Ήταν το προτελευταίο από τα επτά παιδιά του Βλάμη, ίσως και το πιο όμορφο. Με διαφορά τρία χρόνια από τον πατέρα μου, τον βενιαμίν του παππού, ο θείος Γιώργος υπήρξε, εκτός της ομορφιάς του, ανδρείος πολύ κι ως εραστής ανήσυχος. Δύσκολα του αντιστέκονταν τα θηλυκά του χωριού. Χαρακτηριστική περίπτωση η πρώτη και μοναδική ίσως ερωμένη του πατέρα μου, προτού συνάψει σχέση με την μητέρα και καταθέσει έκτοτε τα όπλα του δια παντός. Όταν πληροφορήθηκε ο μεγαλύτερος αδελφός τα ερωτικά μπλεξίματα του μικρού και μη εγκρίνοντας το ειδύλλιο, θέλησε να τον αποθαρρύνει. Για να του αποδείξει έμπρακτα το «ποιόν» της ερωμένης του, πρότεινε στον πατέρα μου να της αποσπάσει την υπόσχεση μιας άμεσης συνάντησης, όπερ κι εγένετο. Την προηγουμένη είχε προλάβει να την γλεντήσει ο ίδιος αφήνοντας σκοπίμως εμφανή σημάδια στο κορμί της. Αποτυπώματα άγριων φιλιών και μελανιές επίμονων δαγκωμάτων, κυρίως γύρω κι επάνω στα βυζιά της λεγάμενης περίμεναν, ως δυσάρεστη έκπληξη, τον επίσημο εραστή. Η προδοσία της αυτή, έφτανε και περίσσευε, του ήταν αρκετή. Έκανε μεταβολή και παρά την συναισθηματική δυσκολία του, την εγκατέλειψε οριστικά. Πολύ σκληρή η μέθοδος του συνετισμού, απαράδεκτη, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματική. Κι αν μη τι άλλο, κατά κάποιον τρόπο, της οφείλω την ύπαρξή μου!
Το προσωνύμι Τζούλτος, που σημαίνει συρμάτινο καλάθι ψαρέματος, ο θείος Γιώργος το κληρονόμησε από τον νονό του, έτσι τον έλεγαν κι εκείνον. Το 1940 τον βρήκε στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ήταν είκοσι δύο χρόνων παλληκαράκι. Εκεί γνώρισε την μόλις δεκατεσσάρων χρόνων Πιπέρα και συγκεκριμένα στο χωριό Οχυρό, λίγο έξω από το Κάτω Νευροκόπι της Δράμας. Αρχικά νοίκιαζε ένα δωμάτιο του σπιτιού, να μένει και να συγυρίζεται. Δούλευε τότε στα οχυρωματικά έργα του Μεταξά, την περίφημη γραμμή του Ρούπελ. Εξ αιτίας των οχυρών είχε πάρει και το όνομά του το νεοσύστατο χωριό. Η μετέπειτα θεία μου ήταν το δεύτερο παιδί του Κώστα και της Παρθένας Ποιμενίδη. Υπήρχε ο μεγαλύτερος κατά τρία χρόνια γιος, ο Γιάννης, καθώς και δύο μικρότερα αδέλφια, ένα κορίτσι η Ελένη κι ένα αγόρι, ο Θανάσης. Της τα ‘ριξε ο γόης που στο μεταξύ είχε μπει στην δούλεψη του πατέρα της κι η νεαρά, άπραγη έφηβη ακόμη, τσιμπήθηκε στα γερά μαζί του. Ήταν από καλή γενιά η οικογένειά της. Πόντιοι ξεριζωμένοι από την Μικρή Γαράλη της Κερασούντας που σύντομα με την εργατικότητά τους έκαναν μεγάλη προκοπή, καζάντισαν με το παραπάνω στην νέα τους πατρίδα. Εκτός από τα κτήματα είχαν και πολλά ζώα, έτρεφαν αγελάδες και μοσχάρια. Πλούσιο σπίτι, γεμάτο με όλα τ΄ αγαθά του Θεού. Κάτι κατάλαβε για το ειδύλλιο ο πεθερός και μάλωσε αυστηρά την κόρη. Εκείνη έβαλε τα κλάματα. Ο θείος την πήρε παράμερα και της έδωσε τον λόγο του, πως αν έκανε υπομονή και τον περίμενε να γυρίσει από τον πόλεμο, θα της έβαζε στεφάνι.
