Φωτογραφία: Άγγελος Μίχας
Ο πρίγκιπας ποιητής
18-07-2018

Τα μαλλιά του, καθώς περπατούσε τα φύσαγε θαρρείς ένας μυστικός, αθέατος άνεμος. Με τα χρόνια, βεβαίως όλο και λιγόστευαν, μαδούσε η χαίτη του λιονταριού, άσπριζαν στην ρίζα τους οι εναπομείνασες στο πίσω μέρος της κεφαλής μακριές τρίχες, κουρεμένες σ’ ένα αυτοσχέδιο καρέ και βαμμένες με καραμπογιά – κάτι που δεν παρέλειπε να εφαρμόζει και στον παλιομοδίτικο μύστακα που διατηρούσε. Είχε έναν ιδιαίτερο βηματισμό ο Μιχάλης Κατσαρός. Ψηλός και παρά το μεγάλωμά του ευσταλής, το κουρασμένο κορμί στητό και ίσιο, την κεφαλή ορθή και με το βλέμμα προσηλωμένο σε κάτι μακρινό, ίσως σε κάποιο ποιητικό όραμα, προχωρούσε αφήνοντας στους γύρω του την αίσθηση, λες και μόνος αυτός, διέσχιζε ένα πλήθος ανθρώπων, πως άνοιγε δρόμο ανάμεσά τους για να πορευτεί. Ή καλύτερα μάλλον, ότι παραμέριζε στην θέα του, αυτό το μέγα πλήθος το φανταστικό, για να περάσει ο Ποιητής.

Τα ρούχα του ήταν φτωχικά. Έβλεπες λαδιές εδώ κι εκεί διάσπαρτες. Φθαρμένο το σακάκι, τριμμένη στους αγκώνες η καπαρντίνα του και λερή, ταλαίπωρα τα υποδήματα. Κι όμως συχνά την μπουτουνιέρα του εστόλιζε έν άνθος. Τις μέρες του Χειμώνα κασκόλ χρωματιστά περιέτρεχαν τον λαιμό του. Και δακτυλίδια ψεύτικα στα δάκτυλα φορούσε, μπακιρένια που μαύριζαν με τον καιρό το δέρμα στα σημεία, ενίοτε με πέτρες γυάλινες, πολύχρωμες, καθώς στο ποίημα «Από υαλί χρωματιστό» ο ομοτεχνός του, ο Αλεξανδρινός, με συμπάθεια λέγει:

 «’Ενα σωρό κομμάτια από υαλί,
κόκκινα, πράσινα ή γαλάζια. Τίποτε
το ταπεινόν ή το αναξιοπρεπές
δεν έχουν κατ’ εμέ τα κομματάκια αυτά
από υαλί χρωματιστό»
(του ταλαιπώρου κράτους μας ήταν μεγάλ’ η πτώχεια).

Μα επάνω του όλα έδειχναν αλλιώς, τα ρούχα τα παλιά εφάνταζαν σπουδαία. Είχε τους τρόπους, άρχοντα. Την ευγένεια, πρίγκιπα. Την τέχνη ασκούσε της ποιήσεως την ακριβή.

Τον πρωτοσυνάντησα το ’74 στην κάμαρα του Γιώργου Χρονά, επί της οδού Πανός 17, κάτω από την Ακρόπολη. Κάπνιζε, συνεχώς το ένα πίσω από τ’ άλλο κάτι βαριά, άφιλτρα τσιγάρα της εποχής, τα «Ματσάγγου» ή τα «Τέλειον», μπορεί και τα «Καρέλια Αγρινίου», δεν είμαι σίγουρος. Με αποτέλεσμα, μετά από λίγο η κάμαρα να μετατρέπεται σε αερόστατο έτοιμο ν’ ανυψωθεί. Τότε και μόνον τότε ο οικοδεσπότης έβαζε ξαφνικά τις φωνές και παρά το κρύο άνοιγε το παράθυρο απαγορεύοντας διά ροπάλου το καπνίζειν, παραιτέρω. Ήμουν μόλις δεκαοκτώ χρόνων κι εκείνος πλησίαζε τα εξήντα. Ελάχιστα γνώριζα και καταλάβαινα, τότε από ποίηση. Ούτε να πεις πως είχα διαβάσει, έστω την σπουδαία συλλογή του «Κατά Σαδδουκαίων».

