Αγκομαχούσε το «παπάκι» του Σταμάτη, ένα μεταχειρισμένο 50άρι από δεύτερο, ίσως και από τρίτο χέρι, κάθε φορά που μας πήγαινε ασθμαίνοντας, εκείνον κι εμένα, στον Νέο Βουτζά. Καλοκαίρι του 1983 και ο δίσκος «Μόνον Άντρες» του Σταμάτη Κραουνάκη με τον Γιώργο Μαρίνο ήταν στα σκαριά. Από τα δώδεκα τραγούδια οι στίχοι των τεσσάρων είχαν την δική μου υπογραφή με σημαντικότερο εξ αυτών το τραγούδι, Ξενοδοχείον «Κέκρωψ». Τους στίχους των υπολοίπων είχαν γράψει ο ίδιος ο συνθέτης, ο Γιώργος Παυριανός κι ένα η Λίνα Νικολακοπούλου. Το εξώφυλλο, μια υπέροχη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Μαρίνου με σμόκιν από τον Ντίνο Διαμαντόπουλο, είχε φιλοτεχνήσει η κοινή μας φίλη Άννα Πανουργιά. Ξεκινούσαμε λοιπόν, ενίοτε μες τα μαύρα μεσάνυχτα με προορισμό μας το νεόδμητο σπίτι του Μαρίνου, μια έπαυλη με τεράστιο κήπο και πισίνα στο Μάτι. Ο Σταμάτης ερχόταν με το παπί του από την Ν. Σμύρνη να με παραλάβει από του Φιλοπάππου και στην συνέχεια κινούσαμε παρέα, εκείνος στο τιμόνι και πισωκάπουλα εγώ για τα Μεσόγεια. Καβάλα στο μηχανάκι φορτωμένοι νιάτα κι έξαψη, με φεγγάρι ή όχι και το ευεργετικό αεράκι να μας δροσίζει από τον καλοκαιρινό καύσωνα, τραβούσαμε κάθε τόσο, κάνοντας μια διαδρομή που έμοιαζε ατέλειωτη, για την καθιερωμένη νυκτερινή εκδρομή!
Πάντα προλάβαινε να μας υποδεχτεί με γαυγίσματα και υπόκωφα γρυλίσματα χαράς η παρέα των αμέτρητων φιλοξενούμενων σκύλων. Έδινε πρώτη αυτή το σύνθημα της άφιξής μας κι από κοντά εμφανίζετο ο νοικοκύρης του σπιτιού προσπαθώντας να κατευνάσει αρχικά τον ενθουσιασμό της ξέφρενης αγέλης και στην συνέχεια να καλωσορίσει τους νυχτερινούς επισκέπτες του. Ακολουθούσαν συζητήσεις επί συζητήσεων σχετικές με την επικείμενη κυκλοφορία του δίσκου, διανθισμένες με ποικίλα καλλιτεχνικά κουτσομπολιά, άφθονα γέλια, φαγητό μέχρι σκασμού, αμέτρητα ποτά και κάθε άλλη πιθανή ευωχία βάζει ο νους σας… Συνήθως μας εύρισκε το πρωινό φως εξαντλημένους με τα ουρανομήκη χασμουρητά να έρχονται ως αλλεπάλληλα κύματα, σημάδι κόπωσης και χρείας ύπνου. Τότε και μόνον τότε, μετά τις απαραίτητες καλημέρες, καθότι είχε ήδη φέξει ο Θεός την μέρα του, αποφασίζαμε ότι ήταν πλέον η στιγμή να αναπαυθούμε και τραβούσαμε ο καθένας για το δικό του δωμάτιο. Ο Μαρίνος επειδή ήθελε να υπάρχει απόλυτο σκοτάδι για να κοιμηθεί, φρόντιζε ανελλιπώς να τραβάει τις βαριές διπλές κουρτίνες.
