— Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, Τατουάζ, μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, Μεταίχμιο, 2019.
Ο Πέπε Καρβάλιο, ο ήρωας ντετέκτιβ του Μονταλμπάν, είναι μια περσόνα που στέκεται έξω από το καλούπι του ντετέκτιβ που έχουν επινοήσει ακόμη και οι εκπρόσωποι της καλύτερης αστυνομικής λογοτεχνίας. Ο Καρβάλιο λοιπόν είναι κάτι πέρα και πάνω από τις περιγραφές που του προσάπτουν συνήθως όσοι τον παρουσιάζουν ως έναν Φίλιπ Μάρλοου, έναν Σαμ Σπέιντ, έναν Άντονι Μπουρντέν, και ίσως και ως ένα νεαρό Λένιν. Όταν επιστρατεύονται τόσοι λογοτεχνικοί και πραγματικοί χαρακτήρες για την περιγραφή ενός φαλακρού και υπέρβαρου Καταλανού που ασκεί το επάγγελμα του ντετέκτιβ κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα, έχουμε μάλλον να κάνουμε με μια περίπτωση που αξίζει ειδική μνεία. Το «Τατουάζ», όπως μας πληροφορεί και ο υπέρτιτλος στο εξώφυλλο της πρόσφατης μετάφρασης από την Αγγελική Βασιλάκου, είναι «Η πρώτη περιπέτεια του Πέπε Καρβάλιο». Και ως τέτοια, διαβάζεται ως μια “αρχαιολογία” του χαρακτήρα που έπλασε ο Μονταλμπάν σε ένα διάστημα τριάντα περίπου ετών μέσα από δεκαπέντε βιβλία. Η καλαίσθητη έκδοση συμπληρώνεται με το εξαιρετικό επίμετρο της Ελένης Παπαγεωργίου, «Καίγοντας βιβλία στη Βαρκελώνη», που επικεντρώνεται περισσότερο σε μια παρουσίαση του διάσημου ήρωα του Μονταλμπάν παρά στον σχολιασμό του «Τατουάζ».
Στο «Τατουάζ», το πτώμα ενός νεαρού άνδρα χωρίς πρόσωπο αλλά με ένα τατουάζ στην πλάτη, βρίσκεται να επιπλέει στη θάλασσα. Ο Καρβάλιο θα κληθεί να ανακαλύψει την ταυτότητά του. Η υπόθεση, πιστή στις γνωστές επιπλοκές του επαγγέλματος, θα τον εγκλωβίσει σε κάτι κατάτι διαφορετικό από αυτό που είχε αρχικά συμφωνηθεί με τον εργοδότη του.
Μπορεί λοιπόν το συγκεκριμένο βιβλίο, κοιτώντας το από το βάθρο της αίγλης του χαρακτήρα στον οποίο εξελίχθηκε τελικά ο Καρβάλιο, να φαντάζει πρωτόλειο, αλλά, μια προσεκτικότερη ανάγνωση αποκαλύπτει ότι τα βασικά στοιχεία αυτού του χαρακτήρα βρίσκονται ήδη στη θέση τους. Η αγάπη του για το καλό φαγητό και το καλό κρασί, το κάψιμο των βιβλίων του, ο έρωτας για την ιερόδουλη Τσάρο, αλλά και για τη Βαρκελώνη –που συνιστά μια ιδιότυπη μορφή ιερόδουλης– είναι μερικά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον Καρβάλιο και ενυπάρχουν ήδη στο «Τατουάζ». Το ότι κάποιος μπορεί να διακρίνει όλα αυτά τα στοιχεία, από το πρώτο κιόλας βιβλίο μιας σειράς που ξεδιπλώθηκε σε βάθος τριάντα ετών, υπογραμμίζει τη μυθοπλαστική ικανότητα του δημιουργού της, που, παρά την επιτυχία που γνώρισε ο ήρωάς του, παρέμεινε πιστός στις προγραμματικές του δηλώσεις.