Όταν έσπασε το Μέτωπο και μετά την συνθηκολόγηση άρχισε η υποχώρηση του ελληνικού στρατού, ο θείος κατέβηκε πρώτα στους Κήπους της Εύβοιας. Πέρασε από το χωριό για να ανακοινώσει, ως όφειλε από σεβασμό, την ειλημμένη απόφαση στους γονείς του. Κάποιο πρωί, μάλιστα, ζήτησε από την μάνα του την Κατερίνα βούτυρο για το ψωμί κι άλλα καλούδια που δεν υπήρχαν στο φτωχικό σπίτι. Ήταν βλέπεις μαθημένος αλλιώς στους φιλόξενους Πόντιους. «Παιδί μου, που να τα βρω αυτά που μου ζητάς; Δεν έχουμε τέτοια εμείς εδώ και το ξέρεις. Με την ευχή μου να τα βρεις εκεί που διάλεξες να πας να κάνεις οικογένεια», του απάντησε η γιαγιά μου η Βλάμαινα. Τις μέρες εκείνες, καλοκαίρι του ΄41, έτυχε να γίνεται ένα γλέντι για τους στρατιώτες που γύρισαν από τον πόλεμο γεροί, στο μαγαζί του Στεμελόγιαννη, προικώον της συζύγου του Σταμελοβαγγέλως. Το ζεύγος ήταν άκληρο, εστερείτο απογόνων. Η αυλή του μαγαζιού ονομάζετο «αδερφομοίρι» με την αυλή της Μαριγάρας, αδελφής της Σταμελοβαγγέλως και γιαγιάς μου από την πλευρά της μάνας μου. Τις δύο αυλές τις χώριζε μια ξερολιθιά που στις έκτακτες περιστάσεις, όπως αυτής του γλεντιού ή διαφόρων πανηγύρεων, την «έριχναν» έτσι ώστε ο χώρος της διασκέδασης, η αλάνα του χορού δηλαδή, να διπλασιάζεται. Χόρευε πρώτος ο θείος, όταν κάλεσε να μπει στον χορό η μητέρα μου, παιδί ακόμη στα δώδεκα. Καμάρωνε και κάθε τόσο έλεγε με σημασία προς όλους: «Το μαγαζί αυτό, θα γίνει μια μέρα σταθιάνικο, να μου το θυμηθείτε!». Προφήτευε και σωστά όπως απεδείχθη, αυτό που χρόνια μετά έμελλε να συμβεί, το σμίξιμο της κόρης με τον μικρότερο αδελφό του, τον πατέρα μου. Κάτι που δεν υπήρχε τότε, καν ως υποψία, στο μυαλό των γονιών μου. Μόνο που το μαγαζί δεν έγινε ποτέ «σταθιάνικο», εκεί δεν επαληθεύτηκε η προφητεία του. Το κληρονόμησε ένας μεγαλύτερος αδελφός της μητέρας μου, ο θείος Τάκης, βαφτισιμιός της άκληρης Σταμελοβαγγέλως κι όχι εκείνη. Παρότι ήταν η μοναχοκόρη της Μαριγάρας και αγαπημένη υποτίθεται ανηψιά της θείας.
