Φωτογραφία: Γιόλα Ψαροπούλου, 1982
Ο φίλος μου ο Κωστάκης
31-10-2018

Εδώ στου δρόμου τα μισά, καθώς το θέλει ο Ποιητής, στα πενήντα χρόνια ακριβώς, αν υποθέσουμε ότι ένας κύκλος φιλίας δύναται ποτέ να σκαρφαλώσει στην ηλικία των εκατό, έφτασε η ώρα να το πω. Πριν λίγες ημέρες συμπληρώθηκε μισός αιώνας φιλίας εμού και του Κωστάκη, ναι του Κωστάκη, καθότι έτσι τον προσφωνούσαν ανέκαθεν και συνεχίζουν να το κάνουν όλοι οι υπόλοιποι φίλοι και βεβαίως τα συγγενικά του πρόσωπα, θέλω να πω, ότι δεν είναι κάποιο δικό μου αποκλειστικό προνόμιο. Σποραδικά αρθρώνεται το Κώστας κι αυτό συμβαίνει στο επαγγελματικό του αλισβερίσι από τα χείλη ενός εκάστου των πελατών του και δη κατά τον πρώτο καιρό. Μετά από λίγο περνούν κι αυτοί στο καθιερωμένο και οικείο Κωστάκης. Το δε επίσημο όνομα Κωνσταντίνος φιγουράρει μαζί με το επίθετο Κάτσουλας μόνον στο δελτίο της αστυνομικής του ταυτότητας και στα λοιπά δημόσια έγγραφα βεβαίως, ως μακρινή ανάμνηση της βάφτισης. Παραδόξως κι αντίθετα μ’ εμένα που απεχθάνομαι γενικώς τα υποκοριστικά και δη των ονομάτων, εκείνος δείχνει να το χαίρεται και σίγουρα δεν τον ενοχλεί, ακόμη και τώρα που συμπλήρωσε αισίως τα εξήντα δύο, όσα κι εγώ δηλαδή.

Ήταν αρχές Οκτωβρίου του μακρινού έτους 1968, μόλις λίγες ημέρες μετά την έναρξη του σχολικού έτους κι εγώ ένας λαμπρός πλέον γυμνασιόπαις της πρώτης τάξης, φοβισμένος κάπως απ’ τα καινούρια αυστηρά ήθη και το τεράστιο στα μάτια μου – σε σχέση με το 5ο δημοτικό σχολείο της γειτονιάς μου, το ταπεινό και οικείο που πήγαινα μέχρι πρότινος – τριώροφο κτήριο στο κέντρο των Αγίων Αναργύρων, όταν κατά την διάρκεια του μαθήματος δημιουργήθηκε ξαφνικά μια μικρή αναστάτωση από κάποιους συμμαθητές μου, άγνωστους σε μένα, καθότι ήταν προερχόμενοι από το δημοτικό άλλης συνοικίας, τα Μυκονιάτικα συγκεκριμένα. Είχαν πάρει το θάρρος να σηκωθούν όρθιοι, άνευ αδείας της καθηγήτριας, της δεσποινίδας Μαρκοπούλου και με ασυγκράτητο ενθουσιασμό επαναλάμβαναν: «Ο Κωστάκης, ο Κωστάκης, έρχεται ο Κωστάκης!» έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς την εξωτερική πλευρά της αίθουσας.  Η «δεσποινίς» ήταν ετών πενήντα φεύγα με χαρακτηριστικό της γνώρισμα την χαλαρή πειθαρχία, εξ ου και τα θάρρητα.  Από ενστικτώδη περιέργεια γύρισα κι εγώ το κεφάλι μου δεξιά, προς την τεράστια τζαμαρία, για να καταλάβω σε τι οφειλόταν ακριβώς αυτή η αιφνίδια έξαρση και ποιος επιτέλους ήταν ο τόσο δημοφιλής Κωστάκης. Και είδα πίσω από τον προπορευόμενο Γυμνασιάρχη, τον κύριο Λουκά Γιαννόπουλο με την γκρίζα καπαρντίνα του και τα μαύρα γυαλιά, τον συμπαθέστατον «Αλούπη», να ακολουθούν πέντε ή έξι παιδιά κι ανάμεσά τους, χαμογελώντας αμήχανα λόγω της απρόσμενης υποδοχής προφανώς, ο μετέπειτα επιστήθιος φίλος μου, ο Κωστάκης!

