Παπαριές είναι οι μπουρδολογίες. Παπάρα (η) είναι φαγητό. Είτε ψωμί βουτηγμένο στο γάλα είτε ψίχα βουτηγμένη σε λάδι, καλύτερα στη ντοματοσαλάτα. Υπάρχει και σε άλλες γλώσσες, ισπανικά και διαβαλκανικά. Παπάρα στα τούρκικα είναι εύγευστο έδεσμα με βοδινό, γιαούρτι σπασμένη τομάτα και μυριστικά. Το Νεροβούκι είναι η ταπεινοτέρα μορφή παπάρας, παραδιδόμενη πάντως ως τοπωνύμιον κάτω της Γαλατίστης από το 1321. «Γαύριανη και Τουρκοχώριον , μετά του Νεροβουκίου»
Ο κυρ Σταύρος, πατέρας του Μπίλη εξ Αδραμυτίου, διέβρεχε ελαφρά την ντοματοσαλάτα με ύδωρ βρύσης, επισπεύδοντας την ηδονή. Ήτο οικογενειακό μυστικό, που μου το μετέφερε.
Η λέξις αδικεί την εξαίσια γεύση της παπάρας, το καθησυχαστικό της ήθος. Συχνά, στο υπόλοιπο του τουζλαμά, στα πατσατζίδικα, οι γερομπισμπίκιδες χωρίς μασέλα άπλωναν ψίχα ψωμιού και απολάμβαναν άχρι σταγόνας την σούπα, προσθέτοντας σκορδοστούμπι όσο να καούν.
Η δική μου παπάρα ήτο αμετροεπής συνδυασμός λευκών τυροκομικών, γάλακτος, αϊρανίου, κεφίρ και θρυμμάτων τελεμέ από βαρέλι, με κόρα πσωμιού άχρι να διαλυθεί.
Παπάρας είναι δίσημο όπως τα μαλάκας, πούστηρας και τα ανάλογα αυτών. Το «Είσαι παπάρας» είναι υβριστικό, το «μα τι παπάρας που είμαι» ως αυτοαναφορικό, τραβάει ως αλεξικέραυνο το καθησυχαστικό «ε, όχι και παπάρας δικέ μου!»
Καμία σχέση με το Πάπαρος που σημαίνει εύογκον ρασοφόρον, επιβλητικόν, με ωραία βαθιά φωνή, ή όπως θέλει ο Ροϊδης, στο «Αιτναίαι αναμνήσεις» καλόγερον διπλασίου όγκου από τους Σικελούς χωρίτας. Παραδίδεται και αντί Πάπαρου, άπαξ μνημονευθέν το «ήρθαν οι ΖΖtop» σε συλλαλλητήριο για την Μακεδονία.
Παπάρας είναι παρατσούκλι οξύτατου ηλικιώτη, παλαιού συμμαθητή, πάντα γοητευτικού και ανδροδιώκτη, που το φέρει υπερηφάνως, αν και εώ τον λέω Μουχάλ, εκ του Μιχάλη, διότι ανδροδιώκτης, κατά το έθος των μπαγιάτηδων, υπάρχει μόνον ένας, ανά αγέλη.
Το «ο λέγων Παπαριές» δεν είναι παντάπασι υβριστικό για αρκετούς, παραπέμπον σε οξυνούστατον συνομιλητή που εξακοντίζει, όταν βαριέται ή ασχάλλει βαρυτάτας σαχλαμπίχλας σε διψώσες την ρητορικήν του παρέες χαροκόπων.