«[…] αυτή η “Ιεροτελεστία [της Άνοιξης, 1913]”, χθες σκανδαλώδης, σήμερα αφορμή για κινούμενα σχέδια.» ΠΙΕΡ ΜΠΟΥΛΕΖ, Ο ΣΤΡΑΒΙΝΣΚΙ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ (1951)
Την αθώα γνωριμία μου με τη μουσική του Μπετόβεν τη χρωστάω (κυρίως) σε ένα ηλεκτρόφωνο Τοσίμπα· ένα δισκάκι 45 στροφών της δισκογραφικής εταιρίας Deutsche Grammophon με τη Σονάτα για πιάνο σε ντο ελάσσονα, αρ. 8, έργο 13, την γνωστή «Παθητική»· έναν ακόμη δίσκο βινυλίου, τριαντατριάρη αυτή τη φορά, με τις δυο πρώτες Συμφωνίες· και αναρίθμητα βροχερά απογεύματα που μεταμόρφωναν αδιάκοπα, συνωμοτώντας με το ακρόαμα, τον κήπο του σπιτιού των εφηβικών μου χρόνων σε ιδανικό και ασφαλές πεδίο ασκήσεων της φαντασίας (και της ρητορικής της). Κοιταγμένον μέσα από ένα θαυματουργό, όσο και λειτουργικό για πράγματα της φαντασίας, προστατευτικό κάδρο—πίσω από το κλειστό, θαμπωμένο συνήθως τζάμι, στο μικρό οικείο δωμάτιο που χρησίμευε για καθημερινό οικογενειακό καταφύγιο και, από το βραδινό φαγητό και μετά, άτυπο εφηβικό ερημητήριο. Τη χρωστάω και σε αυτό που πρόσφατα είδα να εκφράζει με βιωμένη ποιητική γενναιοδωρία η παλιά δασκάλα μου της μουσικής σαν «μελαγχολική ατμόσφαιρα της δεκαετίας του ’50 στις θεσσαλικές πόλεις». Με μια μικρή χρονική μετάθεση στις αρχές της δεκαετίας του ’60, και με την ανατρεπτική υποσημείωση πως αυτή τη μελαγχολία εμένα δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου να την αισθανθώ σαν απελπισία ή καρυωτακική ανία, αλλά μάλλον σαν φαντασμαγορία αλλεπάλληλων θαυμάτων—μεταξύ άλλων, και μουσικών θαυμάτων— που για μυστηριώδεις λόγους ήμουν ο προνομιούχος, μοναδικός εξερευνητής και προαλειφόμενος υμνητής τους. Καρφί δε μου καιγόταν αν τα συμμερίζονταν άλλοι. Ανήκα σε άλλη γενιά και ήμουν εκεί, χωρίς το παραμικρό αίσθημα δυστυχίας, στο κέντρο μιας καθ’ όλα τα εξωτερικά σημεία θλιβερής, κοινωνικής και οικογενειακής ζωής. Μια καθαρή πρόκληση προς το οικείο σύμπαν.
