Βαριές υπολογιστικές μηχανές πίσω από βαριές πόρτες. Θα μπορούσε να είναι περιγραφή σκηνικού από σενάριο δυστοπικής ταινίας, αλλά είναι οι κόσμοι που ζούμε, που όταν μαζευτούν όλοι μαζί κάνουν το Όλον, τον Κόσμο, που μόνο κόσμημα δεν είναι. Οι κόσμοι που ζούμε, βαριές υπολογιστικές μηχανές.
Τόσοι κόσμοι μακριά από την αγάπη. Η αγάπη, δημητριακά βουτηγμένα στο γάλα της μάνας μου και οι κόσμοι ξεροί σαν παξιμάδι. Θλιμμένα ζώα βογκάνε πάνω από βαριά, κουρασμένα μαστάρια, θλιμμένα ζώα μετατρέπονται ολόκληρα σε μαστάρια και ούτε μια σταγόνα γάλα να βρέξει τους κόσμους.
Όλοι οι κόσμοι γεμάτοι κόσμο. Ενεργοβόρος κόσμος, αντλεί από παντού για να μπορέσει ακόμα και να υπονοηθεί. Έπαψε να του φτάνει ένας ήλιος ζέστη κι ένα φεγγάρι φως, μια γη ψωμί και μια θάλασσα νερό. Τώρα όλα έγιναν νούμερα, τα κακά να αυξάνονται και τα καλά να μειώνονται και μόνο έτσι μπορεί κανείς να ξεχωρίσει το καλό από το κακό, κοιτάζοντας τα νούμερα ανάποδα. Ένας κόσμος άνω κάτω.
Οι δικοί μας άνθρωποι, οι δικοί μας κόσμοι. Μάτια πλανημένοι πλανήτες και χίλια χείλη να μιλούν, να φιλούν. Και χέρια, που μας κλείνουν τα μάτια μπροστά στη φρίκη και τα αφτιά στον ήχο που αφήνει πίσω της η απώλεια. Κλείνουν τις κουρτίνες να μην μπει πολύ φως την ώρα της ανάπαυσης και είναι έτοιμα να λερωθούν για να καθαρίσουν. Οι κόσμοι μας, δυο χέρια καθαρισμένα στη βρωμιά.
Ό,τι βρίσκεται πέρα από τον κόσμο, το απόκοσμο. Αυτό που ο μυς πίσω από το σκληρό καύκαλο του κεφαλιού δε μπορεί να συλλάβει και τα γόνατα δε μπορούν να σηκώσουν. Αυτό για το οποίο ζητάς παρηγοριά και δε μπορείς να αντέξεις, γιατί η ζωή είναι σκληρή και κάνει και τον θάνατο σκληρό. Ο δράκος που ζητάς να σκοτώσει ο μπαμπάς σου ακόμα και αν τον έχει φάει και τον ίδιο από χρόνια. Το απόκοσμο, τα χρόνια μετά τα χρόνια μας.
Κι αν όλοι αυτοί οι κόσμοι παραέχουν σημασία, τόση που χάνεται το νόημα τους, σκεφτείτε τους απλά σαν την πρώτη μεγάλη ζωγραφιά από τα χέρια ενός ευφάνταστου παιδιού. Ευχή όλων μας, καλοξυσμένα μολύβια.