μέρος 1ο, «Μας τα ΄παν άλλοι»
Έπρεπε να ξυπνήσω πολύ νωρίς. Μόνον έτσι είχα ελπίδα να βγάλω καμιά δραχμή παραπάνω, να εξασφαλίσω ένα αξιοπρεπές χαρτζηλίκι. Συνήθως έβγαινα να πω τα κάλαντα και να τραγουδήσω τον «Αϊ Βασίλη» παρέα με τον μεγαλύτερο αδελφό μου. Τα «Φώτα» δεν είχαν κέρδος, ο κόσμος είχε βαρεθεί και δεν έδινε. Κάτι λίγες πενταροδεκάρες κι αυτές με βαριά καρδιά. Ώσπου κατάλαβα ότι δεν με συμφέρει ο συνεταιρισμός, ο «μεγάλος» μόνιμα μ’ έριχνε στην μοιρασιά, κάτι που συνεχίζει να κάνει με τον τρόπο του άλλωστε, μέχρι και τώρα. Από βραδίς κατέστρωνα το επιτελικό μου σχέδιο. Έπρεπε να ξεκινήσω την γύρα, παρότι η ακτίνα δράσης μου δεν υπερέβαινε τα τέσσερα ή πέντε οικοδομικά τετράγωνα, με τους πλέον επισφαλείς και απομακρυσμένους «πελάτες» της νοερής λίστας που είχα ετοιμάσει. Ούτε λόγος για επίσκεψη στο Κέντρο, για «καριέρα» πιο προσοδοφόρα στα μαγαζιά και τις πολυκατοικίες, όπως έκαναν οι τσακαλόμαγκες και οι ξεσκολισμένοι της συνοικίας ή να ανεβοκατεβαίνω στα λεωφορεία και τον ηλεκτρικό, κάτι που παρά το φοβερό στριμωξίδι, θα εκτίναζε κατακόρυφα τις πενιχρές εισπράξεις μου! Έπρεπε να πειθαρχήσω στις νουθεσίες της μητέρας και να περιοριστώ αναγκαστικά στους γείτονες και τους λιγοστούς συγγενείς, πάλι καλά.
Όσο μικρός κι αν ήμουν καταλάβαινα πότε ακριβώς τα χαμόγελα που εισέπραττα ήταν ειλικρινή και πότε όχι. Ο οβολός τους επιβεβαίωνε συνήθως τις αρχικές δυσοίωνες προβλέψεις μου, όχι δεν είχα πέσει έξω. Έβλεπα συχνά ξινισμένα μούτρα, σημάδι ότι είχα να κάνω με απρόθυμες τσέπες και τσιγγούνικες καρδιές. Αντίθετα, λίγες ήταν οι φορές που διαψεύστηκαν οι υπολογισμοί μου και εξεπλάγην ευχάριστα από εκεί που δεν το περίμενα. Έμπαινα σε σπίτια πλουσιότερα κάπως από το δικό μου ή και πολύ πιο φτωχικά. Παρατηρούσα διακριτικά το πόσο απελπιστικά ανοικοκύρευτες κι ανεπρόκοπες ήταν κάποιες από τις γνωστές ψηλομύτες κυρίες της γειτονιάς, τις τόσο αντιπαθείς. Με διάφορες δικαιολογίες αρνιόμουν τα αγοραστά συνήθως μελομακάρονα ή τους κουραμπιέδες που μου πρόσφεραν. Υπήρχε φόβος με το κέρασμα να χάσω την όποια αμοιβή μου σε χρήματα, ας ήταν κι ελάχιστα. Και δεν υπήρχε μεγαλύτερη απογοήτευση, έστω και πρόσκαιρη, όταν στην τυπική ερώτηση: «Να τα πούμε;» έπαιρνα την αρνητική απάντηση: «Μας τα ΄παν άλλοι». Αλήθεια, ψέματα, ποιος να ξέρει;
Επιστρέφοντας το μεσημεράκι κουρασμένος μεν από την πολύωρη περιπλάνηση, ευχαριστημένος δε αν είχε πάει καλά η είσπραξη της ημέρας, χάιδευα με το χέρι μου κάθε τόσο τα κέρματα στην φορτωμένη τσέπη. Ο ήχος τους, το γλυκό τους ντιντίνισμα, ζέσταιναν την σκέψη μου. Τα είχα μετρήσει και ξαναμετρήσει πάνω από δέκα φορές. Ήξερα από πόσα δίφραγκα ακριβώς, πόσες δραχμές, πενηνταράκια ή δεκάρες και εικοσάρες αποτελείται το φοβερό ποσόν που με βάραινε. Όλο και τα χάιδευα κρυφά, τα έσφιγγα καλά μέσα χούφτα μου μέχρι να φτάσω στο σπίτι, όπου εκεί θα τα μετρούσα γι΄ άλλη μια φορά. Μέχρι να αποφασίσω επιτέλους, ποια απ΄ όλα όσα για έναν ολόκληρο χρόνο επιθυμούσα βιβλία ή απαγορευμένα περιοδικά, θα πήγαινα την μεθεπομένη κιόλας να τ΄ αγοράσω. Τα χρήματα, επιτέλους, ήταν όλα δικά μου, καθώς και η επιλογή της επένδυσης!
