, διατηρούν άλλη εικόνα, άλλες μνήμες, επειδή προφανώς θα υπάρχουν και άλλες απόψεις και άλλες εμπειρίες.

Παρασκευή λοιπόν 16 Νοεμβρίου, το συνηθισμένο δρομολόγιο με τον «άσσο», το τρόλεϊ Καλλιθέα – Ομόνοια για το φροντιστήριο στη Θεμιστοκλέους. Η μικρή παρέα όμως, άλλα είχε κανονίσει. Ο Κώστας, ο Ανδρέας, η ταπεινότητά μου και δεν θυμάμαι ποιος άλλος, μάλλον υπήρχε και τέταρτο πρόσωπο, είχαμε ορίσει τόπο συνάντησης, μπροστά στο θέατρο «Κοτοπούλη».

Ο Κώστας ήταν παιδί μεγαλωμένο με πνεύμα ελευθερίας και εμπιστοσύνης από την μητέρα του, η οποία αντιμετώπιζε τις δυσκολίες της ζωής μόνη, καθότι είχε χάσει νωρίς το σύζυγό της και πατέρα του Κώστα. Ο Ανδρέας, ήταν σπάνια περίπτωση παιδιού. Οξύς, πολυμαθής, απόμακρος και συχνά απότομος, με γονείς καλλιεργημένους που τον είχαν πολύ λάσκα.

Περιμέναμε στα σκαλοπάτια μπροστά στο θέατρο οπότε εμφανίζεται αστυφύλακας και με το ανάλογο ύφος ρωτά: «Τι κάνετε εδώ ρε;» για να λάβει την απάντηση από τον Ανδρέα: «Περιμένουμε τις γκόμενές μας». Για όσους δεν έχουν εικόνες από επταετία, η απάντηση μοιάζει φυσιολογική, αλλά εκείνη την εποχή δεν ήταν. Φανέρωνε μεγάλη αναίδεια και αντίστοιχο θάρρος. Περιέργως, το όργανο έφυγε. Βγήκαμε στην Πατησίων και περπατώντας περάσαμε τη Βερανζέρου, την Καποδιστρίου και φτάνοντας στην Στουρνάρη το πράγμα έσφιγγε.

Από πολιτική συνείδηση, λίγα πράγματα και ακόμα λιγότερες γνώσεις, του Ανδρέα εξαιρούμενου ο οποίος μάλιστα μετά από 20 μήνες, επί μεταπολίτευσης, συνέταξε ένα περίφημο κείμενο, λίγο πριν την αποφοίτηση μας. Μια, ας την χαρακτηρίσω, ιδρυτική προκήρυξη, η οποία μάλιστα λίγο έλειψε να μας μας στοιχίσει, διότι το μοιράσαμε φανερά και ανενδοίαστα και ήταν αιχμηρό, μακρινό κείμενο για την εποχή του.

Μπορούσα να καταλάβω ότι οι οικογένειες των συμμαθητών μου ήταν περίπου σαν την δική μου. Αντιχουντική χωρίς καμιά δράση. Γελάγανε με τους βερμπαλισμούς του δικτάτορα, κορόιδευαν το ύφος των κυβερνώντων, αλλά έως εκεί. Δεν θίχτηκαν, δεν είχαν δικούς τους ανθρώπους στα κρατητήρια, δεν υπέφεραν, δεν καταστράφηκαν οι καριέρες και οι ζωές τους. Επίσης δεν εκδήλωναν τις απόψεις τους σε δημόσιους χώρους και πρόσεχαν τα λόγια τους σε κύκλους που δεν γνώριζαν. Ακούγαμε σχεδόν κάθε βράδυ «Ντόιτσε Βέλλε», σε μια απόπειρα να ξεπεράσουμε την λογοκρισία και αυτό ήταν. Έως εκεί. Θέλω να πω, ότι σε καμιά περίπτωση δεν συνέπλευσαν με την ιδεολογία ή ακόμα χειρότερα με τις όποιες ευκαιρίες πρόσφερε το καθεστώς, αλλά δεν έκαμαν και κάτι για την ανατροπή του.

Μια φορά μόνον θυμάμαι, πως ο πατέρας έκρυψε κάποιο βράδυ ένα καλό του φίλο και καλό άνθρωπο που τον έψαχνε η Ασφάλεια, προκειμένου να φτάσει στον καταζητούμενο αδελφό του φίλου του πατέρα. Αργότερα ο φίλος μας συνελήφθη, έπεσαν και κάτι «ψιλές», που όταν είσαι  παντρεμένος και με παιδί είναι περισσότερο προσβλητικό να σε δέρνουν, να σε βρίζουν πιτσιρικάδες με στολή. Ο αδελφός του όμως, που ήταν ο κύριος στόχος, όταν συνελήφθη, ταλαιπωρήθηκε πολύ.

Οι γονείς μου, περισσότερο ο πατέρας μου, όπως οι περισσότεροι Έλληνες, είχαν περάσει πολύ δύσκολα, στα αποτρόπαια χρόνια της Κατοχής και του Διχασμού και είχαν καταφέρει να ξεγλιστρήσουν αφενός μεν ζωντανοί, αφετέρου δε ισορροπημένοι και όχι φανατικοί.