Πέρασαν δεκαετίες ακρόασης Απάντων Μπετόβεν από δίσκους και σε συναυλίες, πρακτικής άσκησης στο πιάνο, επαγγελματικής απασχόλησης στην πώληση «φορέων ήχου» (κατά την τότε τελωνειακή περιγραφή), σύνταξης ή μετάφρασης μουσικών σημειωμάτων με αναγκαστική προσφυγή σε αποκλειστικά ξενόγλωσσες βιβλιογραφικές πηγές. Το ταξίδι ήταν μακρύ και ανταποδοτικό. Πάντοτε συντροφιά με τον Μπετόβεν. Έναν Μπετόβεν παραμελημένον— ευτυχώς— από την ελληνική εγκύκλια παιδεία. Άλλον, εξωσχολικό, δημόσιο Μπετόβεν, κομμένο και ραμμένο σε όλα τα είδη κυρίαρχης ιδεολογίας ανάμεσα στις αυθεντίες που αναλάμβαναν κατά καιρούς να ποιμάνουν πνευματικά τον τόπο. Πολλούς άλλους, μοιραία εμπιστευμένους στην δημιουργική μυθολόγηση ad libitum, στον βιωματικό αναγνωριστικό αυτοσχεδιασμό. Υπήρξε εξάλλου και ο ίδιος, ο άπιαστος, ο περιπόθητα αληθινός Μπετόβεν, κατά τη μαρτυρία και κατά τα έκπαγλα μουσικά αποτελέσματα, ένας από τους θαυμαστότερους, μαγικότερους, ταχυδακτυλουργικότερους μουσικούς αυτοσχεδιαστές που γνώρισε η Ευρώπη των χρόνων του. Αριστοτέχνης στον αγώνα δρόμου πίσω από την όσο γίνεται μεγαλύτερη ελευθερία της μουσικής φαντασίας—και μόνο της μουσικής φαντασίας. Με τολμηρές βουτιές in medias res στο πέλαγος της μνήμης και της επινόησης, το άρπαγμα από μια νότα, όπως από ένα σωσίβιο ή από μια λέξη—τρώγοντας έρχεται η όρεξη και μιλώντας έρχεται η ιδέα—για να σχηματιστεί γρήγορα και καθαρά η μουσική εικόνα. Να συνταχτεί και να κυλήσει αβίαστη η μουσική πλοκή. Ξανακοιτώντας εκεί πίσω βλέπω το θαύμα τού μουσικού, καθαρά και μόνο μουσικού, προσωπικού Μπετόβεν-μου να παρακινεί τα ολάνθιστα κλαδιά του αγαπημένου δέντρου της βερικοκιάς που έτριζαν χαρούμενα στην κοφτερή ψύχρα του Μάρτη το σούρουπο. Να πεισματώσουν να κρατήσουν το τελευταίο φως του ήλιου. Και μπροστά στα μάτια μου αναλαμβάνονταν όλα μαζί, μουσική, Μπετόβεν και βερικοκιά, σε μια παραμυθένια νικηφόρα ανάληψη αμεταχείριστου παστοράλε κάτω από τη μύτη του παραφουσκωμένου στα όρια της καρικατούρας κανελλοπούλειου «Τιτάνα του πνεύματος». Μια φαντασμαγορική κόντρα της μουσικής με την ιδεολογία. Ιστορικά, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς πως στα μουσικά πράγματα η ανειρήνευτη και καθολική γαλλογερμανική αντιπαράθεση συνεχιζόταν από τον 19ο αιώνα στον εικοστό, με την γαλλική πλευρά να ριζοσπαστικοποιεί το μουσικό νόημα. Με πρωτοφανείς παραγωγικές και κριτικές διατυπώσεις που επιτάχυναν την μουσικοποιητική ωρίμανση του νεογέννητου εικοστού προς άγνωστη ενηλικίωση:
«Θαυμάζω τον Μπετόβεν και τον Βάγκνερ, αλλά αρνούμαι να τους θαυμάσω απ’ την κορφή ως τα νύχια επειδή μου έχουν πει πως υπήρξαν μεγάλοι μέτρ! Αυτό, ποτέ. Στις μέρες μας, κατά τη γνώμη μου, υιοθετούμε έναντι των μετρ τρόπους υπηρέτη, πολύ αντιπαθητικούς · θέλω να έχω την ελευθερία να πω πως μια πληκτική σελίδα μού προκαλεί πλήξη, όποιος και αν είναι ο δημιουργός της. Αλλά δεν έχω καμιά θεωρία, καμιά προκατάληψη. Θέλω να είμαι ειλικρινής, στην τέχνη μου και στις αντιλήψεις μου, αυτό είναι όλο …Δεν έχω καμιά αξίωση να μιμηθούν τη μουσική μου ούτε να ασκήσω οποιαδήποτε επίδραση σε οποιονδήποτε…Κάνω τη δουλειά μου όπως οφείλω και όπως μπορώ…»
