Ο Bob Geldof στο Memphis
18-05-2019

Ένα βράδυ, μέσα Δεκεμβρίου του 1987, κατεύθασα στο μπαρ Memphis επί της οδού Βεντήρη 7, έναντι του ξενοδοχείου Hilton. Θα μιλούσα με έναν από τους τρεις συνιδιοκτήτες του μαγαζιού, τον Γιάννη Βαμβακά συγκεκριμένα, μήπως και εργαστώ εκεί. Οι άλλοι δύο ήταν η Σοφία Γιαννοπούλου και ο Κώστας Χαροκόπος. Η συνάντηση είχε κανονιστεί από την φίλη μου, την συγχωρεμένη Σούλα Φρίκη, στέλεχος βασικό τότε του μαγαζιού. Πήγε καλά και από την επομένη κιόλας έπιασα δουλειά ως υπεύθυνος της «πόρτας» και των δημοσίων σχέσεων εν γένει. Ήταν πολύ της μόδας το καινούργιο, ξενόφερτο φρούτο του face control. Αν και καθόλα παράνομο το είχαν υιοθετήσει, αρχής γενομένης από το «Εργοστάσιο», όλα τα μπαρ της εποχής που σέβονταν υποτίθεται τον εαυτό τους. Ερχόταν μια παρέα να διακεδάσει ή μοναχικά άτομα και υπέμειναν όλοι, πλην των επιφανών και των φίλων, την δοκιμασία του ελέγχου από τον πορτιέρη. Έπρεπε να πληρούν κάποιες προϋποθέσεις, ενδυματολογικές κυρίως για να περάσουν εντός. Αποκλείονταν οι λαϊκής προέλευσης και δη ασυνόδευτοι πελάτες. Τα μπακούρια έπρεπε οπωσδήποτε να «φάνε πόρτα».

Το μπαρ ήταν σε ανοδική πορεία. Σε σύντομο χρονικό διάστημα άρχισαν να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια κι άλλα παρόμοια στον ίδιο δρόμο, που ζήλεψαν την τύχη του Memphis. Η Βεντήρη έγινε ξαφνικά, από την μια μέρα στην άλλη, η καινούργια πιάτσα της νυκτερινής διασκέδασης. Κι εγώ στο ειδικό κουβούκλιο της εισόδου μόνος κι απροστάτευτος να ελέγχω σταθερά κάθε βράδυ, από τις δέκα έως τις τρεις το πρωί, τους προσερχόμενους. Να τους επιλέγω ή να τους απορρίπτω με διάφορα ανόητα προσχήματα. Αλλά με ύφος σιγουριάς που δεν σήκωνε συζήτηση. Άλλοτε πάλι να μεροληπτώ σκανδαλωδώς στην θέα κάποιου μοναχικού τύπου με πρόσωπο βαρύ και λυπημένο. Και προς μεγάλη έκπληξη των «σιγουράκηδων» που ήταν εν αναμονή και τους οποίους παρέκαμπτα κι ολοφάνερα αγνοούσα, να κάνω σινιάλο σ΄εκείνον για να περάσει κατ’  εξαίρεση μέσα. Να τους καλησπερίζω όλους με χαμόγελα κατά την προσέλευσή τους ευχόμενος την «καλή διασκέδαση» και να τους καληνυχτίζω ευγενικά επίσης κατά την αποχώρησή τους. Μόνο η γνωστή φράση των αεροπορικών γραμμών, «…κι ελπίζουμε να σας έχουμε κοντά μας σε μια από τις επόμενες πτήσεις μας», έλειπε από τις επιδαψιλεύσεις μου. Στα δύο χρόνια που παρέμεινα στο πόστο αυτό, μια φορά μόνον έγινε φασαρία από κάποιον τσαμπουκαλεμένο πελάτη. Αλλά δεν κόλωσα, πιαστήκαμε κανονικά στα χέρια. Κάποιος από τους παρισταμένους στον καυγά με ρώτησε εντυπωσιασμένος να του πω πόσες ζώνες έχω. Κατάλαβα πού το πήγαινε και του απάντησα χαριτολογώντας: «Μια μαύρη, μια καφέ και μια κροκό». Καθότι ήμουν ασήμαντος μεν το δέμας – πλην όμως με τσαγανό ψυχής – δεν μπορούσε να κατανοήσει ο αφελής από που εκπορευόταν η αυτοπεποίθηση της συμπεριφοράς μου. Και υπέθετε λοιπόν ότι στα σίγουρα κατέχω την τέχνη του καράτε, πώς αλλιώς; Είναι δύσκολο το έργο του πορτιέρη. Δύσκολο, επικίνδυνο και άχαρο πολύ.