Λίγο πριν εκπνεύσει το καλοκαίρι ο Τζούλτος αριβάρισε πίσω στο Οχυρό. Κράτησε την υπόσχεσή του. Τα χρόνια εκείνα, ο λόγος του άνδρα μετρούσε πολύ, ήταν το πιο ισχυρό συμβόλαιο, ανώτερος από οποιονδήποτε όρκο. Παρά την διαφορά της ηλικίας και το γεγονός ότι ο υποψήφιος γαμπρός ήταν ξένος, ένας άγνωστος φερμένος στα μέρη τους απ΄ την παλιά Ελλάδα, ο πεθερός δεν έφερε αντιρρήσεις για τον γάμο. Άνθρωπος ήσυχος και χαμηλών τόνων, γρήγορα συναίνεσε να παντρευτούν. Εκτίμησε την αξιοσύνη του στην δουλειά και την λεβεντιά του. Κι αγκάλιασε τον θείο μου, τον έκανε κι αυτόν παιδί του κανονικό, όπως και τ΄ άλλα του παιδιά. Δυστυχώς, σε λίγο καιρό έφτασε μια διαταγή που έλεγε, πως όλοι οι κάτοικοι της παραμεθορίου όφειλαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. Φόρτωσαν όσα από τα υπάρχοντά τους χωρούσαν σ΄ έναν αραμπά και κίνησαν προς το άγνωστο. Μετά από δεκαεπτά μέρες ταξίδι έφτασαν στον Γιδά, την μετέπειτα Αλεξάνδρεια. Οι ντόπιοι για κάποιο λόγο προτιμούσαν να τον αποκαλούν «νησί». Νοίκιασαν ένα σπίτι στην άκρη του χωριού και καλά χωράφια. Αγόρασαν σπόρους και ζώα για εκτροφή. Χρήματα υπήρχαν, έκανε καλό κουμάντο ο γέρο Ποιμενίδης. Άνθρωπος της οικογένειας, της εκκλησίας και της γης. Με την βοήθεια του άξιου γαμπρού του σε λίγο βρέθηκαν σε ακόμη καλύτερη οικονομική κατάσταση απ΄ ότι ήταν πριν φύγουν. Στην κόρη του Ελένη, που ως μικρότερη έμενε συνήθως πίσω για τις δουλειές του σπιτιού, είχε δώσει μια συμβουλή: «Όποιος ξωμάχος ή ταξιδιώτης σταματήσει στην πόρτα μας να δροσιστεί, μιας κι ο δρόμος δεν έχει αλλού σκιά να ξαποστάσει, και σου ζητήσει νερό να δροσιστεί, εσύ να του προσφέρεις και φαγί. Να κόβεις φέτες από το καρβέλι μας και να του δίνεις. Μαζί λίγο τυρί και φρέσκο γιαούρτι, ό,τι έχουμε. Υπάρχει μεγάλη πείνα στον κόσμο, μη το ξεχνάς παιδί μου». Κάπου τέσσερα χρόνια κράτησαν οι καλές μέρες. Μόνη εξαίρεση για το ζευγάρι στάθηκε ο πρόωρος θάνατος του πρώτου παιδιού, ένα κορίτσι που απέκτησαν και χάθηκε λίγων μηνών αβάπτιστο.
Ο δυναμικός θείος έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στο καινούργιο περιβάλλον. Τον υπολήπτονταν όλοι και τον σεβόντουσαν. Τις Κυριακές κούρευε στο καφενείο του χωριού αφιλοκερδώς τους συχωριανούς του. Κατείχε εκτός των άλλων και την τέχνη του κουρέα, καθώς ο πατέρας μου κι ο μεγαλύτερος αδελφός τους, ο θείος Τάσος. Έδινε ένα χέρι βοηθείας αδιακρίτως στον καθένα που είχε την ανάγκη του. Πνεύμα ανήσυχο και προοδευτικό, γρήγορα προσχώρησε στο ΕΑΜ. Έγινε ο τοπικός πολιτικός καθοδηγητής του, έβγαζε λόγους πύρινους και αφύπνιζε συνειδήσεις. Κάποτε ήλθαν με τα όπλα να τον επιστρατεύσουν υποχρεωτικά στον Εθνικό Στρατό. Τους φόρτωσαν εκείνον και τον πεθερό του, μαζί με άλλους, σ΄ ένα φορτηγό για να τους πάρουν. Έπεσε μπροστά η Παρθένα κι αφού κατάφερε να κατεβάσει πρώτα τον σύζυγό της λέγοντας πως είναι δήθεν βαριά άρρωστος και καρδιοπαθής, γλίτωσε στην συνέχεια με παρακάλια και τον γαμπρό της. Αλίμονο, με την έναρξη του Εμφυλίου ο προαιώνιος φθόνος για την κατσίκα του γείτονα βρήκε επιτέλους την «πολιτική» του έκφραση… Κάθε μορφή ζήλιας, πολιτικού ανταγωνισμού και όλο το μίσος που από καιρό υπέφωσκε για τυχόν διαφορές του παρελθόντος, μπορούσαν πλέον να εκφραστούν. Και να «λυθούν» με τον πλέον ειδεχθή και ακραίο τρόπο. Την άνανδρη δολοφονία, την φυσική εξόντωση του κάθε «εχθρού».
