Προειδοποίηση: Το πρόσωπο που μονολογεί είναι εαυτός υπό κατασκευήν. Υπήρξε ιός και ακούσαμε ήδη έναν μονόλογο αριθμημένο ως Πρώτο, όπου το μόνο σίγουρο είναι πως αυτό το σχεδόν-πλάσμα μασκοφορεμένης ταυτότητας υπό συνεχή μεταμόρφωση ερωτεύτηκε μια καθαρίστρια της Βιβλιοθήκης του ΕΚΠΑ στο Παλιό Τέρμα Ζωγράφου. Κόλλησε σε μια πύλη του σώματός της και την ακολούθησε μέχρις εκεί. Ερωτεύτηκε και την κλειστή μισοσκότεινη Βιβλιοθήκη και ο έρωτας της Βιβλιοθήκης το/τον/την μεταμόρφωσε σε άνθρωπο από πνεύμα αντιλογίας για τον Οβίδιο και τις Μεταμορφώσεις του πάνω σε έκδοση των οποίων (νεοελληνική μετάφραση επιλογής είκοσι ιστοριών από τον Θόδωρο Παπαγγελή) κατρακυλώντας τυχαία κατά τις ακούσιες μετατοπίσεις του, ακούμπησε. Στον Οβίδιο, όπως είναι γνωστό, μεταμορφώνονται συνήθως οι άνθρωποι σε άλλες μορφές του φυτικού και του ζωικού βασίλειου ή και σε άβια ύλη. Και πάντως σε μορφές που αν διαθέτουν κάλλος ενισχυμένο από μυθολογική σαγήνη, δεν διαθέτουν ιδιαίτερη πνευματική πρωτοβουλία. Ο Δεύτερος μονόλογος καταγράφεται καθώς προοδεύει ο εκπολιτισμός του υβριδικού ακόμα όντος που προέκυψε από εξανθρωπισμό του ιού. Με πρώτα θύματα την καθαρίστρια, τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και τη μουσική.
2. Η ακαταμάχητη λογοτεχνική οικονομία
« … μαμή των ονείρων … τότε γιατί όχι “Βασίλισσα Μαμ” κι όχι “Μαμπ”, “κυρά Μάβα”· “Μάβω” με τ’ όνομα — ύπαρξη πιο λεπταίσθητη κι από κλωνά αράχνης που προσπαθεί να τρυπογαζώσει το άπιαστο πλην στα σίγουρα υγρό φεγγαρόφωτο όπως λούζει τις νυχτωμένες σχιστόπλακες πρωτοκαλόκαιρο σε λησμονημένη αυλή δίπλα σε θρασεμένα φλύαρων αρωμάτων παρτέρια με μαγιάτικες αγριοτριανταφυλλιές; Θέλω να μείνω εδώ, ολομόναχος ανθρωποειδής σε τούτη την κλειστή Βιβλιοθήκη, ξάπλα σε κατάσταση αβάσταχτης λογοτεχνικής επιθυμίας πάνω σε χιλιάδες βιβλία που έχω απλώσει ανοιγμένα στους έρημους πάγκους ακατοίκητων αναγνωστηρίων μετά τον πανικό που σκόρπισα στην προηγούμενη ζωή μου. Φτιάχνω το εκλεκτικό παρελθόν μου από εκλεκτά παρελθόντα πεταμένα στα αζήτητα άλλων που αδιαφορούν για τις απολαβές ακόμα και του πιο μπόσικου, του πιο άτεχνου φιξιονίζειν· που ομολογουμένως θα έπρεπε προ πολλού, αν υπήρχε και η ελάχιστη εντιμότητα στους τωόντι φιξιονιστές, να έχει αντικαταστήσει στην κοινή το βαρύγδουπο “μυθιστοριογραφείν τες μυθιστορίες” και άλλα ποιητώδη κουραφέξαλα. Αλλά τί να περιμένεις από το λογοτεχνικό πλήρωμα μιας χώρας όπου ο κυβερνητικός εκπρόσωπος «ξεδιπλώνει» καθημερινά (μόλις πριν από λίγα λεπτά προσχώρησε στο «ξεδίπλωμα» και η υπουργός Παιδείας) όλο και νέα μέτρα σκοροφαγωμένου γλωσσικού υφάσματος; καταταλαιπωρημένου από υβριδικές κοπτοραπτούδες όλου του παλαιοκομματικού φάσματος; Μια χώρα όπου τα κομματικά δελτία του άυλου ή χεροπιαστού Τύπου προτείνουν ατιμωρητί σαν ιδανική αποστείρωση για το κινητό τηλέφωνο σκούπισμα με πανάκι εμποτισμένο με αποσταγμένο νερό; Αναβιώνει εκείνη η θαμμένη σε όγκους ανεξόρυκτου λαϊκισμού ιστορία καματερών φυλλάδων που ακολουθούσαν υποτακτικά το ζευγολάτη προς την ιαματική παντός καρκίνου πηγή του Καματερού: “Την 6ην Νοεμβρίου 1972, ομάς Ελλήνων Επιστημόνων ήχθη εις γνώσιν περί της απολύτου θεραπευτικής ικανότητος του παρουσιαζόμενου ύδατος επί της νόσου του καρκίνου. Διά τας ανάγκας της σημερινής επαφής ονομάζομεν τούτο Ήλιον και λέγομεν ότι είναι ύδωρ μεταλλικόν ραδιενεργόν με την ιδιομορφίαν της απεριοδικής ακτινοβολίας “β”. Έναντι οιασδήποτε εναντιώσεως έχομεν ήδη υπέρ ημών τον Ύψιστον. ‘Ηλιον (μόριο ύδατος) + ταχύτης + χρόνος = πρωτογενώς προκύπτουν τα πάντα”.