Όλα αυτά κι ακόμη περισσότερα τα έγραψα με λεπτομέρειες σ΄ ένα εκτενές ρεπορτάζ – συνέντευξη που υποτίθεται ότι μου παραχώρησε ο πορτιέρης του Memphis για τις σελίδες του Marie Claire. Επρόκειτο για ένα αυτοβιογραφικό κατ΄ ουσίαν κείμενο. Εργαζόμουν ακόμη κανονικά στο μπαρ όταν απρόσμενα όλως δρομολογήθηκε η συνεργασία μου εκ παραλλήλου με το έντυπο. Η διεύθυνση του περιοδικού που δεν γνώριζε την μυστική επαγγελματική μου ιδιότητα, το θεώρησε εξαιρετική επιτυχία. Άρεσε πολύ και μάλιστα είχε εντυπωσιαστεί από την επιλογή μου. «Μα πού στο καλό τον βρήκες και τον ξετρύπωσες έναν τέτοιο πορτιέρη; Αδικείται σ΄ αυτήν την δουλειά ο άνθρωπος. Η ματιά του στα πράγματα είναι τόσο διεισδυτική!», ήταν ένα από τα θετικά σχόλια που ειπώθηκαν όταν παρέδωσα προς δημοσίευση την συνέτευξη – μονόλογο. Η Ρούλα Μητροπούλου μάλιστα, υπεύθυνη τότε όλων των περιοδικών του Δ.Ο.Λ., στον ετήσιο απολογισμό της σχετικώς με τα πεπραγμένα τους, το είχε ανακηρύξει ως το καλύτερο κομμάτι της χρονιάς! (Marie Claire, Ιούλιος 1990, τεύχος Νο 20). Τον «κάλπικο» πορτιέρη τον είχα βαφτίσει θυμάμαι όχι με κάποιο άσχετο ονοματεπώνυμο, αλλά θέλοντας να είμαι στοιχειωδώς ειλικρινής, του έδωσα το δικό μου μικρό όνομα και επίθετο το άλλο το άτυπο, αυτό που θα μπορούσα να έχω από την πλευρά της μητέρας μου. Θεωρούσα ότι πιθανόν να ήταν βλαπτική για την δημοσιογραφική μου σταδιοδρομία που μόλις ξεκινούσε, η  γνωστοποίηση της απασχόλησής μου σε μαγαζί της νύχτας. Τόσο επιφυλακτικός ήμουν μερικές φορές ο κατά τ΄ άλλα αδιάφορος κι αντικονφορμίστας τύπος!