Ούτε υποψιαζόμουν ότι κάποτε ο άντρας αυτός φορούσε σταυρωτά τα φισεκλίκια στα χρόνια της Αντίστασης και του Εμφυλίου, οργανωμένος στις τάξεις του ΕΛΑΣ, τα βασανιστήρια της Γκεστάπο και την κράτησή του στις φυλακές «Χατζηκώστα». Ή για την κουμπαριά του με τον Μίκη Θεοδωράκη, τον γάμο του με την Κούλα Μαραγκοπούλου και τον γιο του τον Στάθη. Δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτά. Ήταν προσωπικά πράγματα του μακρινού παρελθόντος. Προτιμούσε να αναφέρεται με τον δικό του, τον τόσο ασυνήθιστο και ανατρεπτικό λόγο του, τον σχεδόν ακατάληπτο, σε θέματα της τέχνης, της καθημερινότητας και του έρωτα. Και ποτέ της πολιτικής. Αργότερα πολύ πληροφορήθηκα και το ευτράπελον συμβάν πως κάποτε, την περίοδο της μαύρης πείνας, έτυχε να τον επισκεφτεί μια μεγαλοαστή κυρία. Τον πέτυχε κάτι να μαγειρεύει που δεν ήταν άλλο από βραστές πατάτες. Απορημένη του έκανε την αφελή ερώτηση: «Μα καλά, με βραστές πατάτες θα γευματίσει ο ποιητής;». Κι εκείνος αποστομωτικά της απάντησε: «Όχι κυρία μου, κάνετε λάθος. Δεν θα γευματίσει με βραστές πατάτες, αλλά με pommes de terre!».

Έτσι, λοιπόν σιωπούσα κι άκουγα τις κουβέντες του, μα περισσότερο τα απίθανα λογοπαίγνια που αρέσκονταν να κάνει. Όπως για παράδειγμα, την ερμηνεία του για τον όρο «τζιτζιφιόγκος», την δική του απίθανη εξήγηση με τρόπο γλαφυρό ειπωμένη: «Κάποτε, υπήρχαν κάτι νεαρά αγόρια στις Τζιτζιφιές που συνήθιζαν να φορούν παπούτσια στολισμένα με κάτι μεγάλους και περίτεχνους φιόγκους. Από εκεί, λοιπόν, βγήκε και ο όρος «τζιτζιφιόγκος», εξ αιτίας αυτών των νεαρών». ‘Η το άλλο, το απίθανο σχόλιο που έκανε όταν πληροφορήθηκε την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον Οδυσσέα Ελύτη. Τηλεφώνησε στον Χρονά και λακωνικά του είπε μόνο την φράση: «’Εχω γίνει μπαρούτι!». Περιττεύει νομίζω κάθε σχετική εξήγηση. Ως γνωστόν ο Σουηδός ευεργέτης των γραμμάτων και των επιστημών Άλφρεντ Νόμπελ είχε εφεύρει, μεταξύ άλλων και την πυρίτιδα, με τις γνωστές συνέπειες. Κι άλλη μια φορά σε μια τυχαία συνάντηση από τις πολλές που είχε με την Ζυράννα Ζατέλη, μπροστά στο Καλλιμάρμαρο στην περίπτωσή μας, της είπε με νόημα: «Εμείς οι δυο, όλο στον δρόμο συναντιόμαστε. Καιρός είναι να συναντηθούμε και στο κρεβάτι μου». Και φεύγοντας, γύρισε προς το μέρος της συμπληρώνοντας με σημασία: «Αλλά προσέξτε, είμαι πολύ καρπερός!».