μέρος 2ο «Silent night»
Κάναμε δοκιμαστική πρόβα στο κλασσικό τραγούδι των Χριστουγέννων στα αγγλικά, «Silent night, holy night, all is calm, all is bright…». Πλησίαζε η κυρία Ιωάννα το αυτί της ξεχωριστά στον καθένα για να μας ακούσει προσεχτικά. Έπρεπε βλέπεις να επιλέξει ποιοι από τους μαθητές του φροντιστηρίου της ήταν καλλίφωνοι και άρα άξιοι να απαρτίσουν την εορταστική χορωδία που είχε στα σκαριά. Κάτω από τον φαρδύ – πλατύ τίτλο στην ταμπέλα «Φροντιστήρια Ξένων Γλωσσών», της αγγλικής μόνο κατ΄ουσίαν, υπήρχε το ονοματεπώνυμο καθώς και το πατρικό της επώνυμο, ήτοι «Ιωάννας Βαβαράπη – Μάλλιου». Κάτι διόλου συνηθισμένο, όχι μόνον για τα ήθη της εποχής, αλλά και για τις αντιλήψεις της εργατικής συνοικίας της οποίας οι νεαροί βλαστοί επάνδρωναν το ευαγές ίδρυμά της. Η ίδια, σε κάθε ευκαιρία, δήλωνε με σημασία: «Δεν με σπούδασε ο Μάλλιος, ο Βαβαράπης με σπούδασε. Το οφείλω στον πατέρα μου…». Παρότι λίαν ήμουν και παραμένω παράφωνος, βρέθηκα τελικώς ανάμεσα στους τυχερούς. Τα κριτήρια προφανώς δεν ήταν καλλιτεχνικά. Περισσότερο μετρούσε η εμφάνιση του υποψήφιου και βεβαίως η συνέπεια πληρωμής εκ μέρους των γονιών του. Τα «τσιμπημένα» δίδακτρα ήταν ένα άλγος κανονικό για τους δικούς μου. Μετά από μερικές πρόβες ξαμολυθήκαμε εν χορώ, φορώντας τα καλά μας, να πούμε τα κάλαντα.
Πιάσαμε τους κεντρικούς δρόμους, τους πολυσύχναστους. Τραγουδούσαμε άλλοτε εν κινήσει, άλλοτε κάνοντας κάποιες στάσεις, ανάλογα πως ζύγιζε τα πράγματα, κατά το συμφέρον της πάντα η κυρία Ιωάννα. Ως χορωδός προηγείτο μερικά βήματα και μας διηύθυνε κουνώντας ρυθμικά το χέρι. Υπήρχαν δύο εκδοχές εκτελέσων από την χορωδία. Η αγγλική «Silent night» και η απόδοση της στα ελληνικά «Άγια νύχτα». Και η μία διαδέχετο την άλλη χωρίς παύση. Η έκπληξη του κοσμάκη ήταν μεγάλη. Έστεκαν και μας χάζευαν εντυπωσιασμένοι μπροστά στις αυλόθυρες, μέχρι που στρίβαμε στην πρώτη γωνία. Και πόσο διαφορετικά μας αντιμετώπιζαν ως μέλη της αγγλόφωνης χορωδίας, πως μας καμάρωναν, αντίθετα με τις φορές που κατά το παρελθόν κτυπούσαμε την πόρτα τους ως απλοί καλαντιστές. Υπήρχε βεβαίως και το απαραίτητο κουτί με την σχισμή στο επάνω μέρος για την ρίψη των χρημάτων. Διότι υπήρχε και φιλανθρωπικός χαρακτήρας σ΄ αυτήν την πρωτοβουλία της κυρίας Ιωάννας. Με όσα κατορθώναμε να συγκεντρώσουμε στον «κουμπαρά», επρόκειτο να αγοράσουμε τρόφιμα για δύο πολύ φτωχές οικογένειες, πολύ φτωχότερες από τις δικές μας.
