«Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν στις στατιστικές» ήταν ο τίτλος ενός ολλανδικού άρθρου που διάβαζα τις προάλλες. Αναφερόταν στα θύματα του κορονοϊού στην Ολλανδία, τα οποία καταλήγουν στο σπίτι τους ή σε κάποιο γηροκομείο και γι’ αυτό τον λόγο ξεφεύγουν από τις επίσημες μετρήσεις.
Εννοείται ότι αυτή η ανακολουθία μεταξύ επιβεβαιωμένων και πραγματικών περιστατικών δεν παρατηρείται μόνο στην Ολλανδία. Στη χώρα αυτή όμως, η οποία αναλογικά έχει περισσότερα γηροκομεία από τα τυροκομεία για τα οποία παινεύεται, ο κινητήριος μοχλός κάθε πολιτικής είναι η μη διατάραξη της ρουτίνας στις μυρμηγκόστρατες της πλειοψηφίας, όταν αυτές πηγαίνουν από το σπίτι στη δουλειά κι από τη δουλειά στο σπίτι – με την απαραίτητη στάση στο σουπερμάρκετ ενδιάμεσα. Γι’ αυτούς τους λόγους και σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, η ψαλίδα μεταξύ καταγεγραμμένων και μη καταγεγραμμένων θυμάτων της Ολλανδίας είναι πολύ μεγάλη.
Σε αυτό συνεισφέρει και η ακολουθούμενη πολιτική κατά του κορονοϊού που την ονόμασαν «έξυπνη απαγόρευση», ξεκάθαρα υπονοώντας ότι οι απαγορεύσεις των άλλων είναι –πώς να το κάνουμε– χαζές. Η συγκεκριμένη πολιτική συνίσταται σε μικρό αριθμό τεστ, λιγότερους περιορισμούς σε σχέση με άλλες χώρες και ένα προτεσταντικά φαταλιστικό όσο και αδιάφορο σήκωμα των ώμων στην προοπτική ανθρώπινων απωλειών, οι οποίες έχουν εκ προοιμίου χαρακτηριστεί παράπλευρες.
Διότι αν υποθέσουμε ότι εκεί που περπατάς αμέριμνος τη μυρμηγκόστρατα της παραγωγής και της κατανάλωσης σκάσει ένας μετεωρίτης και σκοτώσει όλους τους περαστικούς εκτός από εσένα, ο μόνος τρόπος για να συνεχίσεις να περπατάς χωρίς να χρειαστεί να σταματήσεις, είναι η άρνηση. Μια άρνηση η οποία τρέφεται από εκατό άλλες, ειδικά τη στιγμή που ψυλλιαστείς ότι αυτή ακριβώς η χρόνια προσποίηση του δεν -τρέχει- τίποτα, είναι κατά βάθος ο μετεωρίτης που σκότωσε τους διπλανούς σου. Γιατί δεν ήρθε από πάνω, ουρανοκατέβατος, όσο κι αν μοιάζει τέτοιος.
Στο θεματικό πάρκο που λέγεται Ολλανδία, όπου τα εισιτήρια πληρώνουν οι διαφυγόντες φόροι οφσόρ εταιρειών με έδρα τα γραμματοκιβώτια του Άμστερνταμ, το φίμωμα των όποιων χριστιανικών καταλοίπων αλληλεγγύης αναλαμβάνει εδώ και χρόνια μια πολιτική ρητορική η οποία συστηματικά απαλλάσσει τις πλειοψηφίες μετατοπίζοντας κι αναζητώντας ευθύνες μόνο στις βολικές μειοψηφίες. Ειδικά σε εκείνες που φοράνε μαντήλα και νηστεύουν το Ραμαζάνι.
Κι έτσι, οι μυρμηγκόστρατες συνεχίζουν αμέριμνες την πορεία τους, μη συνειδητοποιώντας πόσο αραιώνουν κι αυτές και οι προμήθειές τους για τον χειμώνα. Εξάλλου, η δεκαετία του εξήντα και τα απομεινάρια του κοινωνικού κράτους, τους έχουν πείσει όλους ότι δεν είναι μυρμήγκια αλλά μπον βιβέρ τζίτζικες που θα ζήσουν για πάντα.