Σε μια σύσκεψη με τους ιδιοκτήτες συζητήσαμε το ενδεχόμενο μιας διαφημιστικής ραδιοφωνικής καμπάνιας του μπαρ. Υπήρχε διαθέσιμο εκ μέρους τους ένα σημαντικό χρηματικό ποσόν. Η δική μου πρόταση ήταν να μην το σπάσουν σε δύο ή τρεις ραδιοφωνικούς σταθμούς όπως είχαν κατά νου, αλλά να δοθεί εξ ολοκλήρου στον ΚΛΙΚ του Πέτρου Κωστόπουλου. Παρότι ήταν σχεδόν στα σκαριά του ακόμη, μόλις πριν από μερικούς μήνες είχε αρχίσει να εκπέμπει, καταλάβαινα ότι σε λίγο θα κυριαρχούσε στην μπάντα των FM. Όπως ακριβώς συνέβαινε ήδη με το ομότιτλο έντυπό του. Παρά τις σχετικές επιφυλάξεις τους, τελικά τούς έπεισα. Εκείνο το καλοκαίρι του ΄90 κάθε βράδυ στην ζώνη 20.00΄– 22.00΄ σε τακτά διαστήματα κατά την διάρκεια της δίωρης εκπομπής του Γιάννη Νένε, «έπαιζαν» για ένα τρίμηνο τα διαφημιστικά σποτάκια του Memphis. Με σλόγκαν το αντιφατικό «No more Alcohol»! Κι αυτή η επιλογή καθώς και η προηγούμενη της ζώνης με την πιο ενδιαφέρουσα ακροαματικότητα, λόγω του μουσικού παραγωγού της βεβαίως, ήταν δικές μου. Και όπως σωστά είχα προβλέψει η διαφημιστική καμπάνια βρήκε τον στόχο. Έγινε χαμός, το μπαρ απογειώθηκε κανονικά! Η τεράστια καλοκαιρινή αυλή του ήταν φίσκα από κόσμο. Τα αφεντικά ήταν πολύ ευχαριστημένα, τρίβανε τα χέρια τους από χαρά… Αξίζει να πω ότι στην διαχρονική επιτυχία του είχαν μεγάλη συμβολή οι δύο DJ, ο Σταύρος Αποστόλου και ο Δημήτρης Γιάτας. Τα μουσικά κομμάτια που επέλεγαν εναλλάξ κάθε βράδυ, δημιουργούσαν εξαιρετική ατμόσφαιρα. Το κέφι, συνεπικουρούμενο από το μάγο οινόπνευμα, κτυπούσε κόκκινο. Οι δυο τους αποτελούσαν το ένα από τα δύο σημαντικά ατού του Memphis. Το άλλο ήταν τα καθαρά ποτά του.

Εκείνο το καλοκαίρι ήλθε στην Ελλάδα ο διάσημος Ιρλανδός μουσικός και πολιτικός ακτιβιστής Bob Geldof. Η συναυλία του που θα γινόταν στο θέατρο του Λυκαβηττού θα είχε κάποιον φιλανθρωπικό σκοπό. Έτσι μου μπήκε η ιδέα να περάσει, αμέσως μετά για ένα ποτό ή για φαγητό από το Memphis. Αν τα κατάφερνα, πράγμα διόλου εύκολο, θα ήταν μια καλή διαφήμιση για το μπαρ. Επικοινώνησα με τον φίλο μου τον Νίκο Μουρατίδη, υπεύθυνο του ελληνικού τμήματος της δισκογραφικής εταιρίας του Geldof, για να του ζητήσω την χάρη. Του άρεσε πολύ η ιδέα αλλά ήταν φορτωμένος με άλλες υποχρεώσεις. Έτσι με παρέπεμψε, για καλύτερο αποτέλεσμα, στην Ελίνα Δελαλοπούλου, την  συνεργάτιδά του και κοινή μας φίλη. Μαζί με την Ελίνα καταστρώσαμε το επιτελικό σχέδιο ρυμούλκησης του διάσημου καλλιτέχνη μετά την συναυλία του στο μπαρ. Όπερ και εγένετο! Δώσαμε μάχη, αλλά στο τέλος τα καταφέραμε. Το ίδιο βράδυ οι πελάτες έβλεπαν με έκπληξη να τριγυρνάει ανάμεσά τους ο Bob Geldof με ένα ποτό στο χέρι και να φωτογραφίζεται με όσους του το ζητούσαν. Είχαμε επιστρατεύσει έναν επαγγελματία επί πληρωμή φωτογράφο γι΄αυτήν την δουλειά. Κινητά τηλέφωνα δεν υπήρχαν ακόμη ή μάλλον σπάνιζαν. Και πάντως δεν διέθεταν κάμερα. Και δώστου και πάρτου λοιπόν τα φλας μέχρι πρωίας. Εκείνος αντιμετώπιζε με ψυχραιμία και στωικότητα τις εκδηλώσεις συμπάθειας εκ μέρους των θαμώνων στο πρόσωπό του. Υπέμενε τα πάντα μ΄ ένα χαμόγελο.

