Ακουστικά κέρατα· ακουστικά όργανα βαρηκοΐας κατασκευασμένα για τον Μπετόβεν το 1813 από τον εφευρέτη του μετρονόμου και του μουσικού αυτόματου"Παναρμονικόν", Γιόχαν Νέπομουκ Μέλτσελ.
Παραλλαγές Μπετόβεν 1γ
05-03-2020

«Χωρίς να απεραντολογεί, είναι εξαιρετικά λεπτομερειακό· παρακολουθεί, και κάποτε προηγείται της προόδου της έρευνας. Προσφέρει εμπεριστατωμένη μαρτυρία για τον καιρό του Μπετόβεν, και καταγράφει, με μετριοπάθεια, τη ζωή του και την ψυχοπαθολογία της». ΦΡΑΝΚ ΚΕΡΜΟΟΥΝΤ, ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΜΠΕΤΟΒΕΝ» ΤΟΥ ΜΕÏΝΑΡΝΤ ΣΟΛΟΜΟΝ. THE NEW YORK REVIEW OF BOOKS, 6 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1978.

 

«Η μουσική βιογραφία είναι φιλολογικό είδος που συνίσταται σε διευθετημένες από τον συγγραφέα γραπτές αφηγήσεις της ζωής ατόμων που εμπλέκονται στη δημιουργία, την παραγωγή, τη διάδοση και την υποδοχή της μουσικής, ειδικότερα της ζωής συνθετών και μουσικών εκτελεστών, αλλά περιλαμβάνονται επίσης και οι λιμπρετίστες, οι εκδότες, οι κατασκευαστές μουσικών οργάνων, οι πάτρονες, οι φιλόμουσοι, οι μουσικολόγοι και οι συγγραφείς … Η μουσική βιογραφία ασχολείται κυρίως με την τεκμηρίωση και την ερμηνεία γεγονότων, επιδράσεων και σχέσεων στο πλαίσιο μιας ζωής, αλλά το νόμιμο πεδίο της έρευνάς της εκτείνεται στην βιολογική και προγονική κληρονομιά, το ιστορικό και κοινωνικό πλέγμα, την μουσική παράδοση και το πνευματικό περιβάλλον. Έτσι, η μουσική βιογραφία είναι άρρηκτα δεμένη με τις πειθαρχίες της ιστορίας, της μυθολογίας, της ιστορίας της μουσικής, της γενεαλογίας των θεσμών, της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας». ΜΕÏΝΑΡΝΤ ΣΟΛΟΜΟΝ, ΛΗΜΜΑ «ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ» ΣΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ «GROVE MUSIC ONLINE», 2001.

 

