Ο Ταπτούκος, ο Μελίκ, ο Βαλτζαντάρης και ο Μεσημέρης.
29-01-2018

Σ΄αυτά τα ομιχλώδη τοπία, όταν δε φυσάει, αλλά η γη αναπνέει και η μελαγχολία λυτρώνει, έρχονται και ριζώνουν ο τέσσερις εποχές, φαινομενικά γυμνές από ανθρώπους, κατοικίες και γεγονότα, χαρά του οδοιπόρου και έως να φανεί η πρώτη ταβέρνα.

Αλλά εγώ κρατάω χαρτάκια με σβησμένες φωνές λησμονημένων αιώνων. Καμιά τους δεν έγινε θρύλος ή παραμύθι σε παραγώνι, φουντώνοντας τις καρβουνιές.

Τότε που ήρθανε στη Χόστιανη, μετά Φούστανη και κατοίκησαν στο χωριό δεκάξη στρατιώτες κουμάνοι, που οι Ρωμαίοι παραχώρησαν τόπο να χτίσουν «τας οικίας και τας κατούνας αυτών» αλλά ήταν δύσκολα και ζήτησαν να έχουν γείτονες, να αντέχεται η μοναξιά. Απ’ τους δεκάξη, απόμειναν λίγα ονόματα κολοβά, έρμαιο στην υγρασία του κώδικα. Κάποιος υγιός ενός Ταρτζή, ο Ταπτούκος,ο Βωλκάγγος τουπίκλην Ασούρτης, ο Βαλτζαντάρης, ο Μιχαήλ, οι περισσότεροι Κομανόπουλοι, ο ένας Αρμενόπουλος. Είχαν μαζί τους τα άλογα του πολέμου, υπηρέτες και παροίκους, ενώ έπαιρναν κι άλλους απ’ το χωριό για τα κοπάδια που έτρεφαν στα γύρω βουνά. Ήταν συσταζούμενοι, υποστατικοί, προνοιάριοι, γιατί πολέμησαν υπέρ της Ρωμαΐδος και ανταμείφτηκαν.  Αλλά στη Χόστιανη, μετά Φούστανη, ήταν κι ένα λαμπρό μοναστήρι, που πέρασε από τον ευγενή Κεφαλά στο Δημόσιο, με παροίκους ωσαύτως ποικίλους, Βούλγαρους και Βλάχους. Πιέστηκαν από τους ξένους και ζήτησαν δικαιοσύνη. Και το κράτος έστειλε απογραφέα και τα ρύθμισε όλα. Να φύγουν, να πάνε αλλού οι Κουμάνοι και φεύγοντας, να αφήσουν δώδεκα παροίκους που αφαίρεσαν από τους καλόγερους. Γράφονται κι αυτοί σε κιτάπι.

Πέρα από το βουνά, στην ποταμιά και στες λίμνες του κάμπου, ζούσαν οι Βαρδαριώτες, στη βάρδαινα και στην καθέδρα των Βαρδαριωτών, Βαρδαρόφτσα και Βάρδινο, παλαιότεροι έποικοι, με επίσκοπο και γνωστοί στο Μέγα  παλάτιον, ως μαγκλαβίτες με παράξενο καπέλο, το αγγουρωτόν, δεινοί τραγουδιστάδες. Και πλήθος αντάλλαξαν πολύ οι πολέμαρχοι, στέλνοντας του απειθείς των Μογλενών στην αρμένικη Βαασπαρακανία, υποδεχόμενοι Ανατολικούς. Ενώ στης Βέροιας και πέρα του Αλιάκμονα τις πεδιάδες, ήρθαν και έμειναν ένας σουλτάνος Καϊκαούς, ο Μελίκης, ο Καβάσιλας και άλλοι, στα χωριά που τους έδωσαν. Πιο χαμηλά από τους Δραγουβίτες και τους Σαγουδάτους, παλιά άτακτους αλλά τανύν φρονίμους και παντού φυτεμένοι ξένοι, πάντα με κιτάπια και μολυβδόβουλα, να σπέρνουν κα να κτηνοτροφούν, να δουλεύουν μεταλλεία και  να καταγράφονται  επιμελώς. Τζεχλιάνη, Δραγοβούντων, Τουρκοχώριον, Γάβριανη, Γαλάτισσα, Βασιλικά δίκαια του Χορταΐτου.

Σήμερα δεν ξέρουμε αυτόν τον μεσαίωνα. Πιστεύουμε πως έζησαν κάποιοι ασθενικοί και ρέμπελοι, που ζούσαν όπου τους  κάπνιζε και περίμεναν τους οσμανλήδες, τότε μεσογειακή δύναμη, να τους ρημάζουν. Δεν ήταν έτσι. Ήταν άσχημα και δύσκολα,αλλά δεν ήταν έτσι.

Τα θολά βουνά, τα ποτάμια και οι γκιόλες, λίμνες και κάμποι είχαν τη δική τους δικαιοσύνη. Και μπροστά στο μπάχαλο των τελευταίων αιώνων, η παρουσία τους βοά στα κολοβωμένα πρακτικά, στα δεκάδες μνημεία που άφησαν, κι ας μη έχουν ξεχαστεί πως υπήρξαν «τα Ρωμαίων φρονούντες», δίπλα σε άλλους φρονούντες άλλων λαών δίπλα και αρκετούς αβασίλευτους, αλλά πάντα με συμβάσεις, μνημόνια και κιτάπια.

Να ξαναδείτε με σεβασμό αυτά τα ομιχλώδη τοπία, όταν δε φυσάει,αλλά η γη αναπνέει και η μελαγχολία λυτρώνει, όπου έρχονται και ριζώνουν ο τέσσερις εποχές, φαινομενικά γυμνές από ανθρώπους, κατοικίες και γεγονότα, χαρά του οδοιπόρου και έως να φανεί η πρώτη ταβέρνα.