Αυτές είναι σκέψεις του Κλοντ Ντεμπισί εμπιστευμένες στην καθημερινή εικονογραφημένη εφημερίδα “L’Excelsior” στα 1911. Συνέβαλαν μαζί με το δόγμα και την πρακτική των Βιεννέζων της Νέας Σχολής στον ανεπανάληπτο έκτοτε γενικευμένο μοντερνιστικό δημιουργικό και κριτικό οργασμό των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Αυτόν που ενώ σφράγισε οριστικά στα καθ’ ημάς την ποιητική και κριτική στροφή του Σεφέρη, δεν φαίνεται να μπόρεσε να μετακινήσει ούτε ένα ακροκέραμο από την ιδεολογική επίστεψη της παράταξης Κανελλόπουλου-Κ. Τσάτσου. Ο Κανελλόπουλος συγγράφει από το 1971 (με όριο το 1974) τα τέσσερα πρώτα κεφάλαια του Τέταρτου Μέρους της «Ιστορίας του ευρωπαϊκού πνεύματος», με τίτλο «Από τον Μπετόβεν ως τον Κητς». Είναι και τα τέσσερα αφιερωμένα στον Μπετόβεν. Η διακοσιετηρίδα της γέννησης του συνθέτη είχε μόλις εκπνεύσει. Στον ελληνικό περιοδικό τύπο το είχε υπενθυμίσει με (μικρο)αφιέρωμα στο τεύχος της 15ης Οκτωβρίου 1970, η προοδεύουσα με αφιερώματα—απαθής και ανέπαφη από την στρατιωτική δικτατορία—«Νέα Εστία». Το έπαθλο που κατέκτησε σαν το μοναδικό ελληνικό περιοδικό που αφιέρωσε τεύχος του (για την ακρίβεια, μέρος τεύχους του—28 σελίδες συνολικά) στον Μπετόβεν, το διατήρησε τουλάχιστον μέχρι το 1997. Ως εκεί φτάνει η πολύτιμη καταγραφή «Τεύχη-Αφιερώματα ελληνικών περιοδικών, 1874-1997» της Μάρθας Καρπόζηλου, Αθήνα 1999. Η καταγραφή της Καρπόζηλου περιλαμβάνει και το φυλλάδιο «Φύλλο Τέχνης» αρ. 2, 1926-1927, αφιέρωμα «Μπετόβεν» του περιοδικού «Φραγκέλιο: που το βγάζει ο Βέλμος κάθε σαββατόβραδο]», με αφορμή την εκατονταετηρίδα από το θάνατο του συνθέτη. Χωρίς αυτοψία, υποθέτω αισθητά μικρότερο το μέγεθος. Στο 15ο φύλλο της 2ας Απριλίου 1927, ο Βέλμος δηλώνει πως «μ’ έρανο βγάναμε τον Μπετόβεν». Προηγουμένως, στο 12ο φύλλο, της 5ης Μαρτίου, είχε προκηρύξει τον έρανο γιατί «θάταν άδικο, το ανθρωπιστικό μας όργανο, πούχει τόσες ηθικές δυνάμεις, να περάσει τα εκατόχρονα του Μπετόβεν με δυο λόγια κι όχι μ’ ένα έργο ευσυνείδητο γιαφτόν, μια πούναι έτοιμο από τόσον καιρό.» Tα τέσσερα κεφάλαια του Κανελλόπουλου παραμένουν σαν μία—και μοναδική ως τότε και μέχρι σήμερα αυτής της έκτασης (151 σελίδες στην έκδοση του 1974)—άτυπη ελληνική βιογραφική συμβολή, παρακινημένη ίσως και αυτή από το χάρισμα των επετείων, την διακοσιετηρίδα της γέννησης του συνθέτη. Σήμερα κοιταγμένο, το κατόρθωμά της φαίνεται να συνοψίζεται σε ένα συμπίλημα ερανισμένων φιλοσοφικών-ιδεολογικών γενικεύσεων που όλες συγκλίνουν στο δόγμα πως—κατά τη διατύπωση του Ζιλ Ρομέν (τον οποίο και παραθέτει)—«ο Μπετόβεν είναι από τους τελευταίους Τιτάνες, που στο έργο τους πραγματοποιήθηκε “σε αξεπέραστο βαθμό, η ολική