Ο κύριος Γυμνασιάρχης επαλήθευσε τις προσδοκίες των φωνασκούντων συμμαθητών μου, κτύπησε τυπικά την πόρτα, άνοιξε χωρίς να περιμένει απάντηση – μέγα λάθος εκ μέρους του – και εισήλθε μαζί με την κουστωδία του. Απευθυνόμενος προς στην δεσποινίδα Μαρκοπούλου πρόλαβε να της εξηγήσει, ζητώντας πρώτα συγνώμη για την διακοπή του μαθήματος, τον λόγο της επίσκεψής του. Το Α2 τμήμα της πρώτης τάξης είχε περισσότερους μαθητές από το δικό μας το Α1, καθώς και από το Α3. Έτσι έφερε βάσει καταλόγου, προς χάριν της αριθμητικής ισορροπίας μεταξύ των τριών τμημάτων, τους πρώτους μαθητές του Α2 να προστεθούν, ως ουρά στο δυναμικό του Α1. Στην αίθουσα, παρά τους ψιθύρους και τα χαμηλόφωνα σχόλια, επικρατούσε σχετική ησυχία. Η παρουσία του «Αλούπη» ήταν σεβαστή. Κι όχι μόνον από τα νεοφερμένα πρωτάκια, αλλά και από τους μαντράχαλους των μεγαλυτέρων τάξεων. Δεν αστειευόταν, μοίραζε τις αποβολές σαν τα στραγάλια. Είχε απόλυτη εξουσία στους μαθητές, εν μέρει και στους καθηγητές. Η χούντα εκείνων των χρόνων, συν τοις άλλοις, καθιστούσε τον γυμνασιάρχη απόλυτο αφέντη και κατά περίπτωση δυνάστη των μαθητών.

Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την φράση του, όταν δέχτηκε τα καταιγιστικά πυρά της δεσποινίδας Μαρκοπούλου, της αγαπημένης μας γιαγιάς Ντακ. Αμίλητη και συννεφιασμένη κοιτούσε προσβλητικά αλλού, όσο διαρκούσαν οι εξηγήσεις του. Μόλις όμως έβαλε τελεία, η δεσποινίς άστραψε και βρόντησε! «Ποιος είσαι εσύ και με ποιο δικαίωμα διακόπτεις την διδασκαλία μου;». Ποια διδασκαλία δηλαδή, πάρτυ κανονικό γινόταν ερήμην της… Εμείς μείναμε εμβρόντητοι. Δεν περιμέναμε τέτοια ακραία και αψυχολόγητη, εν πολλοίς, αντίδραση από μέρους της. «Πέρασε έξω αμέσως και μην τολμήσεις άλλη φορά να εισβάλεις σε αίθουσα που κάνω εγώ μάθημα». Κάτι πήγε να ψελλίσει ο δυστυχής Αλούπης, αλλά τον άρπαξε και πάλι από τα μούτρα. «Πέρασε έξω, τώρα!» ούρλιαξε η δεσποινίς, εκτός εαυτού, πλέον. Κι εκείνος, με την ουρά κάτω από τα σκέλια, άνοιξε την πόρτα κι έφυγε. Περιττόν να σας πω τι επακολούθησε. Ξεσπάσαμε σε αλαλαγμούς ενθουσιασμού και ζητωκραυγές. Φωνάζαμε, έτσι για μεγαλύτερο χαβαλέ: «Μπράβο δεσποινίς, καλά του κάνατε, είμαστε μαζί σας» κι άλλα παρόμοια. Και η γιαγιά Ντακ χαμογελώντας με πρόδηλη ικανοποίηση και χαρά για το λεκτικό μπερτάχι που μόλις του είχε ρίξει, προσπαθούσε να σταματήσει τον σαματά, να μας επαναφέρει στην κοσμιότητα και την τάξη, κάνοντας απ’ το ύψος της έδρας, ως πολιτικάντης απευθυνόμενος στους ενθουσιώδεις οπαδούς του, με τα χέρια διάπλατα ανοιχτά το σχετικό νεύμα καταλαγής. Κάποια στιγμή αργότερα «πληροφορηθήκαμε» από τους μεγαλύτερους ότι η δεσποινίς έτρεφε άσβεστο μίσος για τον κύριο Γυμνασιάρχη, επειδή τάχα της είχε «ριχτεί» κατά το παρελθόν, ότι δηλαδή την παρενόχλησε σεξουαλικά κι άλλες τέτοιες σαχλαμάρες. Επίσης, ότι είχε νοσηλευτεί περισσότερες της μιας φοράς σε νευρολογική κλινική, πράγμα διόλου απίθανο. Ένα όμως είναι το σίγουρο. Οι ώρες διδασκαλίας μαζί της στο μάθημα των Νέων Ελληνικών και της Έκθεσης ισούνταν, για εμάς τους μαθητές, με ώρες παιδικής χαράς και ακραίου ξεσαλώματος! Κι άλλο ένα επίσης, ότι η έλευση του Κωστάκη στην ζωή μου, σημαδεύτηκε από αυτό το ανάλαφρο επεισόδιο.

