Μία τέτοια μέρα σαν αυτή, λίγο από Άνοιξη και εαρινή υπνηλία, ρουτίνα αλλά με αισιόδοξη κορμοστασιά εξαιτίας του ήλιου και του δροσερού καιρού με τα ανοιχτά παράθυρα και το φωτεινό βαγόνι στο τρένο και τα αλουμινένια καπό να καίνε από έπαρση και διαστολή, ήρθε ένα κορίτσι στο μαγαζί που εργαζόμουν τότε.
Άδειο το μαγαζί Δευτέρα πρωί με φωτεινό ήλιο να εμψυχώνει ακόμα και το ταλαιπωρημένο σαρκίο της Σταδίου.
«Θέλω ένα φόρεμα. Παντρεύομαι σήμερα!», μου είπε και χαμογέλασε με ένα φοβερό ορθάνοιχτο στόμα για Δευτέρα, για την Ομόνοια, για τα τσίτια που πουλούσε το κατάστημα.
Και τι να βρεις να της δώσεις της κοπέλας με τα 30 ευρώ για την ιδιαίτερη εκείνη ημέρα που άλλα κορίτσια την ονειρεύονται από τα μικράτα τους και την οργανώνουν μήνες πριν με πρόβες και κομμώτριες και «αχ, όλα να πάνε καλά και να χάσουμε και τα δύο παραπάνω κιλά μας και να είναι τέλειος ο αρακάς στο 50 ευρώ ανά άτομα μενού και να μας πάει η δαντέλα πρίμα και ο γιαλός να είναι ίσιος και να κάνουμε κούντερινγκ και να συγκινηθεί το σόι και να κλάψω και εγώ χωρίς να φύγει η μάσκαρα και οι τσαρλατανισμοί να μην έχουν τελειωμό και να καίγεται φεμινισμός και αξιοπρέπεια με παιδόφιλο παπά να σου εύχεται βίον ανθόσπαρτον.»
Αλλά εκείνο το κορίτσι με το πλατύ χαμόγελο που παντρευόταν εκείνη την ημέρα το θαύμασα γιατί φορούσε ολόλευκο φόρεμα στην καρδιά της.