παρουσία του ανθρώπινου πνεύματος”». Αυτή είναι η σφραγίδα ρομαντικής γνησιότητας που ένα ηγεμονικό τμήμα της ελληνικής φιλοσοφικής και πολιτικής ελίτ μπόρεσε να βάλει σε ένα από τα άψυχα εκμαγεία Μπετόβεν που θα μπορούσαν να διακοσμήσουν ακίνδυνα το βιβλιοστάσιο μιας ιδανικής πνευματικής ελίτ που παραδόξως διασχίζει από τη βάση ως την οικονομική κορυφή την ελληνική τάξη των κοινωνικών τάξεων, και, συμπτωματικά, αφορά και το καλλιεργημένο μουσικό γούστο. Ο Κανελλόπουλος αντλεί και από το 24σέλιδο εργοβιογραφικό κείμενο του μουσικολόγου και μουσικοκριτικού Δ. Α. Χαμουδόπουλου (που μαζί με τις πεντέμισι σελίδες του συνθέτη Μενέλαου Παλλάντιου, «της Ακαδημίας Αθηνών», ολοκληρώνουν το επετειακό αφιέρωμα της «Νέας Εστίας», το 1970). Η υπόλοιπη βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί, είναι ξενόγλωσση και αμετάφραστη ως εκείνη την ώρα (και σε ποσοστό 99,99%, ως σήμερα) στα ελληνικά. Με εξαίρεση τον μικρής έκτασης «Βίο του Μπετόβεν» του Ρομέν Ρολάν (βιβλίο του 1903), όπου παινεύει κιόλας σαν αξιόπιστη και «καλή» τη μετάφραση του Νάσου Δετζώρτζη (Ίκαρος, 1944. Δεν κυκλοφορεί.) Απλή αναφορά κάνει και στον «Μπετόβεν» του καθ’ έξιν βιογράφου ηρώων Εμίλ Λούντβιχ (1945, ;μεταφρασμένον στα ελληνικά από τον Γ. Δρόσο,1965. Δεν κυκλοφορεί.), όπως και στο πολύτομο «Μπετόβεν, οι μεγάλες δημιουργικές εποχές» του Ρολάν (χωρίς να κάνει λόγο για τις ελληνικές μεταφράσεις των τόμων, που άρχισαν να εκδίδονται από το 1927 και επίσης δεν κυκλοφορούν σήμερα). Το λήμμα «Βετχόβεν» του Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού Ελευθερουδάκη (το βήτα εστεμμένο με τελεία για να διαβαστεί σαν «b». 1928· υπογραμμένο από το συνθέτη Γεώργιο Λαμπελέτ και τον «Δρ Φιλολογίας» Γ. Μπαρτ) καταλαμβάνει 1 σελίδα, καταφεύγει αναγκαστικά σε χαρακτηριστικές καθαρεύουσες λεξοπλασίες όπως «ποικιλοτεχνήματα»=ποικίλα μουσικά έργα, «βαρύχορδον»=βιολοντσέλο, επινοήσεις όρων όπως «επικήδειον εμβατήριον», και υιοθετεί διατυπώσεις όπως «θάνατος επισυμβείς εξ ύδρωπος», «η εις τον Κρόυτσερ αφιερωμένη είναι αδάμας απαστράπτων» για τη Σονάτα για βιολί «Κρόιτσερ». Το αντίστοιχο «Μπετόβεν» της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας (Πυρσός· 1931), καταλαμβάνει 5μισι σελίδες, υπογράφεται από τον Γερμανό μουσικοκριτικό και διεθνώς γνωστό μελετητή της μουσικής του Μπετόβεν «Παύλον Μπέκκερ», και είναι «άρθρον γραφέν ειδικώς δια την Μεγάλην Ελληνικήν Εγκυκλοπαιδείαν και μεταφρασθέν εκ του γερμανικού πρωτοτύπου υπό Ανδρέου Δαλεζίου». Μαζί με την ένθετη στην «Ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος» εργοβιογράφηση του Κανελλόπουλου, είναι ακόμα και σήμερα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, η καθεστηκυία (και άρα) βασική ελληνική βιβλιογραφία Μπετόβεν, ο ελληνικός λαϊκός Μπετόβεν, όπου καλείται να οικοδομήσει κάθε (σπάνια εξάλλου) νεότερη και νεωτερίζουσα ή και νεοτερική ελληνική βιβλιογραφική προσθήκη.