Ήταν ένα καλοκαιρινό σούρουπο του ’45. Οι δύο άνδρες του σπιτιού έφαγαν και ζήτησαν από την μικρή Ελένη να τους στρώσει να κοιμηθούν έξω. Η θεία Πιπέρα μαζί με το νεογέννητο αγόρι της και τα αδέλφια της Γιάννη και Θανάση είχαν προ ημερών επιστρέψει στο Οχυρό. Τους είχε συνοδέψει μέχρις εκεί ο θείος μου, αλλά δεν έμεινε. Γύρισε πίσω στο «νησί» για τις δουλειές. Πριν ξαπλώσουν ένας γείτονας, ο Σωκράτης, επέστρεψε το άλογο και το κάρο που είχε ζητήσει να του δανείσουν για λίγο. Το ζωντανό έσταζε ολόκληρο από τον ιδρώτα. «Μα που στη ευχή έτρεχες με το άλογο και το γύρισες μούσκεμα;» ρώτησε απορρημένος ο πεθερός. Κάποια δικαιολογία ψέλλισε ο γείτονας και φρόντισε στα μουλωχτά να εξαφανιστεί. Με το που έφυγε κατέφθασαν αμέσως, ειδοποιημένοι και συνεννοημένοι ολοφάνερα από τα πριν, έξι ή επτά ψευτοπαλληκαράδες, οι γνωστοί δωσίλογοι Μάηδες, ολισμένοι και φορώντας περιβραχιόνια με τα αρχικά Μ.Α.Υ. (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου). Μπήκαν αθόρυβα σαν τους κλέφτες από το πίσω μέρος της αυλής. Υπό την απειλή των όπλων, τους ζήτησαν να σηκωθούν και να σταθούν όρθιοι. Ο Κώστας Ποιμενίδης προσπάθησε μάταια να τους αποτρέψει με τα λόγια. Ο θείος Γιώργος όρμησε, όπως ήταν με τα εσώρουχα από τον ύπνο και ξυπόλητος, κατά πάνω τους. Τα χάσανε. «Δώστε μια στον γέρο και πιάστε το θηρίο, προσοχή μη σας ξεφύγει», φώναξε κάποιος. Έριξαν μια ριπή στον πεθερό. Έπεσε κάτω. «Παναΐα μου σώσε με» πρόλαβε να πει. Το «θηρίο» το γάζωσαν οι άτιμοι με λύσσα, αμέτρητες οι σφαίρες που βρήκαν το κορμί του. Κι ήταν τόσο νέος, μόλις είκοσι επτά χρόνων. Τόσο όμορφος και γενναίος για έναν τέτοιον άδικο θάνατο.
Ακούγοντας τους πυροβολισμούς η μικρή Ελένη βγήκε στο χαγιάτι ουρλιάζοντας. Έστρεψαν τα όπλα κατά πάνω της και της έριξαν. Γλίτωσε από θαύμα. Λιποθύμησε από τον φόβο της κι έγειρε πίσω πριν προλάβουν να την βρούν οι ριπές των όπλων τους. Η μάνα της έλειπε από το σπίτι, έτσι σώθηκε κι αυτή. Την άλλη μέρα έστειλε το κορίτσι να ειδοποιήσει τον μεγαλύτερο αδελφό του θείου που έμενε στην Θεσσαλονίκη. Από το Βρυσάκι, το διπλανό κεφαλοχώρι την μάζεψε ένα φορτηγό. Έφθασε, και ρωτώντας με την διεύθυνση στο χέρι, βρήκε το σπίτι. Όταν μπήκε μέσα έμεινε έκπληκτη από το τεράστιο κάδρο με την φωτογραφία του βασιλικού ζεύγους που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο. Ο μεγάλος αδελφός, βλέπεις, είχε προνοήσει να βρίσκεται από την σωστή πλευρά. Κι όχι από την πλευρά που έμελλε να βγεί ηττημένη από τον εμφύλιο σπαραγμό, που είχε ήδη δρομολογηθεί. Ο θείος Βασίλης και η θεία Μαριγούδα, παίρνοντας μαζί και το κορίτσι, πήγαν την επομένη στο «νησί» για την διπλή κηδεία. Στην θεία Πιπέρα δεν γνωρίζω ποιος εκόμισε το πικρό μαντάτο. Στο χωριό μας το μάθανε από την εφημερίδα. Ο θείος Γιάννης, γαμπρός στο σταθιάνικο σόι, είχε καφενείο και πρώτος