α
Εύκολα καταλήγουμε στην παράδοση και στην αναζήτηση του προσώπου της κληρονομιάς μας, εμείς που έχουμε πάρει ρεπούδιο από την Ιστορία. Η σχιζοφρένεια είναι επίσημη. Από τη μία, τα μουσεία μας καλλιεργούν επάξια το πνεύμα των Αυσόνων και επιστημονικώς είμαστε μεγαλοπρεπείς. Από την άλλη, τα λαογραφικά μουσεία (αργεί η ανθρωπολογία) και οι συλλογές μας περιέχουν αντικείμενα που πλέχουν στον συναισθηματισμό. Το πνεύμα μας παραμένει βαθύτατα αναλυτικό.
β
Γενίκευση- ιδού μία θηριώδης επιδημία. Νομίζω πως αν δεν παραθέσουμε εξομολογητικά τις πηγές των απόψεών μας, ελάχιστα απέχουμε απ΄το να τις θεωρήσουμε αποφασιστικής σημασίας για το αντικείμενο που πραγματεύονται, ενώ καθόλου δεν είναι έτσι: δεν έχουμε τη δύναμη να αλλάξουμε το παραμικρό, κι αυτό ο αναγνώστης ας το ξέρει από την πρώτη γραμμή.
γ
Η σχέση μου με την παράδοση συνδέεται αλησμόνητα με τον Μοριά. Το 1962. Ακολουθούσα έφηβος μια ομάδα δασκάλων από τα Γιαννιτσά που έκανε, όπως κάθε χρόνο, το γύρο της Πελοποννήσου και άλλων, ακραιφνώς εθνικών περιοχών. Στην Επίδαυρο λοιπόν, ο επικεφαλής επιθεωρητής, αφού έσκισε κάμποσα χαρτιά για ν΄αποδείξει στους έκθαμβους υφισταμένους την έξοχη ακουστική του θεάτρου, κάλεσε την νεότερη και, κατά τις ενδείξεις,ομορφότερη δασκάλα να τραγουδήσει κάτι. Όντως εκείνη σταύρωσε τα χέρια και μας τραγούδησε το δημοτικό τραγούδι του Νικοτσάρα. Ίσως τώρα δεν αποτιμώ με ακρίβεια, αλλά τότε μου έκαμε φοβερήν εντύπωση το κλέφτικο μέλος μέσα στον αρχαιολογικό χώρο: στα χρόνια που ακολούθησαν διάβασα δεκάδες φορές τον Παπαρρηγόπουλο προκειμένου να συνδέσω (όλα εις μάτην) σε μια αδιάσπαστη συνέχεια τα δρώμενα της Επιδαύρου με τον γενναίο λησταντάρτη και πειρατή. Εδώ και λίγα χρόνια πάλι, έβλεπα τηλεόραση κάτι λαϊκές γιορτές ή κάτι τέτοιο που γινόταν σε μία ορεινή κώμη του Μοριά-δεν είμαι υποχρεωμένος να θυμάμαι σε ποια. Εκεί λοιπόν, ανάμεσα στα άλλα, βγήκε και ο Τσαρούχης, τμήμα τότε του εικονοστασίου μου και αναφώνησε «Πρωτόγονο θέαμα, πρωτόγονο», κάτι τέτοιο. Από τότε έπαψα να είμαι υστερικός με τη διάσωση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς. Δεν έχω τίποτα να μοιράσω με καμιάν αισθητική, αλλά είμαι αμείλικτος πολέμιος κάθε μορφής χαζομάρας.
