Ο μύθος του «αναρχικού μοναχισμού»
05-12-2020

Πεντζίκης, Mοσκώφ, Σαββόπουλος και ο γέροντας Βασίλειος συμφωνούν, πλάτη με πλάτη φυσικά, στην αναρχική φύση του οργανωμένου μοναχισμού, ο καθένας για τους λόγους του. Μήνες είχα να διαβάσω τέτοια φρενήρη ανακρίβεια, που εντούτοις βολεύει τους διαλεγομένους. Προκειμένου να λογικευτεί κάπως ο διάλογος μερικών αριστερών, δε βλάφτει να θεωρούμε τους αντιφωνητές τους αναρχικούς ή αναρχίζοντες ― διάλογοι με αναρχικούς είναι ένα περιθωριακό αλλά δοκιμασμένο σπορ γιά την αριστερά, όχι όμως και ο διάλογος (ο θεός να τον κάμει) με τους οσοδήποτε χαλαρούς εκπροσώπους ενός δόγματος.

Εξηγούμαι: είναι πολύ χαρακτηριστικό πως μήτε ο Αριστοτέλης, μήτε ο Θεόδωρος Στουδίτης βρίσκονται στη βιβλιογραφία των νέων ορθόδοξων και των νέων αγαπητικών. Γρηγόριος ο Θεολόγος, Μάξιμος ο Ομολογητής, προσωκρατικοί και ο ερωτικός λόγος του Θουκυδίδη (!) βοηθούν, δηλαδή συσκοτίζουν περισσότερο. Πώς να προσγειώσεις τώρα αυτούς τους υψιπετείς στην γεωγραφία.

Ως τον έκτον αιώνα, όταν η Ανατολή δημιουργούσε τα θηριώδη αιγυπτιακά κοινόβια ή τις προσκυνηματικές συναθροίσεις τύπου Καλάτ Σιμάν, στο Ιλλυρικό (που για κακή σας τύχη, ελληνορθόδοξοι, βρισκόταν στην δικαιοδοσία του Πάπα της Ρώμης) το φαινόμενο είχε σαφώς περιορισμένο χαρακτήρα. Οπωσδήποτε υπήρχαν μερικοί Άγιοι πάνω σε στύλους και δέντρα, ασφαλώς υπήρχαν αρκετά μοναστήρια, αλλά οι βαπτίσεις ετεροδόξων ήταν ακόμη εντατικές και η κατάσταση βρισκόταν στον έλεγχο της επίσημης εκκλησίας. Χτιζόταν εντατικά βασιλικές και συστήνονταν επισκοπές. Οι βαλκάνιοι μοναχοί δεν είχαν σημαίνουσα ισχύ στα θεωρητικά ζητήματα ― μιλώ γιά τη συμμετοχή τους στις επίσημες συνόδους και για τη συμβολή τους στην διαμόρφωση της τρέχουσας ιδεολογίας.

Από τον ένατο αιώνα και εξής, κατακλύζουν τον ελλαδικό χώρο καλόγεροι κυρίως από την ανατολή, που οργανώνουν ένα μοναστικό βίο σε περιοχές όπου η επίδραση των Σλάβων προκάλεσε μιά καθίζηση στην Ρωμαϊκή εξουσία. Προηγούνται από τα αντίστοιχα κινήματα στην Δύση, κατά δύο τουλάχιστον αιώνες. Το κράτος και η εκκλησία της εποχής τους βοηθά σε αυτό το ιεραποστολικό έργο ακριβώς επειδή δεν διέθετε άλλους διαμέσους σε αυτές τις περιοχές ― ήλπιζαν, και όχι αδίκως, ότι με την διείσδυση ή με το προσωπείο της ορθοδοξίας θα μπορούσαν να μαλακώσουν τα σουσάνια των αντιπάλων τους.

