Ο Σπυράκος, ο Νικολής και το Μαράκι είναι μικρά παιδιά, εξ ού και τα υποκοριστικά. Oι γονείς τους, είναι σχεδόν μια γενιά νεότεροι από την ταπεινότητά μου. Έχω συναντήσει ελάχιστες φορές τις μανάδες τους, μα τους πατεράδες, τους γνωρίζω από τότε που ήταν νεότατοι και πραγματοποιούσαν με όρεξη τα πρώτα βήματα, στον επαγγελματικό τους βίο.
Μπορώ να πω λοιπόν, ότι τους ξέρω καλά. Όπως επίσης μπορώ να φανταστώ ότι και εκείνοι με γνωρίζουν από την καλή και από τη ανάποδη. Βρεθήκαμε στον ίδιο επαγγελματικό χώρο, κάτω από τις ίδιες φτερούγες του Πήγασου για μια δεκαετία. Οφείλω να πω, ότι ήμαστε κάτι παραπάνω από συνάδελφοι. Δεν μας συνέδεαν μόνον τα ωράρια, οι περίπου κοινές ειδικότητες ή οι, σχεδόν, ίδιες επιδιώξεις.
Κι όπως σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, δεν ήταν παντού και πάντα όλα ρόδινα. Υπήρξαν διαφωνίες, ακόμα και συγκρούσεις. Με κάποιους μικρής έντασης, με άλλους μεγαλύτερης. Η βάση των σχέσεών μας όμως, ήταν ισχυρή με την έννοια του ότι όλοι ξέραμε, πως οι λέξεις πιστότητα, συναδελφικότητα, εργατικότητα ήταν πάντα παρούσες και ενεργές, ενώ οι έννοιες ατιμία, κλίκα, ρουφιανιά ήταν μονίμως απούσες και ξένες.
Μοιραία λοιπόν, παραβρέθηκα στα βαφτίσια των παιδιών τους. Τα οποία γεννήθηκαν με την σειρά που αναφέρθηκαν. Πρώτα ο Σπυράκος, ακολούθησε ο Νικολής και στο φινάλε το Μαράκι. Άκουσα το κλάμα από τα βρέφη σε τρείς διαφορετικές εκκλησίες, καρφίτσωσα τα τρία αλλιώτικα μαρτυρικά στο πουκάμισό μου, μα πάνω απ’ όλα, χαιρόμουν την μεταμόρφωση ενός νέου άνδρα, σε ευτυχισμένο χαζομπαμπά, αλλά και αγχωμένο οικογενειάρχη.
Σε καιρούς χαλεπούς όλα αυτά. Σε εποχές που ο εργαζόμενος φλέρταρε καθημερινώς, με την κατάθλιψη και τα αδιέξοδα. Σε περιόδους που ήμαστε απλήρωτοι πέντε ή δέκα μήνες και εργαζόμασταν κανονικότατα. Σε μέρες που ήταν αναγκασμένοι να ρυθμίζουν τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος, την ώρα που ο τραπεζικός ήταν άδειος και είχαν ένα εικοσάρικο στη τσέπη με ένα Σαββατοκύριακο μπροστά τους.
Εννοείται πως οι μανάδες εργάζονταν. Χωρίς τη δική τους συμβολή το οικονομικό βαπόρι της φαμίλιας, θα είχε φουντάρει. Μα και η παρουσία της ελληνικής οικογένειας ήταν δεδομένη. Παππούδες και γιαγιάδες ήταν εκεί, προκειμένου να προσφέρουν στα μωρά, την φροντίδα για την τροφή, την αγκαλιά για τον πόνο, την αγάπη για το μεγάλωμα, όταν οι γονείς πάλευαν στις αρένες των Μνημονίων για τον επιούσιο.
Τα γράφω όλα αυτά διότι νιώθω θυμό για την τύχη αυτών των ανθρώπων. Νιώθω θυμό και απογοήτευση, καθώς καταλαβαίνω ότι έχουν θυματοποιηθεί χωρίς να διαπράξουν κανένα ολίσθημα. Δίχως να παρασυρθούν σε κανένα τρόπο ζωής, που δεν τους άξιζε. Χωρίς να καταναλώσουν τίποτα από αυτά που δεν παρήγαγαν.