δ
Μόλις πριν πενήντα χρόνια, η κατάσταση στο Χατού-Λαγκεντόκ, ήταν παραπάνω από τραγική. Αν και η χώρα δεν ήταν ιδιαίτερα μικρή (περίπου στο μέγεθος της Ατολ -συρ-Μπεβ ή της Ανδραμέριστας) δε μπορούσε ωστόσο να συγκριθεί με την απέραντη χώρα των Ζιτ-Πραντού. Από τότε που το Χατού- Λαγκεντόκ έγινε ανεξάρτητο κράτος, επιβίωνε με κόπο δίπλα στον γίγαντα γείτονά της που ήταν ο προαιώνιος εχθρός των κατοίκων της. Το Χατού-Λαγκεντόκ κατοικούσαν οι υπερήφανοι Χατούνες. Προαιώνιος λαός που οι ασταμάτητες επιδρομές από παλιά, των Μπλεν-α-Ζουρφίρ, των Μπό κ,της Λαπάρ-απόν-Γκου και των εντεύθεν του Λακιγιέρ λαών, δε στάθηκαν ικανές να αναχαιτίσουν έναν βαθύ πολιτισμό που περισσότερα έδωσε παρά πήρε. Για τους Χατούνες, οι κατακτητικοί πόλεμοι είχαν πάντοτε πολιτιστικόν χαρακτήρα, οι μαζικές εμφύλιες σφαγές μια ανθρωπιστική υφή και οι ρατσιστικές αντιλήψεις παιδαγωγική νομοτέλεια. Ικανότατοι ολγάκοι, οι Χατούνες επιβίωναν με κάθε συνθήκη και μόνο χάρη στις πρόσφατες έρευνες του ινστιτούτου Χλίβα ξέρουμε τον λόγο αυτής της τρομοκρατικής ανέλιξης που οι παλαιότεροι συνήθως απέδιδαν, σε ένα είδος θαύματος, του λεγόμενου Χατουνιανού. Αποδείχτηκε δηλαδή ότι οι Χατούνες διέθεταν πολύ ανεπτυγμένη σκωληκοειδή απόφυση που κάποτε ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. Έτσι μπορούσαν επί αιώνες να τρέφονται με τα σκουπίδια άλλων λαών χωρίς να δυσκολεύεται ο μεταβολισμός τους.
ε
Επειδή η μεν Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει, η δε επιστήμη δεν σταματά, είμαι πολύ διστακτικός προκειμένου να επιστρέψω στις ρίζες. Σε μια γενιά από τώρα θα αποτυπώνουν και θα δημοσιεύουν πολυκατοικίες, μπουτίκ, βενζινάδικα και μηχανές εργοστασίων.
στ
Οι Χατούνες βεβαίως αγνοούσαν το λόγο της επιβίωσής τους. Ήταν κατάπληκτοι από την αντοχή της ράτσας τους. Κι επειδή κανένας λαός δεν μπορεί να ζει για μεγάλο διάστημα υπό την επίδραση θαυμαστικών φαινομένων, άρχισαν να αποδίδουν την πρωτοφανή τους αντοχή όχι σε συγκυρίες και συμπτώσεις της μοίρας αλλά στην ευφυία με την οποία αντιμετώπισαν τρέχοντα περιστατικά της ιστορίας τους. Κι επειδή οι Χατούνες είναι λαός εριστικός που δύσκολα δίνει δίκιο σε άλλους, η αναζήτηση αυτής της ευφυίας στο παρελθόν τους, έγινε εθνικό σπορ.
Κι άλλες τέτοιες διεστραμμένες παραδοσιακές συγκινήσεις είναι γνωστές εκείνα τα χρόνια. Ξέρουμε ότι στην Παμπλόνα αμολούσαν ταύρους στο πλήθος μια φορά το χρόνο. Ξέρουμε ότι πενήντα εκατομμύρια άνθρωποι στο νησί Χερούβ-ντι-Μπολέν, έτρωγαν ή ήθελαν να τρώνε κάθε έβδομη ημέρα το φαγητό ροσμπίφ επί διακόσια χρόνια. Αλλά τίποτε δεν έφτασε απ΄όσο ξέρουμε,την μοναδικότητα τέτοιων εκδηλώσεων, που διαπράχτηκαν στο Χατού-Λαγκεντόκ.
