Ο χαφιές που μας ακολουθεί
13-02-2019

Η δικτατορία (1967-1974) με βρήκε φοιτητή στο Μαθηματικό Θεσσαλονίκης και με άφησε οκτώ μηνών αρχιτέκτονα. Έζησα με συμφοιτητές που σιωπηλοί παρακολουθούσαν τις παραδόσεις, φυτεμένοι από την Ασφάλεια, που απο μακριά έδειχναν πως ήταν μαθημένοι σε στολές και τα πολιτικά έδειχναν άχαρα επάνω τους. Έζησα και επιτρόπους που είχαν φυτευτεί σε κάθε υπηρεσία, όταν πρωτοέτρεχα για τις πρώτες μελέτες μου και δέχτηκα στο δωμάτιό μου την επίσκεψη ενός αστυνομικού που ήρθε να ελέγξει το οικογενειακό ποιόν μου.

Αλλ’ ακόμη και σήμερα, πλακώνομαι από το παθητικό, αθόρυβο και φοβισμένο περιβάλλον, που ξοδιάζονταν στις αθλητικές εφημερίδες και οργάνωνε πάρτι στις Απόκριες. Η Χούντα είχε σύστημα με τα πανεπιστήμια. Εξαγόραζε την φοιτητική παρουσία, σβήνοντας τις πολυάριθμες απουσίες από την υποχρεωτική γυμναστική, αρκεί να πήγαινες σε κάποια υποδοχή μεγαλοσχήμονα στην πόλη. Και το σκληρό εξεταστικό σύστημα, το χαλάρωνε, επινοώντας την «μεταφορά μεταφερομένου μαθήματος» που επέτρεπε να το περνάς έως και λίγες ημέρες πριν τη διπλωματική.

Bέβαια, η νεότητα και οι συμπάθειες που γίνονταν εύκολα από πιο τολμηρούς συναδέλφους, μέτρησαν εντέλει και γρήγορα συμπήξαμε ομάδες φίλων, όχι υποχρεωτικά ομοϊδεατών, και μάθαμε τα κατατόπια που άνοιγε η τόλμη και η εγκαρδιότητα.

Αλλά αυτή η σχετικά περίκλειστη κοινωνία από φοιτητές που έπιαναν μεν τα απειλητικά βλέμματα, αλλά ήταν ανίκανη να ξεχωρίσει έναν χαφιέ, μας έμαθαν σε μια μηχανική αντιμετώπιση των «αντιπάλων» από προφανή εξωτερικά χαρακτηριστικά (όπως το κούρεμα, το καθαρό από τρίχες σβέρκο ή παντελόνι καλοσιδερωμένο  που δεν ταίριαζε με το «εξεγερτικό» τζάκετ) αλλά γρήγορα, διαρροές και προσκλήσεις στην Ασφάλεια, μας οδήγησαν να ψυλλιαζόμαστε και εγκάρδια παιδιά που φορούσαν όλην  την χίππικη αρματωσιά, αλλά είχαν μερικές δυσκολίες στις πολιτικές ορολογίες και άλλα, πλάγια συναφή.

Βέβαια, το ποτάμι έτρεχε και δεν μας πολυενδιέφεραν οι παραπόταμοι με τα απόβλητα.  Στην αρχή, απομονώσαμε τις λεγόμενες «ταπετσαρίες» δηλαδή νεαρούς που έχασκαν ή έδειχναν πως έχασκαν από τις σοφίες που ξερνούσαμε σε διάφορα στέκια. Και μετά, πάψαμε να ασχολούμαστε. Ήδη οι μεταξύ μας πολιτικές διαφορές, έκαναν εύκολες τις απαξιωτικές προτάσεις ανάμεσά μας, καθώς οι νεολαίες απέκτησαν σάρκα και οστά, από τουλάχιστον πέντε σημαντικές σε ένταση και αριθμό παρέες του Πολυτεχνείου με τον δικό τους προσανατολισμό η καθεμιά. Οι επιπτώσεις της διάσπασης του 1968, γρήγορα έγιναν έως και δραματικές. Επί τουλάχιστον πέντε χρόνια, δεν θυμάμαι να μίλησα με νεολαίο δεξιό, ή έστω κεντρώο. Μερικές φορές που έδειχναν κάποιον από μακριά, κι έως εκεί.

Τελικά, έμαθα ποιος ήταν ο προσωπικός μου χαφιές, με τελεσίδικα ακριβή τρόπο. Δεν προέρχονταν από τους χώρους που γνώρισα. Ήταν φίλος γκαρδιακός. Αλλά τότε κατάλαβα πως  αυτά τα θέματα δεν αποκτούν ποτέ δικαίωση. Ήταν πια Μεταπολίτευση και ελάχιστοι υπέφεραν ως χουντικοί και πολύ σπάνια αποκλείστηκαν από παρέες, επαγγέλματα ή σταδιοδρομίες. Δεν είχα τίποτε να καταγγείλω για κανέναν, απλώς κατά καιρούς μελαγχολούσα. Οι δημόσιοι και κατά μόνας τσακωμοί μου είναι σπανιότατοι και δεν θέλω καθόλου να καυγαδίζω.

Σας γράφω για ένα ήσσον ζήτημα, που από καιρό έχει ξεχαστεί. Σήμερα δεν υπάρχουν χαφιέδες σε ανθρώπινο επίπεδο. Ευτυχώς η τεχνολογία τους έχει ακυρώσει. Και λείπει πλέον η δερματική έκφρασις του φόβου και της ενόχλησης, αφού το ρουφιανεύειν είναι βιομηχανοποιημένο.

 

Ετικέτες: χούντα