Έκτοτε και για πενήντα συναππτά έτη ο Κωστάκης ενσαρκώνει το alter ego μου. Παρότι εκείνος είναι Απολλώνιος μάλλον κι εγώ αυθεντικό παιδί του Διόνυσου, καταφέραμε κάτι σπάνιο. Παραμείναμε κολλητοί φίλοι, αχώριστοι για μισόν αιώνα. Ελάχιστες ήταν οι προστριβές μας μέσα στα χρόνια κι αυτές άνευ σημασίας. Και κάποια σποραδικά καυγαδάκια με τις σχετικές μετέπειτα νεφώσεις και το χαμηλό βαρομετρικό δεν είχαν διάρκεια μεγαλύτερη της μιας ή δύο ημερών. Δύσκολο να απαριθμήσω ανατρέχοντας στο παρελθόν τις φορές, πόσες και πόσες αλήθεια, που κατέφυγα στην στήριξή του για να τα βγάλω πέρα. Αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί για μένα το «ένα το κρατούμενο», το απάνεμο λιμάνι που επιστρέφω όταν τα έχω κάνει θάλασσα, το σίγουρο αραξοβόλι μου μετά τα ναυάγια και τα λογής στραπάτσα. Κι άλλοι φίλοι σημαντικοί ήλθαν στην ζωή μου και παραμένουν, αλλά ποτέ δεν «απειλήθηκε» εξ αιτίας τους η περίοπτη εντός μου θέση του Κωστάκη. Χαρακτηριστική είναι μια φράση της μητέρας μου, άνθρωπος δύσκολος κι αυστηρός που δεν της άρεσαν οι διαχύσεις και τα γλυκόλογα, ειπωμένη με επιγραμματικό ύφος: «Εγώ έχω τρεις γιους». Παρότι δύο έτεκεν, τον πρωτότοκο αδελφό μου κι εμένα, δεν τον ξεχώριζε από τα παιδιά της, αποτελούσε ισότιμο μέλος της οικογένειας. Συχνά δε προσπαθούσε να του αποσπάσει, με τρόπο βεβαίως, πληροφορίες για μένα, ανησυχούσε η δόλια μάνα κάθε τόσο και όχι άδικα. Σιγά όμως να μην έβγαζε λαγό. Ο κολλητός μου ήταν τάφος. Άλλοτε  πάλι ψάρευε έμμεσα εμένα με την «αθώα» ερώτηση: «Με τον Κωστάκη μίλησες; Από πότε έχεις να τον δεις;». Αμέσως καταλάβαινα πού το πάει. Η εγγύτητα ή ανάλογα η απομάκρυνσή μας αποτελούσε ένα είδος βαρόμετρου, αν παραμένω δηλαδή στον ίσιο δρόμο ή έχω αρχίσει τα στραβοπατήματα. Ενστικτωδώς μπορούσε να το αντιληφθεί και μ’ αυτό το τέχνασμα να το επιβεβαιώσει. Κατά την διετία που υπηρετούσα στρατιώτης στον Έβρο η επικοινωνία και οι επισκέψεις του στην μητέρα μου συνεχίστηκαν κανονικά απόντος εμού. Αλλά και όλο το σόι μου ως στενό συγγενή τον αντιμετώπιζε. Ήταν καλεσμένος ανελλιπώς σε γάμους και βαπτίσεις, σε γλέντια και θανάτους. Πανταχού παρών!