Με όλα αυτά, περιγράφω τόσο την προέλευση, όσο και την προσωπική μου θέση. Θέλω να πω πως, τότε ως έφηβος, ως υπό διαμόρφωση προσωπικότητα είχα κάποια γνώμη, ήδη είχα κάποιες εικόνες, κάποια δυσαρέσκεια για το καθεστώς, αλλά και φόβο με όλα όσα ακούγαμε, μα και κάποια επιθυμία αντίδρασης. Θολά και μπερδεμένα όλα, όπως σε κάθε εφηβική ψυχή. Σε καμία περίπτωση δεν καταχωρώ τον εαυτό μου, τότε, ως άτομο με συμπαγή πολιτική πεποίθηση και ιδεολογία.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, βρεθήκαμε εκείνο το βραδάκι της Παρασκευής, μπροστά στην κεντρική πύλη του Μετσόβιου μέσα σε αυτή την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, με τα συνθήματα να διαδέχονται το ένα το άλλο και τις γροθιές να σηκώνονται ρυθμικά.

Η θρυαλλίδα είχε ανάψει:

«έξι χρόνια είναι αρκετά, δεν θα γίνουνε εφτά»,

«απόψε πεθαίνει ο φασισμός»,

«δεν σε θέλει ο λαός πάρ’τη Δέσποινα και μπρος», και βέβαια

«Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία».

Δεν μπορώ να θυμηθώ αν ο ενθουσιασμός κάλυπτε την απειλή για την επικείμενη εξέλιξη, αλλά δεν φανταζόμουν ούτε τι θα μπορούσε να συμβεί, ούτε πόσο έτοιμος ήμουν για σύγκρουση. Τώρα που το εξετάζω προσεκτικότερα θαρρώ ότι τα κίνητρά μου ήταν ενστικτώδη. Ζούσαμε σε μια άλλη εποχή, πιο σκοτεινή, λόγω ηλικίας πιο ανεξερεύνητη και σαφώς πιο ελπιδοφόρα. Μπορεί κάποιοι να μπέρδευαν τον Άνθιμο Γαζή με τον Άνθιμο Καψή, αλλά η κυοφορούμενη ζύμωση ήταν πελώρια! Επίσης, έχω την εντύπωση ότι η κοινωνική παρακμή και τα μοντέλα ζωής που ήταν περίπου περιζήτητα, ήταν λιγότερο αντιαισθητικά, από τα σημερινά.

Αποτυπωμένη στη μνήμη μου ακόμα, η εικόνα του αδύνατου νέου με γαλάζιο ζιβάγκο, όρθιου στο δεξιό πυλώνα της κεντρικής πύλης που αναπαρήγαγε τα συνθήματα με πάθος, άσβεστο. Υπήρχε ένας απαράμιλλος ενθουσιασμός, μια πίστη για μια κερδισμένη μάχη, κι ένιωθα ότι το πράγμα ήταν τόσο αυτοσχέδιο, όσο και πηγαίο.

Δεν θυμάμαι πόσο χρόνο κράτησε. Λιγότερο από ώρα φαντάζομαι μέχρι τη στιγμή που ξεκίνησε ο βομβαρδισμός από δακρυγόνα. Πανικός. Ασυνήθιστο το μεγαλύτερο τμήμα του πλήθους έψαξε για οδούς διαφυγής, προσπαθώντας να αποφύγει και τις αστυνομικές δυνάμεις που είχαν πλέον αποχαλινωθεί. Η παρέα διαλύθηκε και μόνος πια, χαμένος, ανέβηκα τρέχοντας την Τοσίτσα με δάκρυα και πόνους στα μάτια, ανάμεσα σε βρισιές, βία και φόβο.

Πέρασα επίσης τρέχοντας, ο άσχετος, μπροστά από την υποδιεύθυνση Ασφαλείας στην Μπουμπουλίνας (αργότερα θα τα μαθαίναμε, από τον μελοποιημένο «Αντρέα»), ενώ ακούγονταν ήδη σποραδικοί πυροβολισμοί. Ανέβηκα τη Δεληγιάννη και από εκεί περνώντας κάτω από το λόφο Στρέφη, ολοένα απομακρυνόμουν από το φλεγόμενο κέντρο επιστρέφοντας στο πατρικό, ανάμεσα Κουκάκι και Καλλιθέα, περπατώντας, καθώς οι συγκοινωνίες, είχαν διακοπεί, στο κλεινόν άστυ.

Έφθασα σπίτι αργοπορημένος, ιδρωμένος, αλλά και ανακουφισμένος, από την ασφάλεια, τη γαλήνη του σπιτικού, προσφέροντας μεγαλύτερη ανακούφιση στους γονείς μου, που μοιραία είχαν ανησυχήσει, περισσότερο. Δεν το συζητήσαμε το θέμα, δεν είχα όρεξη για βραδινό και χώθηκα κάτω από τα σκεπάσματα, συντροφιά με το τρανζιστοράκι. Ενώ συνήθως άκουγα από τα μεσαία, «Αμερικάνικο» και κυρίως την περίφημη μουσική εκπομπή του “Casey” Kasem, εκείνο το βράδυ συντονίστηκα με την συχνότητα του ραδιοφωνικού σταθμού του Μετσόβιου. Αργότερα θα μάθαινα ότι και η Μάνα μου έκανε το ίδιο, μην μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της, για ότι άκουγε, για ότι συνέβαινε.