Σε ατομικό επίπεδο, ο σκοπός του καλόγερου (η σωτηρία του) δεν είναι βέβαια αναρχικός. Σε συλλογικότερη βάση, ο καλόγερος μπαίνει σε ένα εξαιρετικά αυστηρό σύστημα οργάνωσης χρόνου (μιλώ γιά τον κοινοβιακό βίο ― ο ιδιόρρυθμος, ήταν γέννημα και θρέμμα συγκεκριμένων, αλλοτρίων συνθηκών) που έχει βέβαια σκοπό την σωτηρία του, αλλά εκλογικεύει (καθόλου αναρχικά) και την ζωή του. Ένα μοναστήρι του μεσαίωνα συγκέντρωνε ανθρώπους που δεν πλήρωναν φόρους, δε ζούσαν (απ΄τη στιγμή που γίνονταν καλόγεροι) με ετερόφυλους και δεν είχαν αποπάνω τους παρά την αυτόνομη και απόλυτη εξουσία του ηγουμένου τους, που συνήθως τους κυβερνούσε με ένα γραπτό τυπικό που καθόριζε ωρολογιακά τη ζωή τους. Η υποχρέωση του μοναστηριού να τους τρέφει και να τους ντύνει (πελώρια διευκόλυνση γιά τον μεσαιωνικό άνθρωπο) ήταν ήδη μεγάλη υπόθεση σε μία κοινωνία όπου η λέξη ελεύθερος σήμαινε θεόφτωχος.

Σ΄ έναν κόσμο όπου το καθετί διέθετε τον ακριβολόγο συμβολισμό του και σε έναν οργανισμό όπως ο μοναστικός όπου μεταξύ άλλων εφευρέθηκε και το ωράριο, η κατάτμηση του χρόνου, η συγκρότηση ενός μοναστηριακού συγκροτήματος ήταν πολύ πιο προχωρημένη υπόθεση από τους αντίστοιχους κοσμικούς μηχανισμούς της εποχής του. Η προσπάθεια του ηγουμένου και των επιτελών του ήταν παρόμοια με την προσπάθεια των προνοιαρίων και των επιτελών τους ― αύξηση του παραγωγικού τους χώρου, εισαγωγή ολοένα νεότερης τεχνολογίας, εκσυγχρονισμός των οικημάτων και των αναγκών, χωρίς καμία προσήλωση σε οποιαδήποτε παράδοση. Η τοπολογική οργάνωση αυτών των «μικροκοινωνιών» ήταν αξιοθαύμαστη.

Στους καλόγερους του μεσαίωνα χρωστάμε την ευρύτατη εξάπλωση της υδροδύναμης, νέων καλλιεργειών, απόδοσης στην παραγωγή νέων εδαφών, συγκέντρωσης (και φρονηματισμού) πληθυσμών αποξενωμένων από την κρατική μηχανή. Πιθανό σε αυτούς να χρωστάμε τον θεσμό της διανομής γεωργικού κλήρου (που εφαρμόστηκε εκλεκτικά) μετά από αιώνες απραγίας, και της κατευθυνόμενης κτηνοτροφίας (ιδίως της οικόσιτης) και της δενδροκαλλιεργειας. Πείτε με όσο οικονομιστή θέλετε, αλλά που ο αναρχισμός και κολοκύθια.

Οι καλόγεροι ερχόταν σε σύγκρουση ή αντιπαράθεση με την επίσημη εκκλησία συχνά ― είτε όταν κινδύνευε η διοικητική τους αυτονομία είτε όταν η οικονομική τους δύναμη ήταν τόσο μεγάλη ώστε διεκδικούσαν την διαχείριση ολόκληρης της εκκλησιαστικής εξουσίας. Εξάλλου η ενθάρρυνσή τους από μεγάλη μερίδα αυτού που λέμε σήμερα «δημόσια διοίκηση» προκαλούσε και την αντίδραση μιάς άλλης μεγάλης μερίδας της ίδιας διοίκησης ― τίποτα το παράξενο σ΄αυτά. Κυρίως ας επισημανθεί ότι ο μοναστικός ιδεολογικός βίος δεν αποτελούσε αποξενωμένη ιδιορρυθμία μέσα στο αλλού προσανατολισμένο σώμα της πνευματικής ζωής των μεσαιωνικών ανθρώπων. Οι μεγάλοι ομολογητές και άγιοι των καλόγερων, ήταν ακριβώς οι εκφραστές τους απέναντι σε έναν κόσμο που κατανοούσε με κάποιαν ακρίβειο το οντολογικό τους πρόβλημα.