Πολλές φορές διακρίνω στα μάτια κάποιων κοινών γνωστών, όταν τυχαία πληροφορούνται την ηλικία της φιλίας μας, μια στιμιαία έκπληξη, ομού με θαυμασμό και μια δόση ζήλιας. Το βρίσκω φυσιολογικό, δεν είναι και τόσο συνηθισμένο στους καιρούς μας δύο άντρες να παραμένουν φίλοι επί πέντε δεκαετίες, δύο σύγχρονοι Δάμων και Φιντίας που ευτυχώς, δεν χρειάστηκε μέχρι στιγμής να περάσουν, καθώς τα πρόσωπα της μυθολογίας, από την ακραία δοκιμασία, ποιος απ΄τους δύο θα πεθάνει στην θέση του άλλου… Δεν υπάρχει μυστικό μου που να μην το κατέχει, πρώτος και συνήθως, αποκλειστικά εκείνος. Κι ομολογώ ειλικρινά, μιας και το ΄φερε η κουβέντα, ότι δεν ξέρω ποιος θα ήμουν και ποια θα ήταν η εξέλιξή μου, αν δεν είχα συναντήσει, τότε δωδεκαετής ακόμα, τον φίλο μου τον Κωστάκη. Είμαι σίγουρος πως άλλη θα ήταν η πορεία μου, διαφορετική το δίχως άλλο, αν δεν υπήρχε η δική του «οπισθοφυλακή» να επιτρέπει με την σιγουριά της τα δικά μου ρεσάλτα και τις χασούρες όλων των ειδών. Γι’ αυτό και τολμώ να τον τοποθετώ δίπλα στους γονείς μου, αν όχι και λιγάκι πιο ψηλά! Με δυο λόγια, η παρουσία του υπήρξε καθοριστικής σημασίας στην ζωή μου.

Η φιλότης ή αν προτιμάτε η φιλότητα, αυτή η αρχαία θεά που προήλθε από παρθενογένεση και αντιπροσώπευε από τα χρόνια του Ομήρου, αλλά και μετέπειτα την φιλία, την αγάπη και την στοργή, μεταξύ των αντρών κυρίως, ενίοτε δε και την συνουσία – με την διαφορά ότι στην δική μας περίπτωση το ερωτικό στοιχείο δεν υπήρξε ευτυχώς, ούτε ως υπαινιγμός , κάτι που μάλλον προφύλαξε την σχέση από ανώφελους κλυδωνισμούς – αντιπροσωπεύει ακόμα, την δυνατή, συντροφική σχέση μεταξύ των αρσενικών, έστω και ελαφρώς ξεθυμασμένη, συναντάται θέλω να πω, μέχρι τις μέρες μας. Αντίθετα για την γυναικεία φιλία, αν υπάρχει και πόσο βαθιά είναι, δεν το γνωρίζω. Πιστεύω ότι κι εκεί θα συμβαίνουν σοβαρές, ανάλογες περιπτώσεις.  Κατά τον Αριστοτέλη τρία είναι τα είδη της φιλίας: Της ωφελιμότητας, της απόλαυσης και η σημαντικότερη των δύο πρώτων, εκείνη της αρετής και του αγαθού. Κι ακριβώς την σημαντική αυτή φιλία της αρετής και του αγαθού, το έφερε η τύχη να βιώσω, έχοντας φίλο μου τον Κωστάκη. Κλείνω με την ευχή να παραμείνουμε φίλοι καλοί και στα επόμενα πενήντα, αν θέλει ο γιαραμπής!