Κι’ έτσι, με αυτές τις λέξεις, τις γεμάτες αγωνία, «Εδώ Πολυτεχνείο – εδώ Πολυτεχνείο» κατάφερα να αποκοιμηθώ όταν έπεσε η πύλη, όταν σώπασε η συχνότητα.

Την επόμενη μέρα, ένα ηλιόλουστο φθινοπωρινό Σάββατο, μέρα εργάσιμη εκείνη την εποχή, δεν πήγαμε σχολείο, αφού τα κράτησαν κλειστά. Έμεινα σπίτι, ακούγοντας από νωρίς σποραδικούς πυροβολισμούς, τους παιάνες από το καθεστωτικό ραδιόφωνο για την επιβολή του στρατιωτικού νόμου, προσπαθώντας να κάνω επαφές με την μικρή παρέα, όπου όλοι ήταν σώοι και ασφαλείς στα σπίτια τους.

Αργότερα στις μαυρόασπρες εικόνες της κρατικής τηλεόρασης, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ της, σύντομης θητείας, κυβέρνησης Μαρκεζίνη, ξεναγούσε τα τηλεοπτικά συνεργεία στο χώρο του Μετσόβιου, περιφερόμενος με άνεση στο ισοπεδωμένο σκηνικό, κρατώντας την πίπα του, κάμνοντας και την αντίστοιχη προπαγάνδα.

Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, εκείνες οι τρεiς μέρες του Νοέμβριου του ’73, στέκονται σαν ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι Ελληνικής ιστορίας. Σημαντικό διότι ακολουθώντας πιστά τις νόρμες της φυλής μας, είναι διχαστικό.

Υπάρχουν αυτοί που το υπερασπίζονται, υπάρχουν και αυτοί που το χλευάζουν. Υπάρχουν αυτοί που καταριόνται τη γενιά του Πολυτεχνείου, που κατά την κρίση τους, είναι υπεύθυνη για όλα τα μεταπολιτευτικά δεινά, υπάρχουν και εκείνοι που το τιμούν. Υπάρχουν ασφαλώς και εκείνοι που το χρησιμοποίησαν

Στη δική μου περίπτωση το Πολυτεχνείο ήταν και παραμένει ένα από τα γεγονότα συνειδητοποίησης της ζωής μου. Ισοπεδωτικό στην αρχή, διότι πώς αλλιώς θα τα θυμόμουν όλα μετά από τόσα χρόνια. Ελπιδοφόρο μετά το καλοκαίρι του ’74, διότι δεν ήταν κρυφή η ελπίδα, η προσμονή πως το μήνυμά του θα μπορούσε να προσφέρει στον τόπο, γαλήνη, συναδέλφωση.

Στην εξέλιξή του όμως, απογοητευτικό, διότι τίποτα από τα προσδοκώμενα δεν ήρθε. Ίσως και για αυτό να έχει γίνει ακόμα πιο σημαντικό. Διότι κατά τα φαινόμενα, κόμισε κάτι τόσο σπουδαίο όσο και μακρινό. Μια χίμαιρα.

Ένα χρόνο αργότερα, το ’74, η 17η Νοεμβρίου έπεσε Κυριακή. Θαυμαστή και τόσο βολική συγκυρία για εκλογές. Με μια αρχαία kodak με φυσούνα, ανέβηκα στην ταράτσα της πολυκατοικίας Πατησίων & Στουρνάρη, νωρίς το πρωί εκείνης της Κυριακής, και ιδού το αποτέλεσμα.

Το μήνυμα του Νοέμβρη, δεν κατάφερε να περάσει στην Ελληνική κοινωνία. Αυτό το απολύτως αποδεκτό «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία», που ακολούθησε  το ίδιο θαρραλέα τον τελευταίο στίχο του Θούριου, «κ’ ελεύθεροι να ζώμεν, αδέλφια εις την γη» δεν βρήκε την πραγμάτωσή του στη σύγχρονη Ελλάδα. Αργότερα ακούστηκε και το «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο», σαν μια ιστορική συνέχεια. Το υγιές κομμάτι ενός αριστερού κόσμου διψούσε για λίγη έστω δικαιοσύνη, για μια δικαίωση. Δυστυχώς δεν βρέθηκαν ούτε κι αυτά.

Από «ψωμί» οι περισσότεροι δεν είχαμε παράπονο, με την «Παιδεία» σπάνια συναντιόμαστε και σε ότι αφορά την «Ελευθερία» την κακοποιήσαμε όσο και τη «Δημοκρατία».

Τα συνθήματα λοιπόν του Πολυτεχνείου, παραμένουν στόχος, σκοπός, ποθούμενος όσο ποτέ, αν και ολοένα απομακρύνεται…

Ετικέτες: Πολυτεχνείο