Ασφαλώς ο κατάλογος της φολκ και της τζαζ βάρυναν εμπορικά πολύ περισσότερο και η «Βάνγκαρντ» είναι πράγματι γνωστή σήμερα στο ευρύτερο κοινό για το «Χριστουγεννιάτικο άλμπουμ» της Τζόαν Μπαέζ μάλλον παρά για την αληθινά ριζοσπαστική συμβολή της και σε ένα άλλο μεγάλο, δισκογραφικά ελάχιστα καλλιεργημένο μέχρι τότε, κεφάλαιο, το έργο του Γκούσταβ Μάλερ. Ακόμα και στις μέρες μας, πρωτεύουσα στην πρώτη τριάδα, ανάμεσα σε δεκάδες άλλες μεταγενέστερες ηχογραφήσεις, παραμένει εκείνη η δισκογραφική πρεμιέρα (1963) των 12 Τραγουδιών με συνοδεία ορχήστρας του Γκούσταβ Μάλερ, με τον γενικό τίτλο «Το μαγικό κέρας του παιδιού»Des knaben Wunderhorn»—περιλαμβάνεται και το σπαρακτικό «Urlicht» [Πρωτοφώς], που ενσωματώθηκε αργότερα στη Δεύτερη Συμφωνία), με την σπουδαία κοντράλτο Μορίν Φόρεστερ, τον έξοχο μπασοβαρύτονο Χάιντς Ρεφούς, την Συμφωνική Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βιέννης και μαέστρο τον Φέλιξ Προχάσκα. Σταθμός εξακολουθεί να είναι η πρώτη παγκόσμια ηχογράφηση της Όγδοης Συμφωνίας (της Συμφωνίας «των χίλιων εκτελεστών») του Μάλερ, το 1963, με την Συμφωνική Ορχήστρα της Γιούτα (ναι, της Γιούτα, και όχι τη Φιλαρμονική της Βιέννης ή του Βερολίνου), τη Χορωδία του Πανεπιστήμιου της Γιούτα, και μαέστρο τον Θεσσαλονικιό Σεφαρδίτη Εβραίο Μορίς Αμπραβανέλ. Την ακολούθησαν οι ηχογραφήσεις της Έβδομης Συμφωνίας το 1964, της Δεύτερης (1967), της Τέταρτης (1968), της Τρίτης και της Ένατης (1969), και από το 1971 ως το 1974, της Πρώτης, της Πέμπτης, της Έκτης και του σωζόμενου Αντάτζο της ημιτελούς Δέκατης. Ώστε το 1974, ένα δεκατατράδισκο άλμπουμ βινυλίων της «Βάνγκαρντ» με τα συμφωνικά άπαντα του Γκούσταβ Μάλερ, ήταν γεγονός. Την εντυπωσιακή παγκόσμια πρωτιά της ηχογράφησης με βάση τις θεωρημένες κριτικά εκδόσεις των μουσικών κειμένων όλων των συμφωνικών έργων του Μάλερ (με εξαίρεση την Δεύτερη, την Όγδοη και την Ένατη Συμφωνία για τις οποίες δεν είχαν ακόμα ετοιμαστεί οι κριτικές εκδόσεις όταν έγιναν οι ηχογραφήσεις), από την ίδια, εντελώς άγνωστη στους περισσότερους Ευρωπαίους, αμερικάνικη ορχήστρα μιας πρωτάκουστης μικρής πρωτεύουσας μιας άσημης αμερικάνικης Πολιτείας Μορμόνων, με τον ίδιο πάντα διευθυντή (τον Μορίς Αμπραβανέλ), στην ίδια εξαιρετικής ακουστικής αίθουσα της Εκκλησίας των Μορμόνων στο εξωτικό Σολτ Λέικ Σίτι, η πρωτοπόρα «Βάνγκαρντ» και η ρηξικέλευθη μουσικολογική ιδιοφυία των Αφών Σόλομον τη διατηρούσαν ανενόχλητα μέχρι και το 1993. Ώστε να την επισημαίνει και ο μουσικοκριτικός του «The New Yorker», Άλεξ Ρος, στη νεκρολογία του για τον Αμπραβανέλ (1903-1993), στους «Τάιμς της Νέας Υόρκης».

