Ο Γιόχαν κι η γυναίκα του θα δουν την επόμενη άνοιξη τα τριαντάφυλλα ν’ ανθίζουν.
Φυτεμένα από χέρια που γέρασαν κι έφυγαν για άλλες διαδρομές.
Όλα τα λουλούδια και τα δέντρα αγγιγμένα απο γιαγιά, μάνα και πατέρα εκεί απ’ το 74.
Καρποφορούν κι ανθίζουν, ζουν σε δικούς τους χρόνους, θροΐζουν στο βραδινό αεράκι όπως πάντα.
Ποιος ξέρει τι μνημόσυνο κουβεντολόϊ ανοίγουν μεταξύ τους.
Την τελευταία φορά που πήγα τέλος Ιουλίου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο με χαιρετούσε κι έσκαγε χαμόγελα στο πρωινό φως.
Δόθηκε.
Το σπίτι δόθηκε.
Μαζί κι οι μυρωδιές του, τα μουρμουρητά, οι σκιές, η δροσιά στα δωμάτια, η ζεστασιά απ’ το τζάκι.
Πόσοι άνθρωποι εκεί μέσα.
Πόσα γλέντια.
Πόσες συζητήσεις.
Πόσες αναζητήσεις.
Ευλογία όλα.
Του μίλησα την τελευταία μέρα.
Το αποχαιρέτησα.
Το παρέδωσα για να μη χαθεί.
Με δάκρυα ανακούφισης όπως όταν πεθαίνει κάποιος και λέμε …”καλύτερα που έφυγε, ησύχασε”
Σήμερα άνθισε ακόμη ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
Σε γλάστρα αυτό.
Η Άννα μού ‘στειλε πρωί πρωί γεμάτη χαρά τη φωτογραφία.
Η θεία Φούλα δεν μπορεί να το δει.
Δε βγαίνει ούτε στο μπαλκόνι πια.
Μωλωπισμένα τα χέρια της απ’ τα χτυπήματα εδώ κι εκεί.
Το λεπτό κορμί της λυγισμένο απ’ το χρόνο χρειάζεται άλλα δυο χέρια να κρατηθεί για να κάνει πέντε βήματα μέχρι το κρεβάτι της.
Παρηγοριέται με το πρωινό καφεδάκι, δίνει ευχές και αστειεύεται.
Με τάϊζε και την ταΐζω.
Μ’ έλουζε και τη λούζω.
Με παρηγορούσε στην αγκαλιά της και την παρηγορώ.
Μου πιάνει σφιχτά τα χέρια, με κοιτάει στα μάτια χωρίς μάτια και μου λέει ”να μη φοβάσαι τίποτα”
Λέει τον κορονοϊό πορνοϊό, τον Ερντογάν Ερ-Ντουγάνι, λέει πολλά τέτοια και μετά κοιμάται.
Κοιμάται και ξεχνάει.
Εχει δρόμο ακόμη η ζωή της το ξέρω.
Έχει ”αχ” η ψυχής της κάθε που μ’ αγγίζει και το νοιώθω.