Την περίοδο της συγκατοίκησής μου με τον Χρονά στου Φιλοπάππου (1979 – 1981), υπήρξε τακτικός επισκέπτης μας. Αν τύχαινε να απουσιάζω έβρισκα, συχνά – πυκνά ιδιόχειρα σημειώματα με ευχές και άλλα διάφορα, κάτω από την πόρτα του δωματίου μου, τα έχω όλα φυλαγμένα. Τότε έβγαλε κι ένα θνησιγενές λογοτεχνικό περιοδικό, νομίζω με το όνομα «Επίπεδο», όπου φιλοξενήθηκε και το πρώτο δικό μου ποίημα. Επρόκειτο για ένα πρωτόλειο, ούτε τίτλο δεν είχε. Αλλά θυμάμαι πώς τελείωνε: «Καπνίζω τα λόγια σου σε στριμμένο χαρτί, σε λεπτό τσιγαρόχαρτο, φτύνοντας κομματάκια καπνού που ξεφεύγουν απ’ το ποίημα». Μας εξιστορούσε, λοιπόν πως κάποια μέρα που πέρασε κι από τις εκδόσεις «Κέδρος» να προτείνει την προβολή τους μέσω μιας φτηνής διαφημιστικής καταχώρησης στο επόμενο τεύχος του περιοδικού του – μπας και δει, δηλαδή κανένα φράγκο στην τσέπη του – η ιδιοκτήτρια των εκδόσεων Νανά Καλλιανέση, όταν αντελήφθη περί τίνος επρόκειτο, έκανε με τρόπο από το βάθος του βιβλιοπωλείου, αρνητικό νεύμα στον υπάλληλό της. Κάτι που το έπιασε, όμως ο Μιχάλης και δεν το άφησε ασχολίαστο: «Νο Νανά!», «Νο, Νο Νανά!», επαναλάμβανε χαριτωμένα, σε μια φιλότιμη προσπάθεια να κρύψει την δυσαρέσκεια και τον θυμό του. Ένα μεσημέρι θυμάμαι τον πέτυχα στη οδό Σολωμού και Γ’ Σεπτεμβρίου γωνία. Μόλις είχε βγει περιχαρής από το παρακείμενο Εθνικό Τυπογραφείο μ’ ένα φύλλο, ανά χείρας, της «Εφημερίδας της Κυβερνήσεως». Όπως μου εξήγησε είχε δημοσιευτεί κάποιος νόμος, σχετικός με τις συνταξιοδοτήσεις κι αυτός θα του εξασφάλιζε μιαν ελάχιστη τιμητική σύνταξη, την τόσο απαραίτητη για εκείνον.

Συνήθως κυκλοφορούσε στο ιστορικό κέντρο και κυρίως στην πλατεία Συντάγματος. Για τον καφέ του προτιμούσε το μικρό μαγαζί επί της Βουκουρεστίου, το Μπραζίλιαν. Αλλά, σπάνια τον πετύχαινες μόνο του. Πάντοτε υπήρχαν δυο – τρεις θαυμαστές από δίπλα ή τίποτα περαστικοί με φιλοπαίγμονα διάθεση. Σταματούσαν για λίγο, ξυνόμενοι στην γκλίτσα του τσοπάνη κι εκείνος τους τακτοποιούσε, καταλλήλως. Όταν έκλεισε το Μπραζίλιαν, το στέκι του μεταφέρθηκε στην παρακάτω γωνία Βουκουρεστίου και Σταδίου, στο μοντέρνο «Every Day». Όλα πέριξ του τετραγώνου, όπου δέσποζε το κτήριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού. Το γεγονός, ίσως ότι στην πρώτη του νεότητα υπήρξε υπαξιωματικός της αεροπορίας, τα γραφεία της οποίας στεγάζονταν εκεί, μπορεί να δικαιολογεί την μετέπειτα εμμονή του. Στο παλιό Zonars επί της Πανεπιστημίου δώσαμε, πάντως και το ραντεβού μας, για τις ανάγκες μια συνέντευξης που θα μου παραχωρούσε για το περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ». Και η συνέντευξή του, η τελευταία νομίζω, υπήρξε περιβόλι. Βεβαίως, δεν μου επέτρεψε να τον κεράσω, αντίθετα επέμενε να πληρώσει εκείνος τον λογαριασμό. Κι όταν είχαμε φτάσει στο φινάλε, πλέον της κουβέντας, ζήτησα να μου πει μια τελευταία, ακόμη φράση. Αντ’ αυτού, ο Μιχάλης προτίμησε να κρατήσει τα χέρια μου λέγοντας: «Η συνομιλία αυτή, ας κλείσει με μια δική μου ερώτηση: Θα πιάσουμε και πάλι την παλιά φιλία μας;»

Ήταν Μάρτιος του 1997.
Ο Μιχάλης Κατσαρός έφυγε τον Νοέμβριο του 1998.

Στην μνήμη του.