αυτός πληροφορήθηκε το φονικό από την «Ακρόπολη» που αγόραζε για τους πελάτες. Η είδηση μιλούσε για «στυγερή δολοφονία υπό αγνώστων κακοποιών στοιχείων», αφήνοντας προβοκατόρικες υπόνοιες περί ανταρτών. Η θεία μου η Ταρσή ήταν στα Αλώνια με την τετράχρονη κόρη της την Σταματούλα, όταν της πρόλαβαν οι χωριανοί τον χαμό του αδελφού της. Γυρνώντας πίσω για το σπίτι της γιαγιάς μου της Κατερίνας, σε όλο τον δρόμο έκλαιγε και μοιρολογούσε. Η ξαδέλφη μου, μικρό παιδί τότε, θυμάται εκείνη την σκηνή. Παρ΄ όλο που δεν μπορούσε να καταλάβει ακριβώς τι συνέβη, ούτε το μέγεθος της συμφοράς. Καλά – καλά δεν μπορούσε να φέρει στο μυαλό της την εικόνα του θείου Γιώργου. Κι όμως επέμενε να βάλει στο καζάνι με την καραμπογιά και τα δικά της ρούχα. Ήθελε να τα βάψει μαύρα, καθώς έκανε η μητέρα της και οι άλλες θείες από κοντά, η μία μετά την άλλη, από την επομένη κιόλας ημέρα. Μια συνήθης πρακτική των γυναικών της επαρχίας και της φτωχολογιάς γενικότερα, όταν έπεφτε πένθος βαρύ. Που να βρεθούν τα χρήματα για την αγορά καινούργιων μαύρων ρούχων; Για τους άνδρες τα πράγματα ήταν πιο απλά. Αρκούσε το μαύρο περιβραχιόνιο στο αριστερό μανίκι και η αξυρισιά στο πρόσωπο, μέχρι τα γένια τους να καταστούν γενειάδα.
Κάθε φορά που διάβαζα από την συλλογή του Γιώργου Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά» το πεζογράφημά του «Η αποζημίωση» ο νους μου πήγαινε κατευθείαν στον θείο Γιώργο. Υπάρχει μια παράγραφος εκεί που πολύ μου ταίριαζε στην περιγραφή της με όσα λίγα και αρκετά θολά, είναι η αλήθεια, γνώριζα για εκείνον. «Έχει γούστο», σκεφτόμουν, «να αναφέρεται στον δικό μου άνθρωπο». Αλίμονο, τότε που ζούσε ο φίλος μου, δεν σκέφτηκα να τον ρωτήσω.
Το ορεινό χωριό, πιο πάνω από την Γαλάτιστα, που βρέθηκε αυτοεξόριστη όλη η οικογένεια του συγγραφέα κατά τον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης, δεν ταυτίζεται με τον Γιδά όπου, όπως πολύ πρόσφατα έμαθα ότι «μετανάστευσε», η άλλη οικογένεια από το Οχυρό, το ίδιο περίπου χρονικό διάστημα. Αυτή η πληροφορία ανέτρεψε αρκετά την ψευδαίσθηση, αν όχι την βεβαιότητα, όλων των προηγούμενων χρόνων. Παρ’ όλα αυτά εγώ εξακολουθώ κάπως να επιμένω.
«Η κοινοτική επιτροπή επίταξε αμέσως ένα δωμάτιο και μας έβαλε μέσα. Δε νομίζω πως ενοχλήθηκαν οι άνθρωποι απ΄ την παρουσία μας. Μάλλον πρέπει να χάρηκαν, γιατί εγώ αμέσως ανάλαβα να γράφω τα γράμματα στο νιόπαντρο νοικοκύρη του σπιτιού, που ήταν στο μέτωπο. Ποτέ μου όμως δε φανταζόμουν, ότι έγραφα σε τόσο ωραίο άνθρωπο. ‘Οταν αργότερα τον είδα, έμεινα κατάπληκτος από την λεβεντιά του. Κι όμως αυτό το ταυρί, που γλίτωσε από τόσους κινδύνους του πολέμου, σφάχτηκε ανηλεώς μέσα στο ίδιο του το χωράφι. Το γιατί σφάχτηκε είναι ένα άλλο θέμα, που άλλωστε εύκολα κανείς μαντεύει. Δεν υπάρχει τόπος στην επαρχία, όπου να μην έγιναν φοβερά πράγματα».