«Λίγοι θα αρνούνταν εντελώς πως υπάρχει «προσωπικό» στοιχείο στη δημιουργικότητα. Ωστόσο πολλοί είναι αυτοί που είτε ελαχιστοποιούν τη σημασία του είτε ισχυρίζονται πως δεν μπορεί να μετρηθεί ικανοποιητικά. Και ασφαλώς καμιά εξέταση της βιογραφικής διάστασης της τέχνης δεν μπορεί να αναληφθεί χωρίς να αναγνωριστούν τόσο οι περιορισμοί της σαν ερμηνευτικού συντελεστή όσο και οι δυσκολίες της εφαρμογής της σαν κριτικής αρχής. Για να αρχίσουμε από τα απολύτως βασικά: κάθε έργο τέχνης εν μέρει μόνο είναι ατομική δημιουργία. Ο συνθέτης δεν είναι δυνατόν να επινοήσει τις κλίμακες και ο ποιητής το αλφάβητο. Η δημιουργική πράξη συνενώνει στο έπακρο την υποκειμενικότητα και την συλλογική εμπειρία· ακόμα και τα πιο αμίμητα ψυχικά υλικά—τα όνειρα και οι φαντασιώσεις—ανήκουν σε ένα κοινό απόθεμα· ποτέ η τέχνη δεν δημιουργείται «ελεύθερα», αλλά απορρέει από πολλαπλά προγενέστερα συμβάντα που είναι εντελώς ανεξάρτητα από την προσωπικότητα του καλλιτέχνη—στα οποία συμπεριλαμβάνονται η ιστορία της τέχνης έως τότε, ο βαθμός εξέλιξης των γλωσσών και των μορφών της, και οι ανάγκες ή οι απαιτήσεις των πατρόνων ή των ακροατών της. […] η ανίχνευση βιογραφικών στοιχείων ή ψυχολογικών εμπειριών σε ένα συγκεκριμένο έργο τέχνης παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες. Η ιδιόμορφη εμπειρία μπορεί να έχει ενσωματωθεί τόσο βαθιά στο έργο, ή να έχει μεταμφιεστεί τόσο ώστε να μην μπορεί να ανακτηθεί παρά μόνο ίσως μέσω της ψυχανάλυσης του καλλιτέχνη εν ζωή»: Είναι η εναργής απόκριση του Μέιναρντ Σόλομον στο γενικό ερώτημα της βιογραφικής θεμελίωσης της δημιουργικότητας σε κάθε της εκδήλωση. Αποκρίνεται και στο ερώτημα της δικής του δημιουργικότητας. Ύστερα από (ή και προοδεύοντας παράλληλα με) μια εξαντλητική πρωτοποριακή σταδιοδρομία στον τομέα της δισκογραφικής παραγωγής αρχίζει στον Μέιναρντ Σόλομον μια μεταμόρφωση σε εμβριθή μουσικολόγο και πρωτοποριακό βιογράφο (στον αμφιλεγόμενο τομέα της βιογραφίας συνθετών) ωφελημένον από γόνιμη θητεία στην φροϊδική ψυχανάλυση και τον μαρξισμό, την ιστορία και την κοινωνιολογία, με ακονισμένο στον πραγματισμό της πληθωρικής μουσικής σημειωματογραφίας του σε οπισθόφυλλα και φυλλάδια δίσκων συγγραφικό εργαλείο ικανό να ισορροπεί τις απαιτήσεις του επιστημονικού ιδιώματος με την εύληπτη μετακένωση ουσιαστικών νεωτερικών συμπερασμάτων. Το παραπάνω απόσπασμα είναι από την εισαγωγή του δοκιμίου του «Σκέψεις για το βιογραφικό εγχείρημα», ένα από τα συναρπαστικά 16, του πολυβραβευμένου βιβλίου του «Δοκίμια για τον Μπετόβεν» (Harvard University Press, 1988, 5η ανατύπωση 1994). Τα δοκίμια είναι θεμελιώδη για τις μπετοβενικές σπουδές αλλά και για μια γνωριμία με τη μουσική του Μπετόβεν, το βάθος και η πληρότητα της οποίας δεν προσφέρθηκαν στον ακροατή ποτέ στο παρελθόν. Είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα του «Μπετόβεν» του Μέιναρντ Σόλομον (Schirmer Books, New York 1977, ²1998, με αλλαγές και νέα εισαγωγή), και, επιτέλους, «Μπετόβεν» στον τίτλο, χωρίς κανέναν επεξηγηματικό υπότιτλο. Στην μεστή (και μάλλον ανεπανάληπτη) βιβλιοκρισία που χάρισε ο Φρανκ Κέρμοουντ (1919 – 2010) στους τυχερούς αναγνώστες της «Νεοϋορκέζικης Επιθεώρησης του Βιβλίου» της 6ης Απριλίου 1978 (βιβλιοκρισία που θα έπρεπε να αναπαράγεται σε κάθε νέα έκδοση του βιβλίου· στους τυχερούς αυτούς αναγνώστες από τύχη, φαινομενικά, συγκαταλέγομαι), ανάμεσα στα άλλα εκρηκτικά υλικά που ανέμελα δήθεν αφήνονται να πέσουν στο έδαφος από το κριτικό οπλοστάσιο του δεινού Κέρμοουντ, σαν εκχερσωτικά οδηγητικά ίχνη στις λόχμες του ασυνείδητου, δυναμιτίζοντας αδιάκοπα την αναγνωστική νωχέλεια, είναι και η φρασούλα: «Το βιβλίο του κυρίου Σόλομον [συγκριτικά με τον «Βίο του Μπετόβεν» του Θέιερ και το «Μπετόβεν: Η πνευματική του εξέλιξη» του Σάλιβαν»—δυο τυπικά όσο και διάφορα προηγούμενα βιογραφικά εγχειρήματα] είναι νηφαλιότερο, αλλά είναι δυνατόν να αποδειχτεί το βιογραφικό υπόδειγμα για την παρούσα γενεά.»

Όπως βιογραφικό υπόδειγμα είναι δυνατόν να αποδειχτεί για τη γενιά μας και η νέα ηχογράφηση των τριών τελευταίων Σονατών για πιάνο (έργα 109, 110 και 111, ή αρ. 30-32) του Μπετόβεν, 42 χρόνια μετά την πρώτη, από τον Μαουρίτσιο Πολλίνι (γ.1942).

Σημείωση: Και τα δυο βιβλία του Μέιναρντ Σόλομον παραμένουν αμετάφραστα στα ελληνικά. Μοναδικό μεταφρασμένο στα ελληνικά (και αξιοσύστατο) κείμενο του Σόλομον παραμένει ένα άρθρο του στην Επιθεώρηση Κριτικής Θεωρίας «Telos» (τχ 13, Φθινόπωρο 1972), με τίτλο «Μαρξ και Μπλοχ: Στοχασμοί πάνω στην Ουτοπία και την Τέχνη». Εκδόθηκε αυτοτελώς σε μικρό βιβλίο το 2017.

 

Οι «Παραλλαγές Μπετόβεν» συνεχίζονται