Στους επαινούντες και λοιδορούντες με, αποκρύπτω επιμελώς την πάσα απόδειξη ότι δεν χρειάζονται έπαινοι και ψόγοι για κάποιον κλινικώς γκάβαδο και ξίκη. Του Αγιού μας ξημερώνει αύριο, ας το πάρει το ποτάμι.
Λοιπόν, τόσα χρόνια στην γαλέρα, ντύσου – ξεντύσου, διάβαζε – ξέχνα, λέγε – ξελέγε, οροφώσου – ταπώσου, δεν είχα προσέξει επί ήμισυ αιώνος ότι υπάρχουν αρκουδάκια, κουκλάκια και τυπάκια από μαλακό υλικό, χαριτωμένα, μικρά – μεγάλα που οι γκόμενοι τα κάνουν δώρο σε γκόμενες.
Έβλεπα καμιά φορά στο σινεμά ή εν τη βιοτή κάποιο παιδικό δωμάτιο με πλήθος νινίων πετσετέ ή γιγάντιων, μπαρμπαδέλια, μπούμπηδες και τζιράφες και στρουμφάκια και τα συναφή και λυπόμουνα τους γονείς και τα τσογλανάκια των, που συναλλάσσονταν έτσι στις σπάνιες στιγμές της συνενοχής των.
Ώσπου, προ πενταετίας, μια γκόμενα τα χάζευε σε μια βιτρίνα και της λέγω «τι κοιτάς αυτά τα μάμαλα;» οπότε με κόφτει με ρομφαίο βλέμμα και με καθίζει σε ένα καφέ και μου αρχινάει την αφήγηση. Οι παιδαράδες και οι κρεμανταλάδες, οι κρεμαντάχειλοι και οι γαμίκουλες, δεν παιδεύονται με ποιήματα και «αχ αισθάνομαι κάπως» και όλα τα ψυχανθή που νόμιζα ότι πείθουν την πιάτσα να έμπει σε διαδικασία virtual αναπαραγωγής.
Κάνουν δώρα στις γκόμενες κουκλάκια, ρακούν, μπούμπηδες, ντρούπηδες. Στην αρχή μικρά και χαλιτωμένα, αργότερα, με την πρόοδο του κραββάτου μεγαλύτερα, μεγέθους ημιoρόφου.
Και αυτές τα δέχονται με αγάπη και τα θεωρούν τμήμα της φυλλωσιάς μιας σχέσης.
Κι αυτό γίνεται χρόνους αμέτρητους και έτη πολλά. Μόνον αν η σχέση πάει να μπατάρει, προστίθενται ως δώρα ο Κούντερας και διάφορα αρώματα.
Ε, αυτό δεν το ‘ξερα.
Μετά, προσήλωνα το βλέμμα στους γιούκους με τα παρόμοια και ξαφνιάστηκα που ήταν τόσο πολλά, τόσο συχνά. Ακόμη και σε φαρμακεία, ακόμη και σε περίπτερα. Οι μαλακοί μπούμπηδες ήταν είδος πρώτης γενετήσιας ανάγκης.
Αποσαλώθηκα έτι εντελέστερον, όταν θυμήθηκα πως συνδυό συντρείς φορές μου ήφεραν και εμένα κάτι τέτοια δωράκια και νόμιζα ότι θέλουν να εκφράσουν κάτι σημαίνον και σημαινόμενο που αδυνατούσα να καταπιώ. Οπότε και φρόντιζα να τα ξεχνάω στις μετακομίσεις.
Τελικά συμβιβάστηκα με μια πρόχειρη ψυχαναγκαστική ερμηνεία. Είχα ως προνήπιο ένα αρκουδάκι ντυμένο ναυτικά, που τον είχα ονομάσει μπούμπη και περί το έτος 1949, πάντως προ των επιχειρήσεων του Γράμμου – Βίτσι τον έπνιξα στην γούρνα της αυλής της Μεντιχίας.
Οπότε φούσκωσε το άχερο μέσα του, κατέστη τυμπανιαίος και πρέπει να με πόνεσε πολύ.
Πώς μου διέφυγε έκτοτε μια ολόκληρη συνομοταξία αισθημάτων, έκφρασις τρυφερότητος, και αντ’ αυτής ο αμηράς εισέβαλε ατός του καβαλάρης με μουζικαίς, βλιβλία και απέραντο spleen; Αποκλείεται να εισέβη ακάλεστος. Άρα, πόνεσα.
Ώσπου σήμερα κατάλαβα ότι δεν πόνεσα καθόλου και μάλλον το καταδιασκέδασα που πνίγηκε ο Φληβάς. Επιτέλους μπορούσα να κυκλοφορώ με την αχυρένια μου γέμιση μοναδικός, με το μπουρνουζέ δέρμα και διάφορα ρετάλια ενδεδυμένος, σπόλια της ραπτομηχανής. Κι αυτό προσπαθούσα να αποκρύψω.
[Ύμνοι εναντίον γυναικών, 2011]