Ο Νάρκισσος καθρεφτίζεται στο νερό της πηγής. Εικονογράφηση της "Μυθιστορίας του Ρόδου" σε χειρόγραφο του 14ου αιώνα.
Πανδημικοί Μονόλογοι
23-04-2020

1.Στο έλεος της Βιβλιοθήκης

«… μα το νεκρό του σώμα πουθενά. Ένα λουλούδι βρήκαν, όχι σώμα, που είχε γύρω ανθόφυλλα λευκά και κίτρινο το μεσιανό του χρώμα» ΟΒΙΔΙΟΥ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΝ ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ 509-510. Μτφρ ΘΟΔΩΡΟΣ ΠΑΠΑΓΓΕΛΗΣ

 

«…τρεις μήνες χαμένος στη μεταμόρφωση (ή μήπως στη μεταφόρτωση), σε αλυσίδα αλλεπάλληλων μεταφράσεων, σε αναζήτηση ίχνους υλικού ή μυθικού εαυτού πάνω σ’ ένα πόμολο ξεχαρβαλωμένης πόρτας άθλιας πολυκατοικίας του 1970. Στη ρυπαρή, βακτηριοβριθή, πραγματική εστία υπερμετάδοσης δευτεροκλασάτων μικροβιακών λοιμώξεων. Γραφική, αναρχική, βιβλιοφιλική και δε συμμαζεύεται την ανεβοκατεβάζουν και δεν καταλαβαίνω γιατί. Στην οδό Μπενάκη των αθηναϊκών Εξαρχείων. Πέρασαν πληκτικά και καθόλου εποικοδομητικά. Το αγνοούν τα δίποδα όρθια θηλαστικά πρωτεύοντα του γένους Homo των Ανθρωποειδών αλλά έχω αδυναμία σε μια ιδιαιτέρως εκφραστική πρωτεΐνη. Απουσίαζε από τα—αραιά—βρομόχερα που χούφτωναν το πόμολο και μου προκαλούσαν ναυτία. Τα δυο γειτονικά διαμερίσματα παρέμεναν ξενοίκιαστα. Οι υπόλοιποι όροφοι, σχεδόν ακατοίκητοι, στέγαζαν ευάριθμες δικηγορικές μικροεταιρείες. Φυτοζωούσαν από την Εποχή της Κρίσης με τραπεζικές μικροεργασίες και μικροκατασχέσεις. Κάποτε άνοιγε τρίζοντας η πόρτα του ασυντήρητου ασανσέρ. Μέσα σε κατάλευκα σύννεφα ολόμαλλων σκόρων που σηκώνονταν απ’ το παμπάλαιο χαλάκι που κανείς δεν αέρισε ποτέ. Σε βιαστικές καταιγίδες από κατσαρίδες που έτρεχαν να κρυφτούν. Σκιές ποντικών που επέστρεφαν στην κρυψώνα τους. Προχειροστημένα δίχτυα αράχνης που δοκιμάζονταν οι αντοχές τους. Εμφανίζονταν στο κατώφλι σαν τυλιγμένοι στο υπερφυσικό μετέωρο του νομικού όρους Θαβώρ σκοτολαμπείς να εκτεθούν στην αθέατη πυκνοκατοικημένη ιόσφαιρα, τη Βασίλισσα των Ωρών και Βασιλίδα των Ημερών, άσημοι άοσμοι και άνοστοι χαρακτήρες της δράσης που τους έλεγαν «δικαστικούς κλητήρες». Επιστήμονες του αόρατου όπως οι έμπειροι βρετανοί μπάτλερ, ώστε να εξασφαλίζουν ατρωσία παραλαμβάνοντας ή παραδίνοντας εξώδικα. Προς το τέλος της πρώτης λεπτής μεταιχμιακής περιόδου τής μετά την Κρίση Κορονοκαίνου—μιας περιόδου εσκεμμένης οικονομίας αντιγραφικών δυνάμεων εν όψει σαρωτικού μεταφραστικού αιφνιδιασμού — στη ναυτία της επαφής των ιδρωμένων βρόμικων χεριών προστέθηκε η μπόχα υπολειμμάτων