Κάθε αποστείρωση, εννοείται, στρέφεται εναντίον του προηγούμενου Εαυτού μου. Και να ξεκαθαρίσω: αυτός ο προηγούμενος Εαυτός όπως και ο Τρέχων οφείλουν να αναγνωριστούν «κατά πλάσμα δικαίου», μ’ άλλα λόγια πρόκειται για παρηγορικά καταπλάσματα απουσίας μυθικού Εγώ. Μήπως πρέπει να βαφτιστώ Μερκούτιος; Τούτο το σανσόν ντε τουάλ δεν ξεκίνησε από τον ονειρώδη συνδυασμό του μεταιχμιακού μισοσκόταδου μιας βιβλιοθήκης όπου καθαρίστριες παρασύρονται σε μικρά μα αλησμόνητα μονοδράματα ανάγνωσης—διακόπτω, επιβάλλεται να την απαθανατίσω:
Την ξαναβλέπω. Αλλαγμένη, μπαφιασμένη. Να παρατάει τον κουβά και να βγάζει τα σύνεργα αυτοσχέδιου κομμωτήριου. Πινέλα, μπολάκια, δυσεύρετα γάντια μιας χρήσης, δυσεύρετο οξυζενέ, πλαστικά ρολά, τσιμπιδάκια, λαστιχάκια, χτένα, βούρτσα, καθρέφτη με ποδαράκια, γυαλιστερά φακελάκια βαφής μαλλιών με φαντεζί εικονογράφηση. Να τ’ ακουμπάει πάνω στους τόμους της Πατρολογίας. Είχα κατεβάσει κάμποσους ψάχνοντας τις μόλις και μετά βίας συγκαλυπτόμενες, πανθεϊστικές Εκφράσεις στους Λόγους του Ναζιανζηνού. Σαν εαρινοί αγροί στο έλεος εκρηκτικής βλάστησης, με ένα λεπτότατο στρώμα άγουρης ευσεβικής πάχνης, αδιάψευστες μαρτυρίες αθεράπευτης γραμματειακής ειδωλολατρίας. Και να βάφεται με ανταύγειες ενώ βαφόταν χρυσαφιά από βολίδες βασιλεύοντος ήλιου που διαπερνούσαν το δικτυωτό του κλιματισμού ψηλά τοξεύοντας καίρια την καρδιά του θηρίου του εσωτερικού σκότους. Μετά, με τα ρολά σενιαρισμένα και διανθισμένα με παλιακά μεταλλικά μπικουτί, όσο περίμενε αργή να θαυματουργήσει η χρυσομπογιά, να κάθεται με τα πόδια αναπαυτικά ακουμπισμένα ψηλά στο τραπέζι του αναγνωστήριου και να ξεφυλλίζει υπομονετικά τον τόμο που βρήκε πρόχειρο δίπλα της επειδή εγώ τον είχα κι αυτόν από τα ράφια κατεβάσει. Τον τόμο με τα ποιήματα του Γάτουλλου. Ας αποδοθεί επιτέλους με ένα ασήμαντο συμφωνικό πάθημα η ονοματική δικαιοσύνη στην άφταστη αιλουρίδα της λατινικής ποιητοσύνης· τον μεταξωτό αυτάρεσκο αγριόγατο με τον αδηφάγο αισθησιασμό για πρωτεϊνούχο σάρκα κάθε υπαρκτού και φανταστικού φύλου.
