Πάντοτε με εντυπωσίαζαν τα κείμενα που παρουσιάζονται ως εκ βαθέων εξομολογήσεις. Όταν δεν είναι απολογίες ενώπιον ανακριτού, σπανίως ξεπερνάνε τον εξωτερικό φλοιό ενός κρεμμυδιού, που διατάσσεται συνήθως σε επτά διακριτές στρώσεις. Σαν την ασπίδα του Αίαντα.
Βέβαιος πως πρόκειται περισσότερο για μια μορφή διαθήκης, ομολογώ πως προσπάθησα πολλές φορές να συντάξω έστω μια σελίδα σκέτη, όπου θα υπήρχε ένα στιγμιότυπο στυγνά βιωματικό, έως και αποκρουστικό, αλλά εις μάτην. Η αλήθεια «μου» υπερίσχυε της αγνής πρόθεσης.
Καλύτερες επιδόσεις έχουν τα κείμενα που βρίθουν από υπονοούμενα, αλλά κι αυτά λογοτεχνία είναι εντέλει. Οπότε, άσε. Αν και υπάρχουν φορές που ένα δραστικό ύφος είναι απολύτως αληθοφανέστερο από μία εξομολόγηση. Τέτοια απομνημονεύματα, υπάρχουν αρκετά.
Μεταξύ μας, κι αυτό σε χάιδεμα καταλήγει. Κάποιες στιγμές κατάφερα και ξεστόμισα την γυμνή αλήθεια,όχι παραπάνω από μία πρόταση. Απ΄αυτές τις αλήθειες που κρατάς έντρομος στη μνήμη, θεωρώντας ότι θα προκύψουν φρικτές συνέπειες και αποσβολωμένο βλέμμα του αποδέκτη.
Ε,δεν προέκυψε τί-πο-τε. Και δικαίως. Επειδή αυτές τις φοβερές και τρομερές αλήθειες, τις έχουμε για αυστηρά ατομική χρήση. Κι ο μόνος τρόπος να τις κάνουμε εύληπτες, είναι να προσθέσουμε ηδυσμένο, δραματικό λόγο, μαζί με τις κατάλληλες εκφράσεις προσώπου και αρμοδίως διασκευασμένο spleen.
Επομένως, πάλι λογοτεχνία μου μυρίζει, οπότε είπα, άσε.