Διάρκεια ανάγνωσης: 11’
Θέμα:
Μένουμε σπίτι,
Αν έχουμε σπίτι.
Αλλιώς ισχύει το δίκιο του σπουργίτη:
Δέντρα, θάμνα, πεζοδρόμια, φατνώματα,
Στοές, κόχες, χωράφια και φυλλώματα,
Κι άλλα εκ του προχείρου
Στεγαστικά μπαλώματα.
1
Όπου κι αν απεγνωσμένα
Γύρω σου κοιτάξεις,
Από παντού την ίδια απάντηση θα εισπράξεις:
«Αντίσταση πρόβαλλε χαλύβδινη σε κάθε πειρασμό
Εκτός από τον νέο σωτήριο κατά Σωτήρη εθισμό»,
Που είναι:
ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ
2
ΑΝ αναρωτιέσαι πώς γίνεται κανείς θεός
Άκου τι λέει ο Πειραιώς:
Είναι, λέει, «θέμα εμπειρίας και γεύσεως»
Εν όψει της Ελεύσεως.
Και πάντως, κι έτσι κι αλλιώς,
η όποια θεοφάνεια
έγκλειστους ας μας βρει,
και υπό την επιφάνεια:
ή, κοινώς,
ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ
3
«Το ενοποιημένο σχοινί κλεισίματος
Στα σακουλάκια
Όπου πετούμε
Τα χρησιμοποιημένα αντισηπτικά μαντιλάκια»
είναι, λέει, ο πρόεδρος του ΙΣΑ Πατούλης,
η λύση του κορονικού αινίγματος.
Μην αναρωτηθείτε αν είν’ χαζούλης
ο κύριος Πατούλης.
Μα ξεπεράστε του λόγου του
Την ασυναρτησία
Και επιμείν’τε στην ουσία,
που είναι:
με σχοινάκι περασμένο
(Ή απλώς σφιχτοδεμένο άντε και στραγγαλισμένο),
το σακούλι,
πρωτευουσιάνοι ή επαρχιώτες,
κοσμοπολίτες ή αγρότες,
ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ
Ούλοι μα ούλοι
4
Μένου- εσύ
Μένου- κι εγώ
-ΜΕ σπίτι εσύ
ΧΩΡΙΣ, εγώ,
Στων ανέστιων
-κοινώς αστέγων-
το συνωστισμό,
στο έλεος της καλοσύνης
της ημέρας,
που η κακία
της περισσεύει
ως γνωστόν
και είναι το φαινόμενον
βιβλικόν, ιατρικόν,
σεξπιρικόν,
και καθημερινόν.
Και πάντως
Ας χαριστούμε
Εις τον στιχουργόν
Και όχι εις τον κορονοϊόν,
Κι ας ανακράξουμε ομοθυμαδόν,
Αντί να εκκλησιαστούμε,
Τον επίκαιρον Χαιρετισμόν
ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ
5
-Με νου
Ή
-Με σπίτι;
Αφήστε τα ψευτοδιλήμματα πολυτελείας:
Το μενού-
Προτείνει κατάφωρα « -με σπίτι».
ΜΕ-ΝΟΥ-[ή]-ΜΕ- ΣΠΙΤΙ,
ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ
6
Το μέσα
έξω ας γενεί.
Το έξω
μέσα ας φανεί.
Με λίγη φαντασία
Ένα υπόγειο
Δεν είναι δα
Παρά των αντιπόδων
Το ανώγειο.
Το ρετιρέ
Είναι ολοφάνερα κατώτερο
Του μιναρέ.
Και δεν είναι εξάλλου
παρά το ισόγειο
ενός πολυορόφου απείρου.
Όσο για την απουσία παραθύρου—
Αυτή επέχει θέση
δωρεάν παροχής
Πιστοποιητικού Ασφαλείας
Για τους υποψήφιους αυτοχειρίας.
Η έλλειψη ικανού και φυσικού φωτός
Είναι μία όψις οικονομίας παρενεργείας
Που εκθύμως συνιστούν
Ενεργειακοί επιθεωρητές,
Όπως και ορισμένοι κατασκευαστές.
Η απουσία ορίζοντος,
Παρερμηνεία διανύσματος:
Όποιος βλέπει μακριά
Δεν βλέπει κοντά—
Μα δεν μας λείπουν τόσο οι προφήτες
Όσο οι ταπεινοί και βολικοί υποφήτες.
Ας υπάρξουμε επιτέλους
Επιτελικοί και πρακτικοί σχεδιαστές
Για ένα μέλλον προενταφιασμού οικονομικό
που έτσι κι αλλιώς
αφεύκτως οδηγεί
—είτε άπστερς είτε ντάουνστερς—
σε λιγότερο
κι από ένα τετραγωνικό.