Υπήρχαν και φορές, ιδιαίτερα από την στιγμή και μετά που κυκλοφόρησε στην αγορά ο δίσκος, αφ’ ενός για την προβολή της καινούριας δουλειάς κι αφ’ ετέρου για να γνωρίσουν οι φίλοι του την άρτι περαιωθείσα πολυτελή κατοικία του, που ο Μαρίνος καλούσε τακτικά κόσμο για φαγητό. Και κάθε φορά, μόνιμα σχεδόν, ήμασταν καλεσμένοι ο Σταμάτης κι εγώ. Συνήθως ήταν γνωστοί καλλιτέχνες, ηθοποιοί κυρίως, όπως η Μιμή Ντενίση, η Αλίκη Βουγιουκλάκη κ.λ.π. Παρά τις φήμες που την ήθελαν εχθρό του, επειδή ο γνωστός σόουμαν την σατίριζε σταθερά από το πρόγραμμά του, με αιχμή του δόρατος το γαργαλιστικό θέμα της ηλικίας της, η Αλίκη αντίθετα παρέμενε φίλη του, ήταν βλέπεις αρκετά ευφυής και καταλάβαινε ότι η ενασχόλησή του μαζί της, η έστω και αρνητική, της πρόσφερε την καλύτερη διαφήμιση. Μετά το δείπνο και πριν το επιδόρπιο, σειρά είχε η ακρόαση κάποιων τραγουδιών. Το μαύρο πιάνο υπήρχε μέσα στο τεράστιο σαλόνι διαθέσιμο και καλοκουρδισμένο για τον ετοιμοπόλεμο συνθέτη, ο ερμηνευτής ήταν παρών και πάντοτε πρόθυμος, οπότε η σύντομη συναυλία ερχόταν ως φυσικό επακόλουθο. Όπως ήταν αναμενόμενο κι όχι απαραίτητα για λόγους ευγενείας, τα σχόλια ήταν θετικά, συχνά και διθυραμβικά. Ήταν όντως μια εξαίρετη δουλειά και πολύ τολμηρή για την εποχή της. Μια δουλειά που μόνον ο Μαρίνος με την καλλιτεχνική διαδρομή που είχε ήδη διανύσει και με τα ρίσκα που από πολύ νωρίς είχε πάρει, μιλώντας ανοιχτά και ξεκάθαρα για την ομοφυλόφιλη ερωτική του ταυτότητα, θα μπορούσε να την υποστηρίξει. Ας το πούμε κι αυτό.
Το βράδυ με καλεσμένους την Αλίκη και τον Βλάση περάσαμε, μετά την ακρόαση των τραγουδιών, προς χαλάρωση στην βεράντα. Εκεί άρχισε να φέρνει γύρα ένα τρίφυλλο, κέρασμα πιθανότατα και σε ιδιόχειρη κατασκευή του Βλάση, δεν είμαι και σίγουρος. Συμπτωματικά είχα καθίσει παραπλεύρως της Αλίκης, το κυρίαρχο είδωλο, ναι το ομολογώ, της παιδικής μου ηλικίας. Κι ανοίγω παρένθεση: Μεσούσης της χούντας και καθότι πολιτικοποιημένος, διανύοντας την υγιή εφηβεία της αμφισβήτησης, ήταν αναμενόμενο, αν όχι και απαραίτητο, να την απορρίψω. Μεγαλώνοντας όμως την αγάπησα εκ νέου, αλλιώς. Την παραδέχτηκα για το τσαγανό της και την αφελή φρεσκάδα που πρόσφερε στον τόσο ταλαιπωρημένο λαουτζίκο. Ας μιλάνε περί του αντιθέτου οι λογής «προοδευτικοί», ας λένε ό,τι θέλουν περί αποβλάκωσης και όλα τα σχετικά, αδιαφορώ. Μάλιστα «Το γκρίζο γατί» ή όπως είναι γνωστό το τραγούδι «Νιάου βρε γατούλα» του Χατζιδάκι από την ταινία του Σακελλάριου «Το ξύλο βγήκε απ΄ τον Παράδεισο», θυμάμαι ότι το είχα ξεσηκώσει και το χόρευα σε συγγενικά γλέντια, κάνοντας όλα τα σχετικά σκέρτσα της Αλίκης, προς μεγάλη και βουβή αγωνία της μητέρας – την διάβαζα ξεκάθαρα στα μάτια της, αλλά δεν μπορούσα ακόμα να εννοήσω το γιατί. Κλείνω την παρένθεση.
