πέντε παράγραφοι
21-03-2021

Ξύπνιος απ’ τις εξήμιση. For no good reason. For no reason at all. Ίσως μόνον για να διαπιστώσει ότι είναι ζωντανός. Γιατί αν έχεις πεθάνει το βράδι είναι πρακτικά αδύνατον να σηκωθείς, χωρίς την ευγενική συνδρομή άλλων, το πρωί. Αυτός ζούσε πάντως. Ξαναδιάβασε το μήνυμα, δέκα ημερών, που έγραφε μόνο «σε πεθύμησα» και βεβαιώθηκε. Μετά το δωμάτιο μύρισε καφέ.

Στα δωμάτια των ξενοδοχείων (άλλοτε τα σιχαινόταν, άλλοτε ασφυκτιούσε χωρίς αυτά) κάποιες νύχτες σκεφτόταν ποιος άραγε να έμενε στην επόμενη πόρτα (πρακτικά κανείς γιατί οι άνθρωποι δεν ζουν μέσα σε πόρτες). Τις περισσότερες φορές δεν ακουγόταν απολύτως τίποτε από δίπλα, κάτι αρκετά παράξενο μιας και ξέρουμε όλοι πως τα ντουβάρια των δωματίων στα ξενοδοχεία μπορεί να έχουν μάτια και αυτιά ―είναι κάπως τρομαχτικό αυτό μα, πίστεψέ με, το ξεπερνάς με τον καιρό― αλλά μόνωση δεν έχουν. Για πάρα πολύ ακαθόριστους και συγκεκριμένους λόγους θα ήθελε να βρίσκεται μια γυναίκα ξαπλωμένη στο κρεβάτι του διπλανού δωμάτιου. Αν, μάλιστα, ήταν καλοκαίρι (ή, έστω, καλοκαίρι εκεί που βρισκόταν, είναι μπερδεμένα κι αυτά πολλές φορές αν σε πηγαινοφέρνουν αεροπλάνα) την σκεφτόταν γυμνή μπρούμυτα πάνω από το στρωμένο κι απείραχτο κρεβάτι να πληκτρολογεί «σε πεθύμησα». Κάποιος, κάποια, κάπου, μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά θα ζωντάνευε. Μετά αυτός τραβούσε τις κουρτίνες και έβλεπε, μισόγυμνος, την πόλη έξω, εκείνη δεν ήταν στο διπλανό ―άδειο― δωμάτιο, έτσι γίνεται με τις ιστορίες αυτές, εξελίσσονται ερήμην σου. Σόλο. Δεν είμαστε όλοι πλασμένοι για Chelsea Hotel, ούτε καν μεσοτοιχίας.

Κάποτε της είχε πει «σου πάνε τα μαύρα» και λίγο μετά «είναι αρρώστια τα πόδια σου». Πάρα πολύ κακή επιλογή την εποχή που οι άνθρωποι ξεκληριζόταν κατά χιλιάδες από έναν γαμημένο αόρατο ιό κάθε μέρα. Αυτός που υποτίθεται τα είχε καλά με τις λέξεις διάλεξε τις χειρότερες την χειρότερη στιγμή, θαρρείς και οι άλλες στέρεψαν. Απάντηση δεν πήρε ποτέ, εξόν από ένα αμετάφραστο ημιχαμόγελο, και αποφάσισε την επόμενη φορά, αν υπήρχε επόμενη, να δοκιμάσει ένα «σου πάει η γύμνια, με καβλώνουν τα πόδια σου». Τέτοιες εποχές δεν προσφέρονται για λογιοσύνες.

Σκάλιζε τα ράφια με τα βινύλια, ανέγγιχτα μήνες, μερικά και χρόνια. Αν ήταν σώματα θα είχαν μαραζώσει. Ανάμεσα σε Κoeln Concert και Remain in light (χάος και αταξία, λατρεμένα χούγια) βρήκε ένα σημείωμα, μαύρο μολύβι, όμορφα γράμματα. «Είναι δύσκολο να γράφουμε πια». To έφερε στη μύτη του. Μάταια. Το έβαλε ανάμεσα σε Darkness at the edge of town και ABBA Greatest Hits και θα δοκίμαζε λίγες βδομάδες αργότερα.

Μετρούσε μια-μια τις μέρες, τις ώρες μέχρι να ξανασυναντηθούν. Ήθελε να του γράψει δυο λέξεις μόνο, «σε πεθύμησα», αλλά δεν είχε καμία απολύτως ιδέα σε ποιο νούμερο στέλνεις μήνυμα στο καλοκαίρι και έβαλε το κινητό να φορτίζει.

Ετικέτες: CRISIS ? WHAT CRISIS ?