Εντάξει, δεν είμαι τελείως ισοπεδωτικός: ζωή υπάρχει, παρομοίως ο θάνατος, χάος μας χωρίζει από την εποχή που ήμουνα δέκα ετών, αναλογίες δεν υπάρχουν, αλλά μερικές αντιστοιχίες, επιμένουν.
Το παιδικό προσφάι, αυτό που τυλίγονταν σε μια χαρτοπετσέτα μέσα στην μαθητική τσάντα απο χοιρινό δέρμα, ήταν μια η δύο φέτες ψωμί και ένα κομμάτι τυρί. Για τους έχοντες, εννοώ.
Το ψωμοτύρι ήταν θεσμική κατάκτηση του μεταπολέμου. Υπήρχαν και άλλες παραλλαγές προς τα κάτω: πιτυρούχο μαύρο ψωμί σκέτο, ή καθόλου δεκατιανό. Οι προς τα άνω παραλλαγές διέθεταν χάσικο ψωμί με σαλάμι (για τα παιδιά των ευπόρων) ή με κασέρι (που μέσα στην τσάντα ίδρωνε) και αν δοκίμαζες να το καταπιείς στο διάλειμμα, σε τριγύριζαν πεινασμένα βλέμματα.
Για τα απογευματινά μικρογεύματα, την ώρα του παιχνιδιού, τα παιδιά των ευπόρων διέθεταν βουτυρωμένο ψωμί με μαρμελάδα και όλα τα άλλα παιδιά, στην καλύτερη περίπτωση, μια φέτα ψωμί ελαφρά νοτισμένη, με σκορπισμένη επάνω ζάχαρη και σε ακραίες περιπτώσεις, συν λίγο τούρκικο καφέ για τη νοστιμιά.
Bέβαια, πτωχοί και πελούσιοι, ξυποληταρία ή με δίσολα σκαρπίνια με πεταλάκι στη μύτη, άπαντες βλέπαμε τον Τάμπι και την Λουλού, στο δικό τους Δημοτικό, και στο δικό τους κόμικ, να έχουν γυλιό κι όχι τσάντα, κασελάκι με χερούλι για προσφάι και σίγουρα ένα μήλο. Αλλά κι αυτά τα έρμα, τρώγανε μολόχες και κίτρινο μακαρονάκι από τες τσουκνίδες; δεν τρώγανε.
Εξηνταβάλε χρόνια μετά, νομίζω πως το ισοδύναμο εκείνων των φαιών χρόνων, είναι το τοστάκι. Και στρουκτουραλιστικώς να το δγιείτε, και να απολησμονήσετε τα δεκάδες παράλληλα αρτύματα, συσκευασμένα ή όχι, η κοινωνική βάση παραμένει το ψωμοτύρι.
Άρα, η εξέλιξη, παραμένει γραμμική σε έναν κόσμο που εξελίσσεται μέσω παραβολικών γραφημάτων. Και κάτι άλλο: τα γραφήματα είναι για τις συσκέψεις. Και μόνον γι αυτές.