Καθισμένος λοιπόν δίπλα της, την είδα με την άκρη του ματιού μου, όταν το τσιγαρλίκι έφτασε σ’ εκείνην, να παίρνει κάνα δυο επιπόλαιες ρουφηξιές κι αμέσως μετά το έτεινε, ως είθισται, προς το μέρος μου λέγοντας: «Εσείς θα κάνετε τσιγαράκι;» Κι έκανα… Τι περίεργη που είναι η ζωή! Ποιος να μου το λέγε τότε, όταν ήμουν πιτσιρίκος, ότι κάποτε θα έλθει μια στιγμή και η Αλίκη θα μου «περάσει» τον μπάφο της παρέας. Παρότι ήταν εντελώς ασήμαντες οι ξώφαλτσες ρουφηξιές που δοκίμασε, σε λίγο άρχισε να αναζητάει τον Βλάση και με ύφος άπραγης παιδούλας να του λέει: «Έλα εδώ κοντά μου Βλασούλη, ζαλίζομαι ελαφρώς, πάρε με μιαν αγκαλιά, νιώθω ανασφάλεια». Αθάνατη Αλίκη!
«Αγόρι μου σε λατρεύω» ήταν η συνήθης προσφώνηση του Μαρίνου. Την πρώτη φορά κολακεύτηκα, νόμισα λανθασμένα ότι ήταν κάπως εξατομικευμένη. Μόλις με είχε συστήσει ο Σταμάτης εξηγώντας του ότι είμαι εκείνος που είχε γράψει τους στίχους του τραγουδιού «Δακτυλικά αποτυπώματα», το πρώτο από τα τέσσερα της συμμετοχής μου κι ο Μαρίνος έσπευσε αυθόρμητα να με αγκαλιάσει. «Μα τι ωραίοι στίχοι!» πρόφτασε να μου πει κι αμέσως μετά με ρώτησε: «Αλήθεια, για μένα τους έγραψες;». Συγκατένευσα κοκκινίζοντας. Αυτό ήταν, γίναμε φίλοι, συνεργάτες μάλλον. Δεν ήταν η φιλία το φόρτε του, όπως άλλωστε και ο ίδιος κατά καιρούς δήλωνε. Δεν επένδυσε και τόσο στις στενές διαπροσωπικές σχέσεις, είχε να φροντίσει την καριέρα του, εκεί έδωσε όλη του την προσοχή. Και τα κατάφερε περίφημα. Παιδί χωρισμένων γονιών μεγάλωσε με την μητέρα του την οποία κυριολεκτικά λάτρευε. Δευτεροετής στην δραματική σχολή του Εθνικού συμμετείχε το 1962 στην περίφημη παράσταση «Οδός Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι ερμηνεύοντας μοναδικά το τραγούδι «Κάθε Κήπος». Η καθιέρωση ήλθε λίγο αργότερα, όταν πρώτος αυτός με τα σκέτς, τις καυστικές ατάκες, την ανελέητη σάτιρα και τις μιμήσεις του έγινε ο πιο λαμπερός σόουμαν της ελληνικής σκηνής. Για είκοσι χρόνια από το 1973 – 1992 σκορπούσε το γέλιο στο φανατικό κοινό του το οποίο έσπευδε κάθε σεζόν με συνέπεια να τον απολαύσει στην «Μέδουσα».
Από νωρίς, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ΄60, ξεκαθάρισε δημόσια μιλώντας σε μια άκρως συντηρητική Ελλάδα για το θέμα των ερωτικών του προτιμήσεων. Στους γονείς του είχε μιλήσει πολύ πριν, από την ηλικία των δεκαέξι χρόνων. Ήθελε μεγάλο κουράγιο για ένα τέτοιο «αυτο – outing» και ο Μαρίνος το διέθετε. Μας έλεγε ότι σε κάποιο φιλικό καρέ χαρτοπαιξίας που συμμετείχε τακτικά και η μητέρα του, ένα βράδυ οι διάφορες συμπαίκτρίες της σχολίαζαν με δηκτικά υπονοούμενα κάθε αρσενικόν σχεδόν που εμφανιζόταν στην ανοιχτή τηλεόραση του σαλονιού. Και όλο εκεί έφερναν την κουβέντα συνεχώς. Ποιος είναι και ποιος δεν είναι «τοιούτος» και πόσο ασφαλής δήθεν ήταν ή όχι, η σχετική φήμη που κυκλοφορούσε. Έγινε μια φορά, έγινε δυο, έγινε τρεις. Στο τέλος η μητέρα του που, μέχρι τότε παρέμενε σιωπηλή, γυρνάει ενοχλημένη και ευθαρσώς τους λέει: «Θα αφήσετε τις ανοησίες παλιοπουτάνες, ποιος είναι και ποιος δεν είναι, και να παίξετε κανονικά; Εμένα πάντως ο δικός μου γιος είναι!».
