Ο νεκρός μπερσέκος
18-01-2020

O πολεμιστής, πριν τη μάχη, μεθάει, αγριεύει, πείθει και πείθεται και δεν τον νοιάζει πιά. Ειδικά ο απόλεμος εν απελπισία. Γι αυτό και πριν χωθώ στην πλήξη γενών και γενεών, Καισαρίωνος και γένους των Κοστοβώκων, κάνω ένα χατίρι εις εαυτόν. Σιχτιρίζω αυτούς που δεν πρόκειται ποτέ να πολεμήσω, επειδή δεν το αξίζουν. Προσεταιρίζομαι τους τάχα αντιπάλους και ευλογώ τους κηπουρούς εκλεκτών λέξεων που κατά καιρούς με ευεργέτησαν. Όχι, «βιβλιοβούλιο» δεν πρόκειται να ξαναδγιώ, μήτε συγγραφέα που εξηγεί την «πλοκή» σε παρουσιαστή βιβλίων. Κατεβατά που ξερνάει sophomore διαβάζοντας ένοχα, και πληθωρικά, θα αντικαταστήσω με σιχτίρια αθλητικών γηπέδων και ικανότητες κλεφτρονιών που εξαπατούν τες γρηούλες. Και βλέποντας να παινεύουν μια έκθεση δυσπρόφερτης νεανικής ομάδας, που χαμογελά ομαδικώς στους βιαστές -θαυμαστές της, θα κοιμηθώ, αντί να με πιάσει υστερία.

Μετά, θα ασχοληθώ με το άρρητο κατεβατό μιας οδικής επιγραφής, κυλίων βράχον και κυλιόμενος ως Σίφυφος με σπασμένη σπίνα, φτάνοντας να αποστρέψω την παρειά, ακόμη και σε τέως πολυφίλητο αζάπη. Δε μ΄αρέσει πως φέρονται στες λέξεις. Καθόλου. Δεν είναι καν βιαστές ή πατραλοίες. Έχουν μια ιδιότυπη γεύση της μαλακίας στον ουρανίσκο και νομίζουν πως ο Χάρος θα κλείσει τα μάτια καθώς θα τσαλαβουτάνε στη λασπουριά της παραλυτικής τους παπαρδέλας.