υποχλωριώδους νάτριου ανάκατου με ανάμνηση νοθευμένης αιθυλικής αλκοόλης. Τα πρωτεύοντα κάτι είχαν μυριστεί και άρχισαν να αμύνονται με πρωτόγονα αποτροπαϊκά μέσα. Θέλω να ξέρω τι θα κάνουν όταν περάσω από το δίκαιο των πραγμάτων στην ύστερη παντελώς άυλη φάση, την ασύλληπτη και για τα πιο δαιμόνια, τα πιο υπερφυή ανθρώπινα μυαλά, τα μυαλά με ανυπολόγιστη εκθετική δύναμη φαντασίας. Γιατί, όπως ακριβώς η γλώσσα μου, η γλώσσα που χρησιμοποιώ, ρευστή άφωνη σωματική γλώσσα, σαν άσχημο ακόμα γενετικό υλικό σε αναζήτηση μορφικής συμμετρίας, μια υποτιμημένη μετοχή ενεστώτος χρόνου, αυτό είμαι κι εγώ, και ξεπερνώ τη φαντασία. Δεν είμαι ακοινώνητος, δεν είμαι αυτάρκης, κι όμως είμαι και θηρίο και θεός. Σιάχνω τις ακίδες μου, κορδώνομαι μπας και ξεστρογγυλέψω, κοιτάζομαι στον αχνό ψεύτη καθρέφτη του μικροσκόπιου, κι αν ζηλεύω κάτι στο κυρίαρχο είδος της Ανθρωπόκαινου που παραμένει κατά τα άλλα εκνευριστικά ελαττωματικό, είναι πρώτ’ απ’ όλα η κατατομή, το προφίλ. Δεν τα διαθέτω. Μετά έρχεται κάτι άλλο με το οποίο και σκοπεύω να περάσω τη συμβατική χρονοδιάρκεια της παρούσας μεταφραστικής φάσης. Αλλά ας γυρίσω λίγο πίσω, στη στιγμή που μια λιγότερο ιδρωμένη παλάμη μού προκάλεσε αυτό που υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσε να ονομαστεί από τους εδώ «έρωτας». Εγώ το αντιγράφω σαν επιφανειοδραστική συνδρομή. Κόλλησα πάνω της και δεν ήθελα να ξεκολλήσω. Γλίστρησα στον ηδονικό λόγγο όπου μια πυκνή θερμή σάρκα συναντούσε την απέραντη λεία επιφάνεια ενός βορεινού παγοδρόμιου κάτω από έναν εκθαμβωτικό ουρανό που ασπρογάλιαζε σαν παλιό κρύσταλλο Σβαρόφσκι,— τα ψεύτικα νύχια της. Ήταν καθαρίστρια που ήρθε να πληρώσει την καθυστερημένη δόση του στεγαστικού δανείου της στο δικηγόρο. Την πλήρωσε πλουσιοπάροχα, και όταν όλα τελείωσαν, συμμερίστηκα πρόθυμα μαζί της τη διλημματική συνείδηση της αμαρτίας που έγερνε προς ένα είδος ψυχικής μα και σωματικής ανακούφισης. Όσο κράτησε το ταξίδι μας με το λεωφορείο 608, Γαλάτσι-Νεκροταφείο Ζωγράφου. Σύντομο ταξίδι—ερημιά παντού, εγώ είμαι το κλειδί τούτης της εγκαταλειμμένης Αραβίας—. Επιβιβαστήκαμε στην Πλατεία Κάνιγγος και κατεβήκαμε στο Παλιό Τέρμα, στο πυκνοκατοικημένο Νεκροταφείο, στα πρόβουνα του Υμηττού. Γειτνιάζει βολικά με το Πολυτεχνείο, μια διαφορετική εστία, και τη Φιλοσοφική του ΕΚΠΑ, όπου και η μόλις ανακαινισμένη επιβλητική Βιβλιοθήκη που θα καθάριζε ο/η φορέας μου. (Ως στρατηγική επιβίωσης η επινόηση βιολογικού και κοινωνικού φύλου θα ταίριαζε στη φαντασία