ζ
Η παράδοση είναι το σώμα μας. Το είπε ο Δημήτρης Δημητριάδης και προς φρίκη των ομοϊδεατών μου συμφωνώ και συντάσσομαι μαζί του καθώς και με όσα ακόμη γράφει (για την παράδοση) στο κείμενό του «ο ζωτικός βιασμός» (Πολίτης, 43)
η
Ήδη οι πανάρχαιοι Χατούνες έτρεφαν μια πανάρχαια εκτίμηση στα Σουφαλδικά έπη, που τα θεωρούσαν βάση της παιδείας τους. Αιώνες ολόκληρους παίνευαν τις νίκες τους στους Μποκικούς πολέμους. Οι μεσαιωνικοί πάλι Χατούνες, οι Χατού, διατήρησαν με εξαιρετικό τρόπο στην παιδεία τους, τα επιτεύγματα των Μπεκ, του Ομφάλ- ντε Σαντέν, της Βούρδας και των Τρακταϊστών, ξεχνώντας κάποτε την δική τους ταυτότητα. Αργότερα ακόμη, στην Ζιτπραντουκρατια, η εξάρτηση από τα παλιά εκπαιδευτικά συστήματα, ήταν αξιομηνμόνευτη. Στην αρχή της ατομικής περιόδου, σοφοί Χατούνες ανακάλυπταν την ζωγραφική Χατού, τα τραγούδια της αντίστασης στην Ζιτ-Πραντού. Ανάμεσά τους θα ξέρετε τον Ντερβάλ, τον Κόντογλου, τον Τζόκ και τον Ερτάν- Κιμπόκ. Ως τότε η λατρεία σε παλιότερες μορφές κουλτούρας δεν εμπόδιζε τους Χατούνες να καλλιεργούν και κάποια σύγχρονη. Από την εποχή όμως του Τζoκ, οι Χατούνες ανέπτυξαν μια πολιτιστική δράση που κατά βάθος μισούσαν ολόψυχα. Ο ποιητής ονόμασε την περίοδο Χατουνιανή αφασία. Ήταν η παρακμή της ανάπτυξης.
θ
Από τη μιά πλευρά επιπονεί την παράδοση ο λαϊκισμός και από την άλλη ο ελιτισμός.
Οι λαϊκιστές τείνουν να θεωρήσουν ανώνυμα τα πάντα, προκειμένου να εφοδιάσουν τον λαό με τα επώνυμα προϊόντα τους. Ζούνε σε άκρως ηθικές συνθήκες. Οι ελιτιστές ασχολούνται μόνον με επώνυμα δημιουργήματα, προκειμένου να ξεπεραστεί η προσωπική τους ανωνυμία. Ζούνε έκλυτο βίο.
ι
Ποτέ λαός δεν δίψασε τόσο πολύ να αναπτυχτεί όσο οι Χατούνες της περιόδου εκείνης. Ποτέ επίσης λαός δεν χρησιμοποίησε τόσο ηλίθια μέσα γιά να αναπτυχτεί.
Ένα διάστημα ήταν ορκισμένοι μονεταριστές. Ξέρετε τι είναι μονεταριστές. Σήμερα υπάρχουν μερικοί στα βουνά Νταλαμπώ, και κρατούν ακόμη το έθιμο κάθε πρωτοχρονιά να παίζουν με μεγάλους σωρούς από μικρά μεταλλικά αντικείμενα, τα μονέ, που υπομονετικά μαζεύουν κάθε χρόνο.
ια
Θα΄λεγα να αφήσουμε την θρηνωδία του παρελθόντος με την καλύτερη ποιότητα ζωής, τις αυλές με τις γαζίες, τα ακροκέραμα, το αλλιώτικο ήθος των ανθρώπων και τα ρέστα, στον έλεγχο της επιστημονικής κριτκής.
Χρειαζόμαστε επειγόντως την ιστορική μας μνήμη. Μία εύπλαστη γλώσσα. Και να αναλάβουμε τις ιστορικές μας ευθύνες. Αλλιώς…
ιβ
…όλα αυτά θα ήταν απολύτως πληκτικά κι έξω από το θέμα μας, αν δεν συνέβαινε η Μπρουστεριανή μεταβολή, που επέδρασε σ΄όλους τους λαούς που ζούσαν στη Σκαρδαμουσία Ήπειρο ευεργετικά, αλλά οι επιπτώσεις της ήταν δραματικές στις μικρές χώρες της περιφέρειας, που αναγκαστήκαμε να τις εγκιβωτίσουμε στα Μπρουστεριανά στρατόπεδα.
Χάιλ Μπρούστερ.
Αύγουστος-Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1981.