Ως προς τις αγάπες και τις θεώσεις και τα Πρόσωπα, ας τα αφήσει αυτά ο επί ξύλου κεντών κύριος Νέλλας ― πραγματικά τα καταλαβαίνει όσο ο κύριος Ράμφος τον Πλάτωνα ― λίγο και στραβά. Τα παραπάνω ελπίζω να μη θεωρηθούν συνηγορία ενός μοντέλου μεσαιωνικού ελληνορθοδοξισμού που εχάσαμε οι άθλιοι μέσα στην τουρκοκρατία και [όπου] θα ΄πρεπε να προσβλέπουμε προς παραδειγματισμόν μας. Για πολλούς λόγους, από το Βυζάντιο μας σώθηκε ειδική βιβλιογραφία ― τα ίδια και χειρότερα γίνανε κατά την κληρονομιά μας από την ελλαδική και ασιατική αρχαιότητα που ελληνοφώνησε, αλλά εκεί έχουμε τουλάχιστον και κάποιους τίτλους μάλλον ογκωδών έργων, που χάθηκαν. Δεν υποστηρίζω ότι οι προφανώς πολυάριθμες πυρές καταθέσεως πρωτολείων ή αιρετικών συγγραμμάτων παράλλαξαν ουσιωδώς την εικόνα που έχουμε για την εποχή αυτή, αλλά τουλάχιστον εισηγούμαι να αναγνωρίζουμε τις ανταύγειες των φλογών στα έργα που διασώθηκαν.

Ας καταλάβουμε ότι ο νέος μοναχισμός των πτυχιούχων του Αγίου Όρους έχει αιτιώδη αλλ΄όχι ουσιώδη σχέση με τον επι τουρκοκρατίας μοναχισμό ή με τον μεσαιωνικό,πρώιμο και όψιμο ― προτείνω να σεβαστούμε απόλυτα την επιλογή τους και τις μεθόδους τους, καλλιεργώντας (ως χυδαίοι υλιστές) τις δικές μας. Στο κάτω κάτω δεν είναι ανάγκη να ερεθίζουμε τους όντως εύθικτους ανάγοντας την πηγή του προσηλυτισμού μας, σε μία (το επ΄εμοί αθώα) αναγέννηση. Υπάρχουν ευτυχώς οι Προκόπιοι και οι Ψελλοί, ο αστρονόμοι, οι γεωπόνοι και οι γεωμέτρες, συνετά δείγματα τεχνικών εξευτελισμού, διάβρωσης και διπλοπροσωπίας, να μας οδηγούν κι εμάς.

Μοναχισμός θα ειπεί κυρίως οργάνωση ― οργάνωση ομάδας, μικροκοινωνική, ιδεολογική. Άλλο πράγμα ο ασκητισμός, αν και προσφυώς προσάρμοσαν τους ασκητές από παλιά σε μία σχέση προτύπου ως προς τον εν σειρά μοναχό.

Για τις μεσαιωνικές συνθήκες, ο μοναχισμός είναι μία από τις κυριότερες αιτίες που δεν αναπτύχτηκαν μεγάλα κοινωνικά κινήματα. Η σχετική ισότητα που υπήρχε μέσα στους περιβόλους των μοναστηριών, η καλή διοίκηση και ο μικρός βαθμός εκμετάλλευσης των παροίκων τους, μαζί με την συνεχή βελτίωση των μέσων παραγωγής (υπήρχε απασχόληση, δικαίωμα στην εργασία, χαμηλή ιδιοποίηση) οδηγούσε τους ανήσυχους, που δεν εμπιστεύονταν την βραχεία δόξα των όπλων, στη στελέχωση αυτών των περιβόλων.