ΚΙ ΑΣ —έστω και χωρίς σπίτι—
ΜΕΙΝΟΥΜΕ—επιτέλους—στο— όποιο— ΣΠΙΤΙ.
7
Στο πλαίσιο της αποφατικής θεολογίας
Που θέλει το θεό να είναι
Χωρίς να είναι αυτό που είναι,
Κάθε κακός—προσοχή! κακός! (καθώς
Εξ εγκύρου πηγής,
Οι πλείονες είναι αβλαβείς)
Κάθε κακός ιός
είναι θεός.
Και θανάτου ευαγγελισμός.
Κάτι σαν άυλη κατ’ αρχήν
Μικρή αγγελία
Με την οποία ένας άγνωστος θάνατος
Ζητάει εργασία.
Καταπώς τον ορισμό λακωνικά
Ένας σοφός τον δίνει:
«Κακά μαντάτα
τυλιγμένα
Μέσα σε λίγη
αποκλειστική πρωτεΐνη»—
κάτι σαν ποιητικό ιδίωμα
εκφρασμένο
σ’ ένα γονιδίωμα.
Και σ’ άλλα μοιάζει
Του θεού ο ιός:
Δεν έχει μεταβολισμό
και δεν μπορεί να αναπαραχθεί
παρά μονάχα της προσκολλήσεως αν γενεί
σε κάποιον τυχεράκια ξενιστή.
Στου ξενιστή την οργανωμένη ουσία
Ασκεί εξουθενωτική χρησικτησία.
Του πειρατεύει τα οργανίδια,
και ψυχρά,
χωρίς καν να του πιλατεύει
τα αρχίδια,
την πίστη τούς αλλάζει,
και τα κάνει λεγεώνα από φανατικά και φονικά ιίδια.
Νέμεται ασυστόλως ξένη περιουσία:
Αχ! παντού νομή — μονή — μονιά — κατοικία—και ιδιοκτησία!
Ο φαύλος καπιταλισμός ισχύει και βιολογικώς.
«’Ο,τι απάνω του κοιμάμαι, το κατέχω»
Γρυλίζει ο δράκος Φάφνερ απ’ το άντρο,
Στο έργο «Ζίγκφριντ», στη γνωστή Τετραλογία,
Σε μια διαφωτιστική, αρμοδίως ζωώδη, και συμβολική
Της αδρανούς συσσώρευσης κεφαλαίου μουσική απολογία:
Τετάρτη καθαρή, ή αυξημένη ως πέμπτη ελαττωμένη;
Σύμφωνα, σταθερά και αυτάρκη διαστήματα,
Ή διάφωνα ασταθή παραπατήματα
Που λύση κοινωνική αποζητούν με αγωνία
—ενώ αιματηρές επαναστάσεις
Καραδοκούνε στη γωνία—
Όπως κάθε δυσλειτουργική συγχορδία στην αρμονία;
Ό,τι και να ισχύει, λοιπόν, γενικώς, και για λόγους ασφαλείας,
Έξω δε βγαίνουμε, και
ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕΝΟΥΜΕ
8
Το καθετί σε κάτι άλλο κατοικεί:
Στη μνήμη, η ιστορία
Στην ερώτηση, η απορία
Στην πίστη, η αμφιβολία
Στον υπολογιστή, η πληροφορία
Το σαμιαμίδι στον τοίχο
Ο Μπετόβεν στον ήχο
Τα σύννεφα στον ουρανό
Ο Φώτης στο Χολαργό
Το χιόνι στο βουνό
Το λεωφορείο στο δρόμο
Ο πανικός στον τρόμο
Η δημοκρατία στο πλήθος
Η αρετή στο ήθος
Ο ποιητής στις ιδέες
Η συντροφιά στις παρέες
Τα όνειρα στον ύπνο
Η ευτυχία στον ξύπνο
Το καλωσόρισμα στο διαβάτη
Το εισιτήριο στον επιβάτη
Το άλμα στον αναβάτη
Η ξάπλα στο κρεβάτι
Η μουσική στο σύμπαν
Ο λογαριασμός στο ίμπαν
Στο θέατρο η σκηνή
Στο χωράφι το υνί
Στον κρεμασμένο το σκοινί—
Εδώ σε επικίνδυνα
αρχίσαμε
Να λάμνουμε
νερά
Καθώς
κι ο κρεμασμένος
Την απελπισία του
Έχει σπίτι
Και βέβαια
Στου κρεμασμένου
—λέει η παροιμία—
Το σπίτι
—και ειδικώς, όσοι δεν έχουν σπίτι—
Δε μιλάνε για σκοινί.
Ας σωπάσουμε λοιπόν
Οι απελπισμένοι
μπας και βρεθούμε
πριν της ώρας κρεμασμένοι.