— [Τούτο το σανσόν ντε τουάλ δεν ξεκίνησε από τον ονειρώδη συνδυασμό του μεταιχμιακού μισοσκόταδου μιας βιβλιοθήκης όπου καθαρίστριες παρασύρονται σε μικρά μα αλησμόνητα μονοδράματα ανάγνωσης—και συνεχίζω ] —το συνδυασμό τους με τη διεμφυλική, και δανείζομαι τη δυσφορία φύλου απ’ το σύγχρονο αχάριστο τεχνοκρατικό λεξιλόγιο των ανθρώπινων συγκινήσεων, κυριολεκτικώς αερική παρουσία της μαμής των νεράιδων και των ονείρων, της βασίλισσας Μαμπ; Αυτήν που μαγνητίζοντας με τον πανίσχυρο μαγνήτη της δραματικής φαντασίας του συνέλαβε, καλίγωσε ποιητικά και περιγράφει ο αδικοχαμένος Μερκούτιος στο μνημειώδη μονόλογο της Τέταρτης Σκηνής της Πρώτης Πράξης της σεξπιρικής τραγωδίας; Που για μένα δεν είναι ο από παρεξήγηση θάνατος των τραγικών εραστών αλλά ο κατά πρόληψιν έγκαιρος φόνος του Μερκούτιου από τον άκαρδο μπαμπά Σέξπιρ ώστε να μην αμφισβητηθεί το πρωταγωνιστιλίκι του χαζοΡωμαίου. Συν τη σύγκλιση υγειονομικού πανικού που προκάλεσα ο προηγουμένως-μου· συν τη μεταφυσική όρεξη που μου γέννησε ο εξανθρωπισμός μου· συν τη σύγκλισή τους με το επιστημονικό γλωσσοπλαστικό ήθος, κυριότατα το άπατο χάος της γλώσσας· συν τη διόγκωση φημολογίας για το ανθρώπινο μονοκλωνικό αντίσωμα Σαριλουμάμπη ως αποκλειστικού φονέα του Κόβιδου Δεκατουένατου· συν το στερεοτυπικό επίθυμα mAB ή -ουμάμπη στην κατάληξη των ανθρώπινων μονοκλωνικών αντισωμάτων· συν την ανθοσύνη της Ώρας που ταίριαξε με τη δαψίλεια της φαντασίας της δωρητικής καινής μορφής μου μια απριλιάτικη Καινή Κυριακή του Θωμά και του Κουασιμόδου. Όταν κι εγώ ως βρέφος αρτιγέννητο επιπόθησα το άδολο γλωσσικό γάλα ίνα εναυτώ αυξηθώ εις σωτηρίαν και εμπνεύσεως ευωχίαν.
Βλέπω τώρα πως παράτησε τον Γάτουλλο και το ‘ριξε στο χάζεμα στην οθόνη παρατυχόντος λάπτοπ. Την ακούω καθώς πληκτρολογεί αφηρημένα να καταριέται το γιουτιούμπ. Τώρα βάφει τα νύχια της και ανάμεσα στις χαριτωμένες βρισιές της και, με την ένταση στο τέρμα, ανάμεσα σε αιφνίδιες εκρήξεις διαφημιστικών σποτ για μάσκες, διαγγέλματα, αντισηπτικά, απαγορευτικά της ελευθεροκοινωνίας μέτρα και ευχές για Καλό Πράτιγο, ξεσπάει συντρίβοντας βουνά από ξεχασμένα γυαλικά στα σκονισμένα ράφια της άμουσης σιωπής η Συμφωνία από την Καντάτα με αριθμό καταλόγου έργων Γ.Σ. Μπαχ BWV 42, “Ούσης ουν οψίας τη ημέρα εκείνη τη μιά των σαββάτων”, “Am Abend aber desselbigen Sabbats”, zu Quasimodogeniti, για την Κυριακή του Ως -αρτιγέννητα-βρέφη. Χοροπηδούν τ’ αρνάκια τα γαλαθηνά στα καταπράσινα λιβάδια, σκιρτούν τα απαλά μέλη των νεογέννητων βρεφών αποζητώντας σε χαρούμενο χορό το μητρικό γάλα, φτερουγίζουν πολυάσχολες οι πεταλούδες των ψυχών· περί αυτού πρόκειται στην εισαγωγή ενός μουσικού έργου που ο ποιητής συνθέτης του πιάστηκε απ΄ τη λαμπρή εικόνα της Πρώτης Επιστολής του Απόστολου Πέτρου για να καταφωνήσει τον κόσμο με χαρά, ελπίδα και νέα πίστη στη ζωή. Η σωτηρία είναι επί θύραις.»