Την άνοιξη του 1966, η παρέα του Πέμπτου, διάβαζε για Ακαδημαϊκό απολυτήριο. Αλλά παρά τα φροντιστήρια και τα ζόρια, προείχε η διασκέδαση. Και ήταν χρόνια χωρίς κοκακόλα, να φανταστείτε, μόνον ταμτάμ και Σινάλκο σε λίγα μέρη, ενώ η παρακμή του βερμούτ αργούσε ακόμη. Το τμήμα μας είχε και μουσικό συγκρότημα, τους Μονκς. Ο Σάκης μπάσο, ο Κίλιας ντρaμς, ενώ στα στέκια τους κυκλοφορούσαν και φατσάρες που όλοι αναγνώριζαν, όπως ένας Δάνας που τον θυμάμαι αμυδρά.
Στα διαλείμματα και ώσπου να έρθουν οι καθηγητές, σχεδίαζα για το συγκρότημά μας ρουχικά και παπούτσια-μποτάκια και κάτι παντελόνες με πιέτα στη γάμπα. Μπορεί να μην αποκτήθηκαν ποτέ, αλλά με τον Γούφα κερδίσαμε ένα προνόμιο- όταν έπαιζαν τα παιδιά στο Γουοτερ Λίλυ και αλλού, ο Χρήστος επέτρεπε να καθόμαστε εναλλάξ τιμητικά σε ένα σκαμπουδάκι δίπλα στα τύμπανα, έτσι μοιάζαμε συντελεστές του γκρουπ και στις παύσεις, όταν μας τριγύριζαν θυμώδη και φινετσάτα κοριτσάκια, ρωτούσαν καμιά φορά «εσείς τι παίζετε;». Του Γούφα τις απαντήσεις δεν τις θυμάμαι, αλλά η δική μου ήταν στάνταρ: «είμαι ο μπράσερ». Τα έρμα νόμιζαν πως ήταν ένα παράξενο όργανο και δεν σχολίαζαν, και επέτρεπαν τις νόμιμες μαλάξεις επί των μαλακών μορίων των μη ενδεδυμένων άκρων τους. Καμιά δε με ρώτησε ποτέ τι σκατά «μπράσο» παίζω και καλά έκαναν διότι εννοούσα ότι γυάλιζα με μπράσο τα μεταλλικά στοιχεία των οργάνων του γκρούπ.
Πέρασαν έτη αρκετά. Για την ακρίβεια δεκαοχτώ. Το 1984 δέχτηκα μια παραγγελία για μετάφραση Αριστοφάνη και το έργο παίχτηκε εκείνο το καλοκαίρι. Αλλά είχα ήδη μεταμορφωθεί σε έναν κυνικό, αντιπαθή χαρακτήρα, που έπαιζε μονίμως ρόλους. Όταν φτάσαμε στο δελτίο τύπου, είχα μια ιδέα: την μετάφραση θα την υπέγραφε «ο Π.Θ, ποιητής και μπράσερ». Το δελτίο κυκλοφόρησε σε όλα τα έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά. Μόνον μια εφημερίδα δεν περιέλαβε το «μπράσερ». Όλα τα άλλα έντυπα, το φερμάρισαν κανονικά. Για μένα, ήταν ακόμη μία ένδειξη ότι η έωλος γενιά στην οποία ανήκα, παρά τους μολτ ποταμούς και τα μπιρόνια, για να μη χειροτερέψω την κατάσταση, ήταν σε θέση, με τα λογάκια, να πλάσει κόσμους και ιδιότητες αδιανόητες. Διότι και άλλοι γραφιάδες και γραμματικοί έπαιξαν με διάφορα τεχνάσματα, πειραχτήρια και βάζοντας φιτίλια, αλλά έκτοτε δεν είχε καμία σημασία τι έλεγες και πώς, ενώ το μπράσο, με ένα πανάκι περαστό σε μέταλλα και ασημικά, άφηνε ένα απόκοσμο φως σε μία κοινωνία εξαπατημένων λεπιδοπτέρων.