Ας πάρουμε εξιτήριο
Απ’ το κοινωνικό απελπιστήριο
Όπου έγκλειστοι οι άστεγοι
Δια βίου φοιτώντες σε υπαίθριο
φροντιστήριο
φυτομαθαίνουν ενώ αργοπεθαίνουν.
Λίγα είναι τα χρόνια που μας μένουν:
Ας κατοικήσουμε στη φαντασία
Την πιο σπουδαία
Την πιο μεγαλόκαρδη
Κι ανυστερόβουλη
Εξουσία—
Κι ας ανακράξουμε
Με μια ψυχή
Με μια φωνή στεντόρεια
Που ως πέρα ν’ ακουστεί
Και ως τον Ψηλορείτη—
ΣΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΤΟ ΣΠΙΤΙ—ΝΑΙ!
ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ!
9
Μία ματιά στης καμπάνιας
«ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ»
Το λογότυπο,
Περίτρανα σε όλους φανερώνει
Το ιδεότυπο,
Ιδανικού σπιτιού
Που για τα μέλη της
Προπαγανδίζει
Ως ευλογημένο καταφύγιο,
Η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία,
Με των δημοκρατικών πολιτών της
Την ομόφωνη ροζ συναίνεση.
(Διαμαρτυρίες για το ροζ λογότυπο
Δεν ακούστηκαν κι αυτό
Αποδεικνύει αγαθή
Οπωσδήποτε της κοινωνίας
στην οποία απευθύνεται
προαίρεση.)
Είναι ένα δίπατο ροζέ (μονοκατοικία)
Εξοχικό αυθαίρετο
Με ρυπογόνα καμινάδα
Παράνομα κτισμένο
Σε δασική περιοχή με μεγάλο υψόμετρο,
Όπως καταδεικνύεται
Και από τα περιβάλλοντα το οίκημα
Εναπομείναντα της παρανόμου υλοτομίας
Πανύψηλα
—προς το ύψος της κατοικίας αφεύκτως θεωρούμενα—
Αειθαλή κωνοφόρα: έλατα και κέδρα.
Και πάντως όχι ταπεινά οπωροφόρα.
Το οίκημα προσέτι διαθέτει
Και γραφική σοφίτα
Όπου η οικιακή βοηθός
Της οικογένειας—ή υπηρέτρια ή καμαριέρα, εσωτερική—αναλόγως,
Κατοικεί.
Σχεδόν τη βλέπουμε αργά τη νύχτα,
Στα δύο διπλωμένη,
(καθότι ψηλόκορμη και μεγαλόσωμη,
από τα μέρη της Ρωσίας φερμένη
κι έτσι καθ’ ύψος
το χαμηλοτάβανο πατάρι
όρθια δεν την παίρνει)
Να ονειρεύεται στο υποφωτισμένο παραθύρι
Κάποιο της Βεσσαραβίας από τον Πούσκιν
Τραγουδισμένο πανηγύρι.
Κάποτε σιγοτραγουδάει κι εκείνη.
Και την ακούει έξω από την πόρτα
Της σοφίτας που περνάει
Ο ταλαντούχος της μεσοαστικής και άνω
Οικογένειας νεοσσός
Που είναι μουσικός και την τέχνη
Της μουσικής σύνθεσης σπουδάζει
δαπάναις της οικογενείας
—πού αλλού ;—
Στα μουσικά καταστήματα της Γερμανίας.
Εκεί όπου ο κύριος Σόιμπλε δακρύζει
Όταν του Σούμπερτ μελωδία
Ακούει κάποιον να υποτονθορύζει.
Δεν το εγνώριζε αυτό ο κύριος Βαρουφάκης,
Όταν όλο σκύβει
Και κάτι στο αυτί του ψιθυρίζει
Που μόνον το άφωνο μαγνητόφωνο γνωρίζει—
Και πήγαινε η γλώσσα του στα εμπορικά αγγλικά
ροδάνι—ενώ
αν του σιγοτραγουδούσε με ψευτοφωνή
τη «Μαργαρίτα στο ροδάνι»,
(αν και βεβαίως αυτό το σόι μουσική
η κουλτούρα της γενιάς του την περιφρονεί
και ούτε την περιλαμβάνει)
το πρόβλημα της χώρας μας
ενδεχομένως να είχε λυθεί.