Εξ ου και για τον Ολλανδό δημοσιογράφο το πρόβλημα βρίσκεται όχι στο τι υπονοούν οι αριθμοί, αλλά στο ότι τα δεφτέρια δεν βγαίνουν, στην ανομολόγητη υποψία ότι οι επίσημοι αριθμοί (στους οποίους έχει μάθει να πιστεύει τυφλά, όπως κάποτε στον έναν και μοναδικό θεό) μπορεί να μην αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα, μια έννοια στην οποία πιστεύει το ίδιο ακράδαντα – και μάλιστα είναι σίγουρος ότι την κατοικεί κιόλας.
«Πρέπει κι αυτά τα θύματα να βρουν τη θέση τους στις στατιστικές» συνεχίζει το άρθρο, επιβεβαιώνοντας και ακυρώνοντας ταυτόχρονα τη συνθήκη που προτείνει. Ας μην ξεχνάμε όμως πως η στατιστική γεννήθηκε από το μέτρημα του θανατικού, τόσο σε καιρό πολέμου όσο και ειρήνης. Και θέριεψε όταν συνάντησε την άρνηση του θανάτου μέσα από την επιμελή απόκρυψή του σε οικονομικούς δείκτες.
Οι αριθμοί όμως της τωρινής συγκυρίας δεν είναι γραμμένοι σε πλάκες σαν του Μωϋσή για να τις κραδαίνει κάποιος κλώνος του Σόιμπλε από τους άμβωνες των Γιουρογκρούπ, αλλά κάτι που οι ίδιοι οι άνθρωποι φρόντισαν να εσωτερικοποιήσουν με αξιοθαύμαστη ταχύτητα. Ήταν ο πιο προσφιλής τρόπος για να δικαιολογήσουν τη νέα συμπεριφορά που τους επιβλήθηκε από τη μια μέρα στην άλλη: κάθομαι σπίτι για να ισιώσω την κούρμπα των επιβεβαιωμένων μολύνσεων, φοράω μάσκα για να κρατήσω χαμηλό τον δείκτη R, με άλλα λόγια γίνομαι θυσία στον βωμό της στατιστικής πρόβλεψης για να την βγάλω καθαρή – από τον ιό τουλάχιστον.
Το θέμα αρχικά ήταν να μην μείνεις έξω απ’ το παιχνίδι. Ένα παιχνίδι με εσάνς reality λόγω του κατ’ οίκον εγκλεισμού και εκατομμύρια παίχτες συντονισμένους στις οθόνες της τηλεόρασης και του Ίντερνετ. Όλοι φρόντιζαν να τσεκάρουν το ημερήσιο σκορ της εθνικής τους ομάδας για να επιδοθούν μετά σε γηπεδικές αναλύσεις. Εμείς έχουμε λιγότερους νεκρούς, ολέ ολέ, ναι αλλά εμείς κάνουμε περισσότερα τεστ άρα θα κερδίσουμε στις καθυστερήσεις, ναι αλλά είδες το πέναλτι του Μπόρις Τζόνσον, όχι γιατί έβλεπα το wrestling στην Αμερική, εκεί να δεις τι φάουλ γίνονται και πού είσαι ακόμη.
Οι εβδομάδες όμως περνούσαν και καθώς για την πλειοψηφία των Ευρωπαίων όλα τριγύρω άλλαζαν (εκτός σπιτιού) αλλά όλα τα ίδια έμεναν (εντός), το αρχικό σασπένς έχει πλέον χαθεί και το κοινό παρακολουθεί τις διακυμάνσεις του σκορ με το ίδιο καταναγκαστικό nonchalance του χρόνια αλλά όχι φανατικά θρησκευόμενου∙ εκείνου ο οποίος μια μέρα πείστηκε ότι πλησιάζει η δευτέρα παρουσία και κάθε πρωί ανοίγει τα μάτια του φοβούμενος να την αντικρίσει. Μετά από τόσες μέρες όμως, αρχίζει να πιστεύει ότι τη σκαπούλαρε − κι αναθαρρεί.
Κι όταν σφυρίξει τη λήξη του πρώτου μέρους ο διαιτητής, ο πρώην έγκλειστος βγαίνει από το σπίτι του και προσπαθεί δειλά δειλά να κάνει τα πράγματα που έκανε και πριν. Πρέπει απλώς να προσέχει τις τρύπες που άφησε στο διάβα του ο μετεωρίτης, μην πέσει κι αυτός μέσα. Όσο περνάνε οι μέρες, όμως, το μαθαίνει κι αυτό και χαράζει την δικιά του μυρμηγκόστρατα πάνω στο κομποσκοίνι, κάθε χάντρα του οποίου είναι ένας ή μία που δεν υπάρχει στις στατιστικές.