Detail of a recently discovered sarcophagus at the Memphis necropolis during an event opening the pyramid and its satellites for visitors in Dashur, Egypt, Saturday, July 13, 2019. An Egyptian mission led by Dr. Mostafa Waziri discovered a collection of stone, clay and wooden sarcophagi which some of it still houses its mummies in addition to wooden funerary masks and instruments used in cutting stones from the Late period. (AP Photo/Maya Alleruzzo)
Ο πεθαμένος και η Ανάσταση
09-12-2020

(τοπική βαριάντα)

 

Aνάμεσα σε δύο σπίτια, της Μεντιχίας Αβραμίδου κοντά στο ΠΙΚΠΑ και της Σαμολαδούς στο δρόμο που έβγαινε στο Νοσοκομείο, μείναμε πέντε χρόνια στην οδό Ταβουλάρη, στο ισόγειο του Μανώλη και της Ευλαμπίας Τσιρέλη. Είχαν και τρια παιδιά, τον Μιχαλάκη, την Βιργινία και τον Τέλη, κι εμείς είχαμε ένα, εμένα.

Του σπιτιού μπορώ ανέτως να σχεδιάσω την κάτοψη, τα έπιπλα, ακόμη και κινηματογραφικές σκηνές από την ζωή εκεί. Είχε προαύλιο και πίσω αυλή. Μπαίνοντας δεξιά μια βραγιά με κρίνους και στη μέση της μια βρύση με μουσλούκι. Πίσω είχε μια βραγιά με μαργαρίτες που άφηναν πολύν χώρο για δύο καϋσιές και τέρμα αριστερά, ένα κοτέτσι χωρίς κότες και μια σκάφη.

Εκεί γεννήθηκε ο αδελφός μου, την επομένη των εγκαινίων του 3ου δημοτικού σχολείου. Η μάνα μου, επίσης δασκάλα με ωράρια πρωι-απόγευμα αναζήτησε τη βοήθεια κάποιας κοπέλας που «θα μας φύλαγε» όταν έλειπαν και βρέθηκε, απέναντι από το μπακάλικο του θείου μου, που ήταν δίπλα στα υφάσματα του Ηλίδη, ο Αγιαννίδης που είχε γυαλικά, δίπλα στο τενεκετζίδικο του Παύλου και τον υποδηματοποιό Σιάρκα με τα φοβερά δίσολα, και συμφώνησε να μένει μαζί μας η κορούλα του η Σοφούλα, κοντά δώδεκα ετών. Η Σοφούλα με την Βιργινία έκαναν παρέα. Την Βιργινία την έλεγαν Τζίνα και έτι τιμητικώτερον Μπέμπα λόγω αποστομωτικής ομορφιάς. Ο Μιχαλάκης ήταν έφηβος, ετοιμάζονταν για Αμερική, και στάθηκε οδηγός μας για πλήθος πραγμάτων της ζωής. Ο Τέλης κατάφερε να αποκτήσει ένα σκυλάκι, τον Ταρζάν, που μας τον πάτησε η ποτιστήρα του Δήμου, φυσικά κατά λάθος.

Δίπλα στου Τσιρέλη ήταν το σπίτι της κυρά Ζωής και ψηλότερα, γωνία με Στράντζης, του Ζαβλιάρη. Απέναντι, στην άλλη γωνία, το εκκοκιστήριο Εφαρμοστίδη, ήτοι το πανωκάλυμα του μαυσωλείου Εβρενός. Μπροστά είχαμε μια αυλή με γειτονάκια τον Λευτέρη και τον Βαγγέλη που ο πατέρας τους είχε δύο άλογα και ένα από αυτά είχε φιλοδωρήσει τον Βαγγέλη με μια ουλή από πέταλο – μισοφέγγαρο στο μάγουλο. Δεξιά τους παρακάτω ήταν το σπίτι με αυλή της Πατρούλας που παίζαμε παρέα. Κάτω από τους Τσιρέληδες, έμενε η κυρία Κανέλλα που όποτε ήρχονταν φίδι στην κάνουλα της αυλής, έπαιρνε μια τσάπα και το έκοβε μερίδες, ατάραχη.

Μπροστά στης κυρά Ζωής άρχιζε ένα στραβό σοκάκι που ανηφόριζε στα όρια του τρίτου σχολείου. Στο πλάτωμά του, μάθαμε τα πρώτα ομαδικά παιχνίδια. Εκεί θυμάμαι την αναρρωτική ζάλη μου μετα απο ανεμοβλογιά, ένα σκίσιμο στο γόνατο από γυαλί φιάλης μπίρας που βγαίνοντας, σχημάτισε έναν χάρτη της Κύπρου. Ακόμη και σήμερα ένα νησάκι σώζεται εκει και την έβγαλα με σουλφαμιδόσκονη.

Καθώς ήμουν συνήθως κολλημένος στο ραδιόφωνο (Σιέρα, από βακελίτη) εθίστηκα στην καθαρεύουσα, σκέτο πίτσκο και όταν ήρθε ο γιατρός Κανδυλάκης να με γιατροπορέψει, τον έστειλα στη χώρα της Αμηχανίας, όταν ρωτώντας με, «πώς είσαι, Πανούλη;» απάντησα, ενώπιον μαρτύρων: «Ιατρέ, έχω τάσιν προς έμετον».

Μαζί με αυτά που δημοσίευσα ήδη και άλλα που έχω στο κεφάλι μου ετοιμοπαράδοτα, ανέτως συγγράφω ένα βιπεράκι διακοσίων σελίδων από γεννήσεως έως το θάνατο του Παπάγου.

Αλλά με την ευκαιρία, το κλείνω με την αδημονία μου να δω πεθαμένον. Απέναντι από της Πατρούλας έμεναν δυο γέροι και διαδόθηκε πως ένας απόθανε. Σπεύσαμε όλα τα παιδιά, χειμώνας, μεσημέρι, μια χαμοκέλλα και μισάνοιχτη πόρτα και εντός, ένα κερί πάνω από το κεφάλι του αποθαμένου. Όσο πλησίαζα, πίστευα πως θα παραστώ στην άνοδο της ψυχής του στα ουράνια, αλλά με εκάτεχε, με δαιμόνιζε και με εκράτει θαμπόν και έκπληκτον η άκρα ακινησία του σώματος και του προσώπου και το λίγο βαμβάκι σε μερικά σημεία.

Δεν φοβήθηκα την ακινησία, αλλά ήξερα τουλάχιστον έναν κωδικό για την Ζωή. Με τον Τέλη, κατεβήκαμε στο γωνιακό μαγαζάκι κοντά στου Σφυρίδη και πήραμε από ένα φακελάκι σκόνη που έσκαγε στο στόμα και οι μικρές εκρήξεις ήταν ωσάν ανάσταση για τους πεθαμένους.

Kι επειδή τον θάνατον, στα Γιαννιτσά τουλάχιστον, τον συνόδευε η άκρα ζωή των όντων, η Σοφούλα, όταν ο αδελφός μου έγινε ετών δύο, μας άφησε και παντρεύτηκε με συνοικέσιο στο Μαγικό της Ξάνθης.