Εξάλλου και, στα ύστερα,
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν,
Γερμανίδα κι αυτή,
χριστιανοδημοκράτισσα γιατρός
Και υπουργός και της Κομισιόν εσχάτως αρχηγός
(Που είναι και χορωδός, και με τον άντρα της
Σε χορωδία γνωριστήκαν και ερωτοχτυπήθηκαν και παντρευτήκαν,
Και ξαδέρφια έχει μαέστρους και αρχιμουσικούς παντοίας φύσεως),
Όταν παραδειγματικά στο μπάνιο του σπιτιού της
Φαίνεται χαρούμενη τας χείρας της επιμελώς να νίπτει,
Με όλους τους κανόνες,
Της Ένατης του Μπετόβεν Συμφωνίας
Το χορωδιακό φινάλε της Χαράς-εις-τους-αιώνες,
Υποτονθορύζει.
Μιας Χαράς
που κρατάει αλίμονο
μόνο 20 δεύτερα λεπτά—
όσο διδαχτήκαμε εσχάτως
Από λοιμωξιολόγο υπολήψιμο
Πώς πρέπει να διαρκεί
Των χεριών το νίψιμο.
Για να μην είναι επιλήψιμο.
Πράγμα που μάλλον αγνοούσε
Ο επίκαιρος Πιλάτος.
Που τας χείρας του εξακολουθεί
Να νίπτει προβληματισμένος από τότε
Μέχρις εσχάτως.
(Ενώ ο καημένος τενίστας Τσιτσιπάς,
Θεσσαλός και δευτεροκλασάτος,
Δις το «Χάπι μπέρθντεϊ του γιού»
Προτείνει,
Αν ο νίπτων πράγματι επιθυμεί
Τον κορονογιό για τα καλά να αποκτείνει.)
Τη μελωδία λοιπόν της Ρωσίδας
ο επίδοξος συνθέτης και κληρονόμος ακίνητης περιουσίας,
καταγράφει,
και 200 χρόνια σαν περάσουν, οι απόγονοι και το κοινό
κρατούν στα χέρια καθαρό χρυσάφι:
αυτό τουλάχιστον συνέβη με τον Σούμπερτ,
και μια Ουγγαρέζα καμαριέρα,
που τραγουδούσε με νοσταλγία
όταν τα σεντόνια αέριζε—
στο ειδυλλιακό Τσέλιz,
στου κόμη Εστερχάζι τα ουγγαρέζικα παλάτια,
όπου o εικοσιεφτάχρονος μουσικός θεός
τις κόρες του κόμη δίδασκε,
και συνάμα παραθέριζε.
Αυτή η Ουγγαρέζικη Μελωδία D 817
—που και στο Ντιβερτιμέντο αλα ουγγρικά D 818,
Για τέσσερα χέρια σε ένα πιάνο, φωλιά βρήκε και κατοικεί,
—και πολυμεσικά να την ακούσετε εδώ μπορείτε, όσοι υπολογιστή χρησιμοποιείτε—
Είναι το χρυσάφι που από ένα
μακρινό καλοκαίρι του 1824
απομένει,
Και επιμένει
τη λάμψη της να μη χλωμαίνει
σα θημωνιά ηλιόχαρη
που αρώματα ανασαίνει,
σε πλατιά πεδιάδα αποσπερινή,
—της Ουγγαρίας ή της Θεσσαλίας, αδιάφορο—
Σε μια γωνιά της μνήμης μόλις θερισμένη,—
και δεν πεθαίνει.
Ατυχώς, από του ροζ σπιτιού στο λογότυπο
τη ζωγραφική αφασία,
που φανερώνει
ναρκωμένη φαντασία
και συνεπώς ανύπαρκτη ουσία,
Μόνο των ιδεών ανυπαρξία
Από την καπνοδόχο βγαίνει,
Που την ήδη αραιή σε ιδέες ατμόσφαιρα
Βαραίνει και ρυπαίνει.
Δεν είναι σπίτι αυτό
Που με καλεί
Να μείνω σπίτι
Παρά να πάρω των ομματιών μου
Και μακριά να πετάξω
Σαν άστεγο προσφυγικό σπουργίτι
που θα’ νιωθε σα στο σπίτι
με δυο τρία κλαράκια
λίγο αραποσίτι
κι ένα τραπεζομάντιλο
από φτηνοτσίτι.
Και πάντως
Κανένα σπίτι δεν θα άλλαζα
Με της φαντασίας το μεγάλο σπίτι,
Λαμπρό σαν άστρο,
‘Απαρτο σαν κάστρο
Ανοιχτό σα λουλούδι
Αξέχαστο σαν τραγούδι
Σπίτι σαν ποίημα
Αρχινισμένο
Που όλο κυλάει
Και δεν τελειώνει
Σαν το ποτάμι
Όταν φουσκώνει
Σπίτι από μνήμη
Κι από αγάπη
Σπίτι από γνώση
Και ιστορία
Σπίτι από γέλιο
Και φασαρία
ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΟΙΧΟΥΣ
ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ—γι’ αυτό
Και λέω
ΑΣ ΜΕΙΝΩ ΣΠΙΤΙ