Έτσι, όπως ήταν αναμενόμενο, γίναμε το θέμα συζήτησης της ημέρας. Ακριβώς αυτό που επιζητούσε και η κυρία Ιωάννα. Εκτός από πολύ όμορφη γυναίκα, ας το πούμε κι αυτό, ήταν και τρομερά καπάτσα. Με εντυπωσίαζε θυμάμαι με πόση προσήνεια φερόταν στις αφελείς μανούλες, με τι οικειότητα τους μιλούσε όταν κατεύφθαναν στο Φροντιστήριο για να καταβάλλουν τα δίδακτρα ή για την παραλαβή του «ελέγχου». Αντίθετα, ο κύριος Μάκης Μάλλιος όχι, δεν ήταν και τόσο. Περισσότερο θα τον λέγαμε «βασιλικό σύζυγο». Παρότι εκείνη έκανε συνεχώς ό,τι περνούσε από το χέρι της για να του δώσει πόντους. Υποτίθεται πως από μόνη της δεν έπαιρνε καμία απόφαση, όταν ετίθετο θέμα εκδρομής ή η διοργάνωση κάποιου πάρτυ. Έπρεπε να εξασφαλίσει πρώτα την σύμφωνη γνώμη του κυρίου Μάκη, όπως η ίδια μας έλεγε. Κι εμείς κοιταζόμασταν μεταξύ μας με νόημα.
μέρος 3ο «Τα μαύρα σκαρπίνια»
Παρά τις υποσχέσεις μου μαγεμένος από τις στολισμένες βιτρίνες ξεχάστηκα και χωρίς να το καταλάβω άφησα το χέρι της, κάτι που προφανώς δεν το ένιωσε η μητέρα. Ποιος να ξέρει πόσο αφηρημένη ήταν και του λόγου της. Μέσα στην εορταστική παραζάλη, κύριος οίδε που έτρεχε ο νους της. Φώτα, μουσικές, κόσμος πολύς και τα μαύρα σκαρπίνια μου, τα άρτι αγορασθέντα από του ΔΡΑΓΩΝΑ ως συνήθως, ενίοτε κι από το κατάστημα Αφοι ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΙ, το έτερο λαμπρό της εποχής, επί της οδού Αιόλου και τα δύο ή το λίγο πιο κάτω, το μεταγενέστερο ΜΙΝΙΟΝ, τακτοποιημένα αντικρυστά στο κουτί τους και το κουτί μέσα στην σακούλα την οποία επέμενα πεισματικά να κρατάω, ακριβέστερα θα έλεγα να την σέρνω με το ελεύθερο χέρι μου, το δεξιό, ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχα, «καινούργιο κοσκινάκι μου και που να σε κρεμάσω»!
Και μέσα σε μια στιγμή όλα άλλαξαν κι από την μαγεία προσγειώθηκα αστραπιαία στον πανικό. Ήμουν μόνος, μόνος εντελώς ανάμεσα σ΄ένα άγνωστο πλήθος και πολύ μικρός για να φανώ ψύχραιμος. Έντρομος άρχισα να την φωνάζω, σιγά στην αρχή και δυνατά γεμάτος απελπισία, όσο κυλούσαν τα λεπτά. Μάταια προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν κάποιοι πρόθυμοι κι ευαίσθητοι από τους διερχόμενους. Ώσπου εμφανίστηκε από το πουθενά και εξ ίσου πανικόβλητη έσκυψε και με πήρε στην αγκαλιά της. Έτρεμα σύγκορμος, ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πως, ακόμη και η δική της ασφάλεια η δεδομένη, ήταν σχετική και καθόλου, μα καθόλου σίγουρη.
Έκτοτε ουκ ολίγες φορές ένιωσα τον ίδιον τρόμο, να χάνω ξαφνικά την γη κάτω από τα πόδια μου. Εδώ και πολλά χρόνια όμως δεν φωνάζω, ούτε κλαίω, μήτε καλώ σε βοήθεια. Ποιος να βρεθεί άλλωστε να με συντρέξει; Κανένα αποτέλεσμα δεν έχει και ουδόλως ωφελεί μια τέτοια αντίδραση. Κι ομολογώ ότι ακόμη, τι παράδοξο, όπως μου συνέβη τότε στην ηλικία των τεσσάρων χρόνων στα Χαυτεία κατά την εκπνοή του 1960, ένα παρόμοιο αίσθημα εγκατάλειψης με κυριεύει, την ίδια άβυσσο βλέπω να χάσκει εμπρός μου, όταν ένα αγαπημένο χέρι παύει απρόσμενα κι οριστικά να σφίγγει το δικό μου.
Επίλογος:
Τρεις ιστορίες της παιδικής ηλικίας σχετικές με τις εορταστικές ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, λίγο συνηθισμένες, σίγουρα νοσταλγικές, που όμως μου υποβάλλουν περισσότερο από το σύνηθες, πιο επιτακτικά θα έλεγα – μυστήριο γιατί – την υποψία ότι ο χρόνος ο παρελθών, ο παρών και ο μέλλων, ίσως να είναι ένας και ενιαίος. Πιο συγκεκριμένα και εξ αιτίας αν μη τι άλλο της αναμενόμενης, εντός των προσεχών ωρών, νέας άφιξης: «Πάει ο παλιός ο χρόνος;». Ιδού το ερώτημα!