Αυτές τις κυψέλες τις εμίσησαν και τις εξολόθρευσαν κυρίως οι εθνικιστές και οι μεταρρυθμιστές διαφόρων εποχών που γνώρισαν το φαινόμενο σε περιόδους παρακμής (ο ελλαδικός χώρος δεν στάθηκε στις εξαιρέσεις) αλλ΄αυτό δεν αποτελεί δικαιολογία ή συγχωροχάρτι προκειμένου να στεκόμαστε συναισθηματικά απέναντι στο μοναστικό φαινόμενο. Σήμερα οι καλόγεροι αποτελούν μιά ενδιαφέρουσα κοινωνική ομάδα που ανήκει στον επιστημονικό λόγο (του μέλλοντος;) η εκτίμηση της σημασίας τους. Αλλ΄ είναι εξόχως αντιδιαλεκτικό να μιλάμε για ορθόδοξο κίνημα που είναι αντιδυτικό, ανθενωτικό, ησυχαστικό, μετά γίνεται καημός της ρωμιοσύνης και καταλήγει στους κολυβάδες για να εναποτεθεί στον ανακριβή λόγο του κυρίου Νέλλα. Ο άνθρωπος μου φαίνεται αυτάρεσκος και αυτάρκης. Κάνει την χάρη στον Κωστή Μοσκώφ όχι μόνον να μη τον κάψει ζωντανό, αλλά (τάχα) να΄χει διάλογο μαζί του. Γιατί; επειδή νομίζει ότι με κάθε ευκολία θα ιδιοποιηθεί «τα μέλη του σπαραγμένου σώματος που ζητούν την επισυναγωγή». Πώς; «Φωτίζοντας το ιστορικό πρόσλειμμα» που βέβαια δεν πολυχρειάζεται, αφού «η Ορθοδοξία δεν είναι ιδελογία, ούτε παρελθόν. Είναι η μεταμόρφωση του εκάστοτε παρόντος».

Οι μεγάλοι πατέρες που ο κύριος Νέλλας αναφέρει (με το σταγονόμετρο) έχουν από αιώνες κοιμηθεί κι έτσι δεν κινδυνεύει να εξαφανιστεί μέσα στα χτενισμένα πρακτικά μιάς αιρεσιοκτόνας συνόδου. Μπορεί ο Μάξιμος να μη ντρεπόταν να ενισχύσει τα επιχειρήματά του αναγόμενος σε θύραθεν φιλοσόφους, αλλά ο κύριος Νέλλας το διορθώνει και αυτό. Βρίσκω πως θα ΄πρεπε να έχει αποφασιστικούς επικριτές το φτηνό κόλπο να καταργούμε την αντιπαλότητα επειδή λείπουν οι αντίπαλοι ή το χειρότερο, να αναγνωρίζουμε ως δικές μας, ιδιότητες που και άλλοι, αλλότριοι, ανέπτυξαν εξίσου ματωμένα με εμάς. Αχ, Βογόμιλοι, μονοφυσίτες, παυλικιανοί και λοιποί σφαγιασθέντες με «μανικό έρωτα, με αγάπη θυσιαστική, σταυρική» να ξέρατε μωρέ, γιατί τζακίσατε το χέρι σας!

Ισοτίμως δεν καταλαβαίνω γιατί φορτώνουμε στους μοναχούς (οι απέξω) την ιδιότητα του συντηρητικού. Άνθρωποι που έχουν δεχτεί ως δεδομένη αλήθεια κάποιαν χριστιανική ερμηνευτική, είναι φυσικό να ασχολούνται εσωτερικά με την όσο γίνεται ακριβέστερη διαπίστευσή της μέσα στους καιρούς. Τους ενοχλεί ο Αυγουστίνος και ο Ωριγένης. Δεν έχουν ησυχάσει ακόμα από τον Βαρλαάμ και τον Ακίνδυνο. Έχουν σοβαρά προβλήματα εσωτερικής διάρθρωσης. Εξωτερικό διάλογο δέχονται μόνον μ΄ έναν απελπισμένο ευκαιρισμό — να ενισχυθούν κάπως οι διαπραγματευτικές τους θέσεις μέσα στον δικό τους κυκεώνα. Δεν έχω δει (ακόμη) κανένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να στηρίζει την πορεία του στον διάλογο με τους κομμουνιστές. Ακόμη καλύτερα, ουδέποτε η συμπαθής τάξη των αρτοποιών έλυσε τα θέματά της συνδιαλεγόμενη με κάποια δυναμική ένωση ναυκλήρων!