Νομίζω ότι η συγκεκριμένη επίσκεψη στο Memphis ήταν η πλέον σημαντική. Κι άλλες πολλές είχαν συμβεί επισκέψεις κατά καιρούς επιφανών προσώπων, όπως για παράδειγμα του Γιώργου Παπανδρέου, μα δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον στα μάτια των πελατών. Μπορεί ενδόμυχα να τους κολάκευε το γεγονός ότι τα έπιναν στον ίδιο χώρο μ΄ εκείνους, αλλά μέχρις εκεί. Κι αυτό γιατί κατά κύριο λόγο το προτιμούσαν οι λάτρεις της μουσικής, όπως είπαμε και λίγο πριν, κι όχι τίποτα ανυποψίαστοι μπαρόβιοι πελάτες. Η καλή μουσική ήταν το σταθερό κριτήριο της αξιολόγησης του κόσμου και ως φυσικό επακόλουθο η μεγάλη προσέλευση. Τέλος, με δυο λόγια πελάτες και εργαζόμενοι περνούσαμε καλά. Το αλκοόλ έρεε άφθονο και τα κεράσματα σε φίλους και γνωστούς δεν είχαν τελειωμό. Η συμπεριφορά των εργοδοτών ήταν υποδειγματική μέχρι κεραίας. Τα Σαββατόβραδα μετά το πέρας της λειτουργίας υπήρχε έτοιμο φαγητό από την υπεύθυνη της κουζίνας, την Αλεξάνδρα Μαργέτη. Πριν αποχωρήσουμε για τα σπίτια μας,  τρώγαμε όλοι μαζί υπάλληλοι κι αφεντικά κάνοντας πειράγματα και λέγοντας αστεία ο ένας στον άλλο. Υπήρχε φιλική ατμόσφαιρα μεταξύ μας. Στα δύο χρόνια που εργάστηκα στο Memphis μόνο καλά πράγματα έχω να θυμηθώ. Και πολλά ευτράπελα. Όπως η εύστοχη απάντηση της Σούλας Φρίκη στον Κώστα Χαροκόπο για παράδειγμα, όταν ο τελευταίος ζήτησε να «αποβληθούν» δύο μεθυσμένοι κι ασχημονούντες πελάτες. «Συγνώμη, τι περίμενες να συμβεί Κώστα; Μπαρ έχεις και σερβίρεις αλκοόλ. Κι όχι καμιά ΕΒΓΑ με γάλατα…», τον αποστόμωσε κανονικότατα η συγχωρεμένη.

Η Σούλα Φρίκη – τι όνομα κι αυτό! – έφυγε το ξημέρωμα της 4ης Ιουνίου 1988. Ο Νίκος Επιτροπάκης επέζησε μια εβδομάδα ακριβώς περισσότερο, σε βαθύ κώμα. Υπήρξαν και οι δύο θύματα ένος τροχαίου δυστυχήματος που συνέβη αμέσως μετά το κλείσιμο του μαγαζιού. Ο Νίκος δούλευε στο μπαρ. Έφυγαν μαζί για το ξενοδοχείο «Το Όνειρο» των Εξαρχείων όπου είχαν καταλύσει από την προηγουμένη, όταν διασχίζοντας την Βασιλίσσης Σοφίας τους παρέσυρε ένα διερχόμενο Ι.Χ. που έτρεχε ιλιγγιωδώς. Όταν με ειδοποίησαν κι έτρεξα στο σημείο του δυστυχήματος βρήκα την Σούλα σε μια λίμνη από αίμα. Της μίλησα. Κάτι προσπάθησε κι εκείνη να μου πει. Το πλήθος που είχε στο μεταξύ μαζευτεί γύρω της, μού φώναζε να μη την αγγίξω. Παρά την μεγάλη ταραχή μου υπάκουσα. Ήλθε το ασθενοφόρο και την πήρε. Αλλά μέχρι να φθάσει στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, η Σούλα είχε εκπνεύσει. Δεν την πρόλαβα.

+ Στην μνήμη της Σούλας Φρίκη και του Νίκου Επιτροπάκη