μύγας· ως στρατηγική παρηγορικής φροντίδας ομολογουμένως, όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω, κάτι έχει αναλόγως και μεταφορικώς αποδώσει στον κατά βάσιν μυθιστορηματικό κόσμο τους.) Ίλιγγος εντάφιων αρωμάτων, ανθισμένα εσπεριδοειδή, και πιο κάτω, στο ύψος της ραδινής καμπύλης των γοφών της που άγγιζα σε κάθε λίκνισμα, κάθε τόσο, χωρίς να απομακρύνομαι από το λόγγο μου, αραιές αισχυντηλές παπαρούνες με ένα μόλις και μετά βίας κόκκινο, σα να ξάφριζες κόκκινο χρυσάφι που έλεγε και ο … σαν αιφνίδια έξαψη πετάλων άνηβου αγριοτριαντάφυλλου. Σιωπή παντού. Ούτε ψυχή ζώσα. Νεκρό λόγω προστατευτικών μέτρων εγκλεισμού των ανθρωποειδών, ευθέως στρεφομένων εναντίον μου (χα χα), το κτίριο της Βιβλιοθήκης είχε παραδοθεί στη βουβή φλυαρία χιλιάδων τόμων— ένα ατελείωτο πυκνό μαγεμένο δάσος εικόνων που ήπιαν το αμίλητο νερό. Και στον αντίλαλο των άδειων από ανθρώπους χώρων που χάριζε και τον παραμικρό ψίθυρο στην αόρατη ερωτευμένη νύμφη των στερνών λόγων είχε παραδοθεί. Που «Ηχώ τη λέγαν, κι όλο αντιλαλούσε … αν της μιλούσες πάντα αποκρινόταν, μα πρώτη δε σου έκρενε ποτέ». Σαν τη δικιά μου. Την παράτησα στους κουβάδες και τα γάντια. Την παρέδωσα στο άζαξ, τις δερματίτιδες, και την υστερική της αντισηψία που την έκανε σχεδόν επικίνδυνη όχι μόνο για την ίδια αλλά και για μένα. Παραπάτησα γλιστρώντας στη επιφάνεια ενός πάγκου του αναγνωστήριου. Αφάνταστα με διήγειρε η επαφή με το άγνωστο υλικό. Χαρτί, χαρτί, και πάλι χαρτί. Παντού χαρτί. Κατρακυλάω σ’ έναν απέραντο κάτασπρο ατσαλάκωτο ωκεανό. Χάσκουν κάθε τόσο βάθιστα βάραθρα. Αποκαλύπτουν εγκάθειρκτη στο χάρτινο βένθος μια ατλαντική κοσμογονία εικόνων. Υποκύπτω σε τρομακτική μεταμορφωτική ορμή που με συγκλονίζει ολόκληρο. Τα σύνορα ανάμεσα στο ακούσιο και το εκούσιο σβήνουν, χάνονται, χάνομαι κι εγώ. Δεν ξέρω πια από τι κινδυνεύω. Η πεταλούδα μεταμορφώνεται σε ολοπράσινο φύλλο για να γλιτώσει το θάνατο. Η ολόξανθη ακρίδα σε κατάξερο. Βρίσκομαι πάνω στις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου και, θεέ του Ιού, του Ενός και του μοναδικού, του Αείδιου, εξανθρωπισμένος εντελώς, μεταλλαγμένος εντελώς, διαβάζω, ΝΑΙ, ΔΙΑΒΑΖΩ, τη μετάφραση τού Παπαγγελή, και την απαγγέλλω φωναχτά. Έρχεται η Ηχώ, θέλει να με αγκαλιάσει, την αποδιώχνω, είμαι ο Νάρκισσος και καθρεφτίζομαι σε «μια αθόλωτη πηγή, με νάματα από κρύσταλλο κι ασήμι, που μήτε του κοπαδιού τα ζωντανά, μήτε βοσκός μήτε βουνίσια αίγα της έχουνε μολέψει τα νερά». Είμαι ο ερωτευμένος Νάρκισσος».