Τα γράφω όλα αυτά, όχι γιατί πιστεύω ότι ήμαστε η διακεκριμένη φυλή, ούτε διότι μας χρωστά κανείς, κάτι. Αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μας αξίζει τούτη η καθολική δοκιμασία που βιώνουμε, όπου μαζί με τα ξερά, καίγονται και τα χλωρά. Είναι βάρβαρο και ασφαλώς δεν συνάδει με τις ευρωπαϊκές πολιτισμικές αξίες, όπως τουλάχιστον μας προβάλλονται.
Τέλος τα γράφω, διότι προσφάτως συνάντησα δυο από αυτούς, σε συνέντευξη Τύπου που έλαβε χώρα στο Ίδρυμα Στ. Νιάρχος. Εκεί, συνάντησα και έναν άλλον γνωστό μου, στα 60φέυγα του, άνθρωπο ισορροπημένο, ήπιο, γαλλοσπουδασμένο με τα 6,5 χρονάκια του στη Beaux-Arts, με αξιοπρεπή καριέρα, που και αυτόν τον χτύπησε η ύφεση.
Με αφορμή την παρουσία κάποιων πολιτικών, μου περιέγραψε, την θερινή συνάντηση, με πρώην συμμαθητή του και νυν πολιτικό, με τον οποίον έχει επικοινωνιακή άνεση. Μετά την εγχώρια πολιτική του παρουσία, ο εν λόγω συμμαθητής, πέρασε τα σύνορα και ακολούθησε Ευρωπαϊκή πολιτική καριέρα.
– «Είναι τόσο άδειος, όσο λένε;» (ερώτησα)
– «‘Όχι, είναι περισσότερο» (απάντησε και συνέχισε)
– Όλα πήραν μια εκθετική τροχιά μετά την ευρωπαϊκή του πορεία. Έγινε ακόμα πιο αργός, το μάτι του γλάρωσε περισσότερο. Mου έδωσε την εντύπωση ότι δεν κατοικεί πια σε αυτόν τον πλανήτη, ότι δεν έχει την ικανότητα αντίληψης του τι συμβαίνει. Έχω θάρρος μαζί του και ήθελα να του πω μια κουβέντα, μήπως βρεθεί κάτι σε επίπεδο απασχόλησης, διότι ζορίζομαι. Αλλά ντράπηκα, δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη, μπροστά σε αυτό που αντίκριζα. Με τα μαύρα οχήματα, τους σωματοφύλακες και μια αταραξία. Με σοκάρισε αυτό που έβλεπα.
Η σ.Τ. ολοκληρώθηκε, ο κόσμος αποχώρησε, μείναμε οι τρείς μας, οι δυο πρώην συνάδελφοι και ‘γω, στην άδεια αίθουσα με το πορτοκαλί διάκοσμο, μέχρι να παραδώσουν την δουλειά τους.
Αργά το ίδιο απόγευμα, τα πίναμε σε καπηλειό στα Ταμπούρια, ανάσταση τω όντι μετά την ασήκωτα συνθλιπτική αρχιτεκτονική του Ι.Σ.Ν. Τους κοίταζα και σκεφτόμουν ότι μετά από δυο δεκαετίες, όπου αυτοί θα είναι στην σημερινή μου ηλικία και η ταπεινότητά μου σε κάποιο κιβούρι μιας περασμένης ιστορίας, τα παιδιά τους θα είναι άνδρες και γυναίκες στην πιο ανθοφόρα εποχή τους.
Και πολύ, πάρα πολύ θα ήθελα, ο Σπυράκος, ο Νικολής και το Μαράκι, να έχουν ξεφύγει από αυτές τις μυλόπετρες, που τόσο καταβάλλουν, ηθικό και όνειρα. Ατυχώς δεν έχω κάτι να συμβουλέψω περί του τρόπου. Ή μάλλον, οι όποιες νουθεσίες μου θα ήταν, πιθανότατα, συνταγή περιθωρίου.