Το βιβλίο όμως, γραμμένο το 1976, κάνει τον Καρβάλιο, ειδικά στο πώς συμπεριφέρεται στις γυναίκες, να φαντάζει σήμερα όχι μόνο αγροίκος αλλά και μισογύνης. Εμποτισμένο όπως είναι το μυαλό του αναγνώστη από την υστερία του #metoo δεν μπορεί παρά να φορτιστεί αρνητικά. Η φόρτιση αυτή όμως δεν πρέπει να σταθεί εμπόδιο για κάτι πολύ σημαντικότερο που κρύβεται ακριβώς πίσω από αυτή του τη στάση: ο Καρβάλιο μοιάζει εξαιρετικά με τον Ξένο του Αλμπέρ Καμύ, γιατί ο Καρβάλιο είναι ένας ξένος στο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Και μοιάζει στον Ξένο όχι μόνο γιατί αρνείται κατηγορηματικά να παίξει το παιχνίδι των συμβάσεων και των συμβιβασμών, ακόμη και μέσα σε ένα τόσο στενά οριοθετημένο περιβάλλον όσο το επάγγελμα του ντετέκτιβ, αλλά και γιατί αγκαλιάζει τον κόσμο με την αηθικότητα της κυριαρχίας των αισθήσεων. Προσέξτε πώς ο Μονταλμπάν τον προικίζει με μια πλειάδα αντιφατικών χαρακτηριστικών: πρώην κομμουνιστής και πρώην πράκτορας της CIA, πρώην διανοούμενος που καίει τα βιβλία του, πρώην μαρξιστής που τώρα ενδιαφέρεται για το χρήμα. Ο Μονταλμπάν, μέσα από τον ήρωά του, θα ασκήσει πίεση όχι μόνο στο αστυνομικό μυθιστόρημα ως είδος (genre), αλλά θα σταθεί επικριτικά και σε αυτή την προσκόλληση της κουλτούρας στον διεξοδικό και αυτοαναιρετικό μηρυκασμό τής σπουδαιότητάς της. Έναν μηρυκασμό που φωτογραφίζει την οίηση και την κομπορρημοσύνη του πνεύματος, και κατ’ επέκταση των διανοούμενων (τι λέξη κι αυτή, αλήθεια;!), απέναντι στον εαυτό τους. Έτσι, το περίφημο κάψιμο των βιβλίων του, στο οποίο επιδίδεται συστηματικά ο Καρβάλιο, ανάγεται όχι μόνο σε ευσύνοπτη κριτική στο περιεχόμενό τους αλλά και σε μομφή απέναντι στην αστική εμμονή της ανάγνωσης και συλλογής βιβλίων εις βάρος μιας ζωής αφιερωμένης στον αδιαπραγμάτευτο εμπειρισμό των αισθήσεων. Ο Μονταλμπάν, μέσω του Καρβάλιο, μοιάζει να μεμψιμοιρεί για τη ζωή που του στέρησε η μόρφωση ανάγοντας τη σάγκα του ήρωά του σε μια νουάρ ελεγεία του πνεύματος. Ο Μονταλμπάν, μέσω του Καρβάλιο, φαίνεται διαρκώς να υποδεικνύει το παράδοξο της κουλτούρας που η κοπιώδης πορεία προς την απόκτησή της μοιάζει με την ανάγνωση εγχειριδίου χρήσης για την ίδια τη ζωή· εγχειριδίου που μοιάζει να ολοκληρώνεται μόνο όταν η ίδια η ζωή, φευ, φτάνει στο τέλος της. Έτσι, η λατρεία του Καρβάλιο για το καλό φαγητό και το κρασί δεν συνιστά μόνο ειρωνεία απέναντι σε άλλη μία εμμονή των αστών αλλά και μέσο εξιλέωσής του. Το φαγητό για τον Καρβάλιο είναι ό,τι είναι η κόκα για τον Σέρλοκ Χολμς και το αλκοόλ (ή οι γυναίκες) για τον Φίλιπ Μάρλοου. Και ο Καρβάλιο τρώει ασταμάτητα μαγειρεύοντας τελετουργικά ο ίδιος τα εδέσματά του αφού πρώτα ξετρυπώσει τις απαραίτητες πρώτες ύλες με τον ζήλο ενός πρωτόγονου λαγωνικού-κυνηγού-τροφοσυλλέκτη.
Προς το τέλος του βιβλίου, σε ένα κεφάλαιο πριν τη λύση του “μυστηρίου”, ο Καρβάλιο, δι’ ασήμαντον αφορμήν, θα αποπειραθεί να σκοτώσει και τελικά θα ξυλοκοπήσει τον θαμώνα ενός μπαρ με τον οποίο έχει συναντηθεί τυχαία και ο οποίος δεν παίζει κανένα ρόλο στην υπόθεση που τον απασχολεί. Ο χαρακτήρας αυτός, που εμφανίζεται ως καθηγητής ιστορίας και μιλάει στα αραβικά, επιμένει σε μια αινιγματική ερώτηση: «[…] γίνεται να ξέρεις την ιστορία της Ισπανίας χωρίς να ξέρεις αραβικά;». Υποστηρίζω ότι αυτό το περιστατικό, το οποίο δεν έχει συνέχεια αλλά ούτε και συνοχή με το υπόλοιπο βιβλίο, διαβάζεται ως κλείσιμο του ματιού τού συγγραφέα στις καμικές αρχές τού Καρβάλιο.
Δεν υπάρχει λογική εξήγηση ή δικαιολογία για τα σφάλματα στα οποία υποπίπτει και για τα εγκλήματα τα οποία διαπράττει ο Καρβάλιο σε αυτή την πορεία του προς την εύρεση των απαντήσεων που αναζητά. Η καταδίκη, αν έρθει, θα έρθει από τον αναγνώστη με τη μορφή λατρείας, γιατί ο Πέπε Καρβάλιο θα παραμείνει αυτός που αρνήθηκε να ακολουθήσει τους κανόνες. Θα παραμείνει πάντα ένας αποσυνάγωγος, ένας «Ξένος».