Ρομαντικά χαλάσματα; Και ναι και όχι, και πάντως με όλο το κόστος (που πληρώθηκε ακριβά από τους προσερχόμενους για φώτιση στα τεμένη του ρομαντισμού, μα και από όσους δεν είχαν καμιά διάθεση να συμβιβαστούν με τον κόκκινο Μπετόβεν της Βαϊμάρης, τον μαύρο των ναζί, τον χριστιανό, τον φιλελεύθερο κ.ο.κ.), δεν έχουμε άλλον καθρέφτη από τα ερείπια του παρελθόντος όπου, κατά τον ποιητή, «συχνάζουν οι μέλισσες και οι πρώην ιδέες». Ας βασιστούμε άλλη μια φορά στους ποιητές, με ένα προχτεσινό ποίημα της Ρουθ Παντέλ που επισκέφτηκε τη Βόννη μέσα στην επετειακή χλαλοή (1770-2020 = 250 χρόνια από τη γέννηση του Μπετόβεν):
ΒΟΝΝΗ (2020)
(γ. 1946)
Όπου και να κοιτάξεις σ’ αυτή την πολιτεία θα δεις βαμμένα εκμαγεία
του διάσημου γλυπτού. Ένα μπροστά στην πόρτα μου
σαν πλανόδιος περφόρμερ
ασημένια μπέρτα, ασημένια το δέρμα και τα μάτια.
Στο Κέντρο Πληροφοριών του Δημαρχείου
το εκμαγείο έχει χρώμα lapis lazuli. Πρόσωπο σαν ξάστερος ουρανός
μετά τη δύση, σώμα ορνιθοσκαλισμένο με λευκά φθογγόσημα αξίας τετάρτου,
μια χιονοθύελλα μουσική. Στο τέρμα του δρόμου
που συνήθιζε φουριόζος να τον ανεβαίνει, γελώντας,
αυτός μπροστά και πίσω του το τσούρμο, βλέπω το Ρήνο
να τρεμοσβήνει σα να επίκειται αναχώρηση. Τις καστανιές
με φούστα από πεσμένα φύλλα. Έξι μετανάστες αποκοιμισμένους
μέσα σε μια στοά. Εκεί όπου κάποτε στέκονταν το σπίτι
σειρές από μικρούς Μπετόβεν, σφραγισμένους πάνω σε αμυγδαλωτά.
Βλέπω ένα μικρό αγόρι να ορμάει μέσα σε τούτα τα σοκάκια
να προλάβει να παίξει στην πρώτη Λειτουργία. Ύστερα, σκυθρωπό, να πάει σέρνοντας τα πόδια
προς μια μεγαλοπρεπή εξώθυρα για να διδάξει πιάνο σ’ ένα πλουσιόπαιδο.
Τ’ αδέρφια του δεν κάνουν για τίποτα. Τα νεογέννητα πεθαίνουν.
Ο πατέρας τρώει όλο το μισθό του στο πιοτό. Η μάνα του
είναι κι αυτή όλο γκρίνια. Ξερό ψωμί και άγριοι τσακωμοί
ακούγονται να σπάνε στην κουζίνα.
Ένα αγόρι στην κρεβατοκάμαρά του, σπόρος στο χώμα.
Είναι δυνατός αλλά μικρούλης.
Η βαριά βιόλα, καθώς τρέχει, κοπανάει τά γόνατά του.