Πάμε μπουζούκια;
27-04-2021

Για πρώτη φορά είδα μπουζούκια μέσα από τα μάτια του Γιάννη Δαλιανίδη. Γυναίκες ντυμένες με χάρτινα φουστανάκια Μανίνα-Κατερίνα, ξανθά κοντά μαλλιά, ασάλευτα από τη λακ, και μελαχρινές, ντίβες από γεννησιμιού τους, που καπνίζουν λοξά. Άνθρωποι καθιστοί σε πλήρη ηρεμία και τάξη, πίνουν βερμούτ σε μπομπέ ποτήρια, τρώνε φρουτάκια κομμένα με τσέρκι αστεράκι.

Η ορχήστρα γρατζουνάει σβηστά όργανα. Λατρεμένο κάδρο του Γιάννη, κοντινό στην τραγουδίστρια με το παχύ αϊλάινερ, που στηρίζεται σε δοκάρι και ανοιγοκλείνει το στόμα χωρίς να πετυχαίνει το πλέι μπακ. Η πίστα είναι απάτητη σαν το φεγγάρι. Σημαιάκι καρφώνουν μόνο τα μπαλέτα του Μεταξόπουλου και του Σειληνού. Στα όνειρα, μας ξεσηκώνει η τσίτσιδη Καραγιάννη με τα τούλια, τις σκέτες χάντρες κολλημένες αντί για εσώρουχα και το μπέλι ντανς που ανασταίνει νεκρούς.

Σαν παιδάκι, κοιμήθηκα πολλές φορές σε ενωμένες καρέκλες ακούγοντας Στράτο σε ντουέτα στόμα με στόμα με το αίσθημα. Ο κόσμος αρρωσταίνει με τους στίχους του Μουσαφίρη. Το συναίσθημα τους χτυπάει στο στήθος, εκεί φωλιάζουν και οι γαρδένιες. Στην πίστα αιωρούνται πεντοχίλιαρα και σατέν πειρασμοί.

Έφηβη πηγαίνω συνειδητά στον Μαργαρίτη που τσαλακώνει το στόμα με τραγουδιστικά τσαλίμια, ατμός Iron Maiden, σόλα ηλεκτρικό μπουζούκι. Έχουμε περάσει στα γαρύφαλλα, τα μικρόφωνα έχουν ακόμα καλώδιο, πρώτο όνομα δεν υπάρχει, όποιος είναι στην πίστα μαζί του είναι φίρμα. Κάποια ακούει στο όνομα Στανίση, άλλη στο Άντζελα. Ο χορός είναι ελεύθερος, το ίδιο νιώθουν και οι παρευρισκόμενοι. Αργότερα ερωτεύομαι τον Αδαμαντίδη και έχω την ευκαιρία να του το πω στο αυτί, το οποίο μάλλον δεν ιδρώνει. Βγάζουμε φωτογραφίες, δέχεται κέρασμα ουίσκι σε νεροπότηρο. Τα πανέρια με τα λουλούδια ακόμα έχουν νορμάλ τιμή και είναι ψάθινα. Κλείνουν σπίτια από κουμπάρες ξεμυαλίστρες. Μισά μπουκάλια αλκοόλ, κάβα για την επόμενη.

Τα χρόνια περνάνε. Ανεβαίνουμε πίστα. Ρουβάδες στο Ρεξ κάνουν πτήσεις ντυμένοι άγγελοι, πάνω από τα κεφάλια γλεντζέδων, πρόθυμων να πληρώσουν 200 ευρώ τη φιάλη ουίσκι, μπάρμπι με φορέματα αλουμινόχαρτο και τσαντάκια όσο ένα πακέτο τσιγάρα χορεύουν ξεκούρδιστες, το δισκάκι με τα παρελκόμενα έχει ανανά και μάνγκο, ποζάρουν στον κομπάρσο φωτογράφο κλείνοντας τα μάτια στο φλας που αστράφτει, πληρώνουν όσο-όσο για καλύτερη λήψη και ας έχει κόκκινα μάτια. Φτάνουν στην τουαλέτα παραπατώντας, χωρίζουν, ερωτεύονται, πεθαίνουν, ξαναγεννιούνται μέχρι να τελειώσει το δεύτερο πρόγραμμα. Αυτό μ’ αρέσει λιγότερο. Στην ίδια Αθήνα, ο Καρράς δεν κόβει το προγούλι, ούτε ο Τερζής βγάζει τα φρύδια του. Ο Γονίδης εντάξει, το φορεί το στρας και ο Γιώργος την υποστηρίζει την φούστα.

Είδα για λίγα λεπτά το «Βινύλιο» και το αφιέρωμα στα ξενυχτάδικα (αν και αυτοί ό,τι εκπομπή και να κάνουν, εγώ θα τους λέω «Αρβύλα»). Παρουσίασαν τους θαμώνες των λαϊκών κέντρων με την αισθητική του Σεφερλή, γιακάδες, τριχωτά στήθη, κραυγές Νεάντερνταλ. Δεν παρέλειψαν να κάνουν παρωδία την δυνατή σκηνή, από το «Όλα είναι δρόμος» του Βούλγαρη κι έσπασαν με βαριοπούλα λεκάνη τουαλέτας στο πλατό, χωμένοι σε βουνά χαρτοπετσέτας και μωβ λεντ.

Αν και κάθε εποχή έχει τα δικά της, όλες έχουν κάτι κοινό. Ανθρώπους που αισθάνονται τα λαϊκά τραγούδια με το κλειδί της ποίησης. Χαρά, θλίψη, καψούρα, παράπονο. Ηχητική παρακεταμόλη. Πάντα θα υπάρχει αυτός που γίνεται λειώμα για ένα κορμί σαν χέλι, και κάποια θα την στέλνουν στον Άδη τα βήματα ενός ντελικανή που χορεύει ζεϊμπέκικο.

Βλέπετε, κύριε Κανάκη, δεν άκουγαν όλων μας οι γονείς τους Led Zeppelin.