Το 1990 ζήτησα να μου δώσει μια συνέντευξη για το περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ» που εργαζόμουν ως δημοσιογράφος. Δέχτηκε με χαρά. «Εσύ ό,τι θέλεις αγόρι μου, σε λατρεύω!» τον άκουσα, όχι χωρίς συγκίνηση τ’ ομολογώ, να μου λέει από την άλλη άκρη του τηλεφώνου, επαναλαμβάνοντας την γνωστή, αγαπημένη φράση. Κάτι μου θύμιζε, κάτι άλλο διαφορετικό, πέρα από εκείνον. Η συνέντευξη έγινε και μάλιστα είχα την ιδέα να αφαιρέσω όλες τις πάνω κάτω κλισέ ερωτήσεις μου και να μετατρέψω τις απαντήσεις του σ’ έναν δυνατό, σφιχτοδεμένο μονόλογο με τον τίτλο «Χωρίς ανάσα», ένα στοιχείο τόσο χαρακτηριστικό για το ταμπεραμέντο του επί σκηνής. Πολλά από τα λεγόμενά του, όπως ήταν φυσικό, βελτιώθηκαν κι άλλα διορθώθηκαν στον γραπτό λόγο σε μια διατύπωση καλύτερη του αυθόρμητου προφορικού. Ενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα. Μου είπε διάφορα κολακευτικά σχόλια και κάπου εκεί ανάμεσα, το απαραίτητο «αγόρι μου σε λατρεύω». Και ξαφνικά κατάλαβα ότι μου θύμιζε τον Δημήτρη Χόρν. Ήταν φίλος του από την εποχή της «Οδού Ονείρων» κι από αυτόν την είχε προφανώς αντιγράψει κι αν όχι την φράση την ίδια ακριβώς, την εκφορά της πάντως σίγουρα. Άλλωστε εκείνος μου είχε πει σε ανύποπτο χρόνο, πως κάποτε, όταν τον επισκέφτηκε στο τέλος μιας παράστασης στο καμαρίνι του ο Χόρν, γονάτισε δακρυσμένος εμπρός του και πιάνοντάς του τα χέρια, του δήλωσε: «Αγόρι μου σε λατρεύω. Τόλμησες να κάνεις, όλα όσα δεν τόλμησα ποτέ να κάνω εγώ, μπράβο σου!».
Τα τελευταία χρόνια ο Γιώργος Μαρίνος έχει αποσυρθεί εντελώς. Δεν είναι τόσο μεγάλος, ούτε καν τα ογδόντα δεν έκλεισε ακόμα. Ο σόουμαν δεν θα ΄ρθει απόψε, ούτε θα ξαναβγεί ποτέ στην σκηνή της «Μέδουσας». Δυστυχώς, όπως μαθαίνω, φιλοξενήθηκε αναγκαστικά για ένα διάστημα, λόγω μεγάλου οικονομικού προβλήματος, στο «Σπίτι του Ηθοποιού». Και τι κρίμα, αν αληθεύουν οι φήμες περί αρχομένης άνοιας, για έναν άνθρωπο τόσο σπιρτόζο και γοητευτικό! Πέραν τούτου ουδέν, ως πληροφορία από τους κοινούς γνωστούς και φίλους. Όχι, δεν θα του άξιζε, εκείνου ιδιαίτερα, να απωλέσει την μνήμη του, το τελευταίο καταφύγιο της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το έσχατο όριο της ενσυνείδητης ζωής.
*τίτλος του ομώνυμου μυθιστορήματος του Γιάννη Ξανθούλη