Μερικές φορές που το Πάσχα έπεφτε αργά, η τσακαλοπαρέα της γειτονιάς από το Ρολόι και τον Αη Γιώργη έως το εκκοκιστήριο Εφαρμοστίδη, τουτέστιν το μαυσωλείο του Γαζή Εβρενός και το λουτρό απέναντι, στου Καϊάφα το γκρέμι,μεταξύ 1954 και 1958, κάναμε την εκδρομή στη Μπάλιτζα. Ήταν το ρέμμα πριν το χωριό Μελίσσι. Στο μοναδικό του γεφύρι, κόλλησαν οι ελληνικές μεραρχίες στη μάχη των Γιαννιτσών, καθώς το τουρκικό πυροβολικό είναι προσημάνει όλες τις κρίσιμες θέσεις.
Εγώ ήμουν μεταξύ έξι και δέκα ετών. Έπαιρναν μέρος συμμαθητές του Τρίτου, ο Τάκης Κιρκινέζης, ο Τάκης Τσολακίδης, ο Βαγγέλης με το σημάδι από πέταλο αλόγου στο μάγουλο και ο Λευτέρης από απέναντι, συνολικά καμια δεκαριά. Είχε και μεγαλύτερους, τσιγαροπνίχτες και ικανούς χειριστές της σαΐτας με μαύρο λάστιχο και πετσάκι. Η εκδρομή ήταν τελείως πειρατική-λέγαμε τα σπίτια μας πως πηγαίνουμε για μπάλα στην αλάνα του Αη Γιώργη. Άρα, προσφάι δεν είχε. Βολευόμασταν βάζοντας στην τσέπα ψωμάκια μολόχας και μακαρονάκια από τσουκνίδες.
Είχε τρεις φάσεις στη διαδρομή.
Πρώτα περπατούσαμε ώσπου να μας βγει η γλώσσα και στα μισά του δρόμου ήταν ένα καλαμποκοχώραφο. Με πράσινα φύλλα, χωρίς κότσαλα. Και η διπλανή άσφαλτος είχε πάντα πεταμένα χαρτιά, ως και εφημερίδες. Κιτρινισμένες. Δυο-τρία τέκνα καπνοπαραγωγών, είχαν βουτήξει γονικό καπνό, αλλά χωρίς ροζ ή γαλάζια τσιγαρόχαρτα που έδινε το κράτος. Φτιάχναμε συνεργατικά μια τσουγάρα περίτεχνη από νοτισμένο χαρτί και καλαμποκόφυλλο πράσινο, φτιάχναμε μια υπεργόπα μεγάλη σαν μήκος πληκτρολογίου, οι μικροί τραβούσαμε μια τζούρα, οι μεγαλύτεροι δύο ή τρεις. Πονούσαν τα λαιμά- ήταν καφτερή η ρουφηξιά. Και μετά, ένας ένας ξαπλώναμε ζαλισμένοι και πονεμένοι, ασφυκτιούντες πλην ευτυχείς.
Στη δεύτερη φάση, φτάναμε κάθιδροι, λαχανιασμένοι, στη Μπάλιτζα. Την άνοιξη είχε νερό. Πήχτρα στο σκουπίδι και λάσπες ολόγυρα. Και μια λούμπα, ίσαμε ένα μέτρο βάθος. Πλενόμασταν μέσα στον βόρβορο και δυο-τρεις βουτούσανε στη λούμπα.
Η Τρίτη και φαρμακερή ήταν όταν επιστρέφοντας, μας έκοβε υπεροπτική παιδική λόρδα. Τότε ο κατά περίπτωση έμπειρος έβγαζε την δίχαλη σαΐτα από την κωλότσεπη και μας έδινε σπίρτα για να ετοιμάσουμε φωτιά. Ο στόχος ήταν ένα μεγάλο δέντρο από την κάτω πλευρά του δρόμου, πριν μπούμε στην παλιά Αγορά και στο κτηνιατρείο που ήταν γεμάτο σπουργίτια. Σημάδευε ως δεξιοτέχνης και εμείς τα προσκομίζαμε. Καμιά φορά μας έδινε να σημαδέψουμε. Σχεδόν πάντα ανεπιτυχώς. Τα περνούσε σε βέργα και χωρίς να τα ξεπουπουλίσει, τα καψάλιζε και τα έψηνε, χωρίς να τα ξαντερώσει. Μετά μας έδινε από ένα, τρώγοντας τα υπόλοιπα. Βγάζαμε τα καρβουνιασμένα πτεράκια μαζί με το λιανό δερματάκι και τραβούσαμε μια δυο δάγκες στο στήθος του σπούργου, συνήθως άψητο του κερατά.
Επιστρέφοντας στη νομιμότητα, αφήνοντας τον καθένα στην αυλόθυρά του, αν είχαμε αργήσει, η αυλόθυρα ήταν πιασμένη από μια μάνα που περίμενε. Έδερνε γρήγορα το κάθε τέκνο χωρίς σχόλια και χωρίς μαλώματα. Δικαιοσύνη.
Και το βράδι, όλοι εμείς κι ακόμη περισσότεροι, γυρνούσαμε στον αυλόγυρο του Αη Γιώργη, ντυμένοι ροζ κατσαριδάκια, ευπρεπείς, υποκριτές και χθαμαλά βλέποντες, μέτοχοι δήθεν του Πάθους και των καρδιωγμών της δεκαετίας.
Μας έπαιρνε πακέτο όλο το σερσελέμι (λέγεται και τζερτζελές ή τζέρτζελο) του Δέους, οι πασχαλιές και ο Πιτάφιος (ποτέ «επιτάφιος»)
Έκτοτε, μου έμεινε να θυμάμαι λεπτομερώς κάθε εκδρομική δραπέτευση τέτοιου τύπου-μετά από κάθε μετακόμιση και διαφορετικά δρομολόγια.