Παραισθήσεις
27-04-2018

Τα μνημεία έμπαιναν στη γκλάβα μου ωσάν αμείλικτοι κουρσάροι, διψασμένοι για μεθύσια και ασωτείες. Όλα τα μνημεία. Και τα δημοσιευμένα, και τα γκρέμια, και τα κηρυγμένα και τα παρερμηνευμένα. Στον βίο μου, δεν υπήρχε ποτέ και πουθενά, μεγαλύτερη ευτυχία από τον εντοπισμό τους. Εκείνη η στιγμή της πρώτης επαφής μαζί τους, η μόνη αξιοσύστατη στιγμή. Τότε εννοώ, που έπαυε η μακρά περίοδος της προεργασίας, η βοσκή σε χάρτες και ο έλεγχος των ισοϋψών και η πρώτη τεκμηρίωση, με πυξίδα και κλισιόμετρο, με έλεγχο των πέριξ, με το πρώτο σκαρίφημα και έπειτα, όλα τα δαιμόνια ορατού τε και αοράτου κόσμου.

Δώδεκα χρονών, καλοκαίρι στην Αιδηψό, στο πρώτο τυφλό ρέμμα, ψηλότερα και νότια από την πλαγιά που κατέληγε στο ξενοδοχείο Ηράκλειον, ανέβαινα διακόσια βήματα, όπου έφτανα σε ένα ξωκκλήσι, κι έπειτα, άλλα διακόσια, ώσπου έφτανα εκεί. Μόνο πέτρες  σκόρπιες, ξύλα ασπρειδερά απ’ τη φθορά, αλλά το τοπίο, μου μιλούσε. Κάποιος είχε κρυφτεί, κάποιος είχε πεθάνει εκεί. Δεν ήξερα πόσο ρομαντικός ήμουνα-πεισιθάνατος, ασελγής και βαθυπράσινος, και στο βάθος, καθώς έπεφτε ο ήλιος, αρόδο φωτισμένη, η «Χριστίνα» του Ωνάση και η υπερκόσμια μυρωδιά των ξενοδοχείων, η Αίγλη, η Αύρα, τα λουτρά Σύλλα ρημαγμένα, το θειάφι που ζέσταινε το νερό.

Διαβάζοντας για το Ακαδημαϊκό, μαύρα μεσάνυχτα, ξύπνησα τους γονείς μου, χτυπώντας την πόρτα της κρεβατοκαμαρης. Σηκώνονται και τους περιμένω όρθιος. Τι συμβαίνει; Να, είναι μια γιαγιά και κρατάει ένα πεθαμένο εγγόνι στην αγκάλη της και με κοιτάζει αυστηρά και δε με ακούει. Πήτε της να φύγει, παρακαλώ, δεν μπορώ να διαβάσω.

Κι έπειτα ανεβαίνοντας τον σπασμένο κοχλία της ανόδου στον πύργο της Απολλωνίας, στη Πιερική λεκάνη, με τον Σταμάτη, κοιτάζω απο μια στενή φωτιστική θυρίδα και βλέπω στο λιβάδι, πάνω από τον βράχο τον «κατέναντι Καυχανάδας» και στο βάθος η νήσος Καυκανάς, ένα σωρό σιδερωμένους ζάβατους να λυώνουν αποθαμένοι.

Δεν μου συνέβαινε πού συχνά, αλλά αναζητούσα βλέποντας συχνά νεκρούς. Εκείνο το ακέφαλο γυναικείο άγαλμα, Γκιόρδινα ή εκεί κοντά, στημένο από την Αντάντ ως ηρώο. Τον δίμετρο πύθωνα στα Πλατανάκια, την σαΐτα ο φιδάκι να ενεδρεύει σε μια πηγή στην Τζεχλιάνη, γεμάτη βδέλλες. Βροχή πυγολαμπίδες στην ασέληνη Κέρκυρα γύρω από την μπελαντόνα. Και τις νάιλον μανσέτες του θείου Γιάννη στην Αγροσυκιά , απείραχτες όταν πειράξαμε τον τάφο για να κοιμηθεί μαζί του η θεία Άννα. Και πλήθος Γότθοι, να θορυβούν κάτω από το Μενίρ στο λόφο της Πρωτομαγιάς.

Τελικά, θα ήθελα να είμαι σαλεμένος, αλλά που τέτοια τύχη. Τελευταία στρώση αναδρομής, οι τεχνίτες μου στην αναστήλωση και τα παιδιά στις ανασκαφές. Χαμένοι στο ροκάνι της ζωής, δίπλα σε πραγματικούς και φανταστικούς φίλους, όλοι αόρατοι.