Εδώ οι χριστιανοί δεν τα βρήκαν με τους Δονατιστές και τους Αρσενιάτες, θα τα βρούν με τους μαρξιστές; Η ορθοδοξία, μέσα από μία μαχόμενή της πτέρυγα, τους μοναχούς, υπόκειται σε κανονικούς πολιτικούς νόμους εξέλιξης ακριβώς επειδή παράγει την ιδεολογία της κι επομένως έχει την πολιτική της μέθοδο. Γιατί νομίζουμε άραγε ότι οι μοναχοί ακολουθούν σε όλα την κοσμική εξέλιξη, εκτός από τις εγκεφαλικές τους λειτουργίες; Το Άγιο Όρος έχει μείνει ως μορφή ένα κρυστάλλωμα των δύο τελευταίων αιώνων. Όχι βέβαια ότι οι μοναχοί θα ΄θελαν να γίνει έτσι! Αδικούμε τον μοναστκό βίο, υποτιμούμε την χρησιμότητα και τη σημασία του διαλόγου, όταν πλησιάζουμε τέτοια αιωνόβια φαινόμενα άκριτοι, συναισθηματικοί, αντιεπιστημονικοί, αγαπητικοί. Μετά, στην πρώτη διεκδίκηση καλογερικής γής από πλησιόχωρους χωρικούς, τι κάνουμε; Χάριν του διαλόγου θεωρούμε την διεκδίκηση μέρος ενός αξιοκατάκριτου οικονομισμού; Κι ας μη μου βγεί κανένας τρυφερός και μου παρατηρήσει πως υποβιβάζω τον υψηλό τόνο της συζήτησης (ακόμη αναρωτιέμαι γιατί παίρνω στα σοβαρά αυτούς τους καρμίρηδες).

Δεν ξέρω αν στη Δύση, καθώς γράφει ο Ροΐδης, κάθε καλόγερος «ισοδυναμεί προς δύο τουλάχιστον συνήθως όγκου λαϊκούς», αλλά στην Ανατολή, για κάθε πρόταση που ξεστόμισε ομολογητής της ορθοδοξίας, αντιστοιχούν δεκάδες εργάτες γής, χιλιάδες μόδιοι χωράφια, εξαισίως δυναμική τεχνολογία και πολυάριθμες τεχνικές και στρατηγικές της εξουσίας.

Ποιός θα τα δεί αυτά; Ο Ζουράρις δε μου φαίνεται στα καλά του. Είναι χειρότερα κι από μένα. Ο κύριος Γιανναράς «απο θεολόγος έγινε φιλόσοφος, κατέβηκε δηλαδή το αμέσως πιο κάτω σκαλοπάτι» όπως διακηρύσσει απογοητευμένη κάποια κυρία Τασία, σοφόφιλος κατά τις ενδείξεις, επομένως δεν φαντάζομαι να ευκαιρεί (μας κάνουν και παραχωρήσεις — καταλάβατε, ω θύραθεν διανοούμενοι;). Ο Σαββόπουλος μοιάζει του Πατέρα του, αγαπάει τους φίλους του, το Πρόσωπο, τη γυναίκα του, την Παρέα (προκειμένου να γλυτώσει τα λεφτά της ψυχανάλυσης, καλά κάνει). Ο Κωστής εντρυφεί στον Χάιντεγκερ — τι να του πεις τώρα, να δει λίγο αγαπητικά και τον Μαρξ; Ο κ. Τσουκαλάς «βρίζει» και ο κ. Ελεφάντης «είναι δογματικός», επομένως αντιμετωπίζουν προβλήματα κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς, ήθους θα έλεγα (και των δύο τα κείμενα τα καταχάρηκα, παρότι σέχτας και σοβιετόφιλος), όσο γιά τον κύριο Νέλλα….

 

Καλοκαίρι του 1983