Στο αγόρι δόθηκε το όνομα του άγρια δολοφονημένου πατέρα του. Δυστυχώς, στην ηλικία των δύο χρόνων ο μικρός Γιώργος πέθανε ξαφνικά από «μάτι». ‘Ηταν όμορφο πολύ και χαριτωμένο παιδί και το ματιάσανε… Κύριος οίδε από τι μπορεί να αρρώστησε. Η θεία Πιπέρα δεν ξαναπαντρεύτηκε. Κάθε φορά που της έκαναν την παραμικρή νύξη περί του θέματος, εκείνη σταθερά απαντούσε: «Βρείτε μου έναν που να μοιάζει στον Γιώργο, να έχει τις δικές του χάρες κι εγώ θα πω το ναι». Μια φορά την συνάντησα το 1968, νομίζω πως ήταν στον γάμο της ξαδέλφης μου της Καίτης του Γκαρδή. Μια κοντομηλίτσα θυμάμαι, γελαστή και πρόσχαρη. Μ΄ αγκάλιασε κι μ΄ έσφιξε με ιδιαίτερη λαχτάρα επάνω της. Έκτοτε δεν την ξαναείδα. Πέθανε ήσυχα από βαθιά γεράματα τον περασμένο Ιούνιο με τ΄ όνομα του θείου μου στα χείλη.
Η γιαγιά μου η Βλάμαινα πέθανε το 1950 τυφλή από τα κλάματα. Αξημέρωτα έβγαινε στο χαγιάτι κι έπιανε τον θρήνο. Για χρόνια μοιρολογούσε τον αδικοσκοτωμένο γιο της, καθώς κι η άλλη γιαγιά μου η Μαριγάρα, την ίδια ώρα μοιρολογούσε τον επίσης αδικοσκοτωμένο λίγους μήνες πριν παππού μου, τον Γιάγκο. Όλο το χωριό ήξερε ποιες είναι οι χαροκαμένες γυναίκες που θρηνούν κάθε πρωί. Αν και δεν χάθηκαν σε κάποια μάχη υπέρ Πατρίδος, ευτυχώς τα ονόματα και των δύο ανδρών υπάρχουν χαραγμένα, μεταξύ των άλλων πεσόντων, στην επιτύμβια πλάκα του Ηρώου των Κήπων. Κάτι είναι κι αυτό. Γεώργιος Κ. Ευσταθίου – 1945 και Ιωάννης Δ. Πιπεργιάς – 1944.
Συνέλεξα, με μεγάλη καθυστέρηση και όχι χωρίς συγκίνηση το ομολογώ, αυτές τις λιγοστές ψηφίδες της ζωής του, όσα από τα ελάχιστα κουρελάκια της μνήμης βρήκα σκόρπια εδώ κι εκεί. Προσπάθησα κάτι να διασώσω, το ελάχιστο έστω, από την ανελέητη λήθη του χρόνου. Κλείνοντας, να προσθέσω ακόμη, πως μεγάλωσα βλέποντας σε περίοπτη θέση του σπιτιού μας, μεγεθυμένη και μέσα σε κορνίζα ακριβή, την φωτογραφία εκείνου του σπουδαίου άνδρα ντυμένου στρατιώτη. Στο πίσω μέρος της πρωτότυπης μικρής, υπάρχουν με καλλιγραφικά γράμματα αποτυπωμένες οι λέξεις: «Ενθύμιον Στρατού Δράμας – την 29 Ιανουαρίου 1941 – υπογραφή/περίτεχνη». Ό,τι απόμεινε, αυτές οι λίγες λέξεις με τον δικό του γραφικό χαρακτήρα πίσω απ΄ το πολυκαιρισμένο χαρτί της φωτογραφίας. Ο θείος Γιώργος, με το προσωνύμι Τζούλτος, ήταν ένας σωστός ντελικανής*. Καθαρόαιμο άτι σπάνιο, υπερήφανο. Και φέρω το όνομά του.
Υ.Γ.
Θερμές ευχαριστίες στην οικογένεια του Χρήστου Βαρυτιμιάδη. Ειδικότερα στην συζυγό του Ελένη, καθώς και τις κόρες του Δέσποινα και Σουλτάνα, για την αδιάλειπτη αγάπη τους.
*νέος, παλληκάρι, λεβέντης
τουρκικά deli=(τρελός) και kan=(αίμα)+ -li (παραγωγική κατάληξη).
Η ταυτόσημη όσο και παραστατικότατη λέξη delikanli (κυριολ. τρελοαίματος), υφίσταται και στα σημερινά τουρκικά.