«Κάθησε κάτω, κάθησε κάτω», άκουσα να μου επαναλαμβάνει επιτακτικά, έντρομος ο ίδιος και πανικόβλητος. Πρόλαβα ν΄ ανοίξω αυθόρμητα τα χέρια μου σε διάσταση και να κρατηθώ από το κάσωμα της πόρτας. Η γη κάτω από τα πόδια μου πήγαινε κι ερχόταν, χοροπηδούσε. Πρώτη φορά καταλάβαινα, ένιωθα κι εγώ το ασύλληπτο μέγεθος, την τεράστια δύναμη την απερίγραπτη, εκείνη που μεταμορφώνει με μιάς, σπίτια και κτήρια στιβαρά κτισμένα για την προστασία μας, όλο μπετόν και σίδερο, σε τιποτένια καρυδότσουφλα. Ο σεισμός με πέτυχε την στιγμή ακριβώς που έμπαινα στο υπνοδωμάτιο του Γιώργου Ιωάννου επιστρέφοντας από την κουζίνα. Είχα πεταχτεί μέχρις εκεί, ανυποψίαστος για το επερχόμενο, να πιω νερό. Εκείνος μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι κι εγώ καθισμένος στην διπλανή πολυθρόνα μιλούσαμε για πολλά και διάφορα κι αστειευόμασταν ως συνήθως. Τον είχα επισκεφθεί κατά το απογευματάκι να του κρατήσω λίγη συντροφιά. Δεν ήταν πολύς ο καιρός που είχε βγεί από το ΚΑΤ, μόλις στις 22 Δεκεμβρίου 1980. Τρεις μήνες ακριβώς πιο πριν, στις 22 Σεπτεμβρίου συγκεκριμένα, τον είχε χτυπήσει άσχημα ένα αυτοκίνητο, έφερε πολλαπλά κατάγματα και στα δύο πόδια. Χρειάστηκε έτσι να υποστεί περισσότερα του ενός χειρουργεία και να μείνει, όλο αυτό το διάστημα, κατάκοιτος μέσα σε γύψους. Μόλις τις τελευταίες ημέρες είχε απαλλαγεί από το «Π», την περπατούρα όπως συνηθίζεται να το λέμε, και είχε αναβαθμιστεί στο μπαστούνι. Κάτι που το θεωρούσε, και δικαίως, μεγάλη κατάκτηση. «Μέχρι να μπει το καλοκαίρι, όπως πάνε τα πράγματα, θα είμαι εντελώς καλά. Και τότε θα αριβάρω για σεργιάνι στους δρόμους της Σαλονίκης χωρίς την γεροντική κι απαίσια βακτηρία. Έτσι, να με βλέπει η νυφίτσα του Βορρά και να σκάει από το κακό της. Που νόμιζε ότι θα γλίτωνε τόσο εύκολα από μένα. Και μόνο για να δω την ζήλεια στα ξινισμένα μούτρα της, παίρνω κουράγιο και κάνω υπομονή», μου έλεγε κι έσκαγε στα γέλια. Περιττό νομίζω να σας πω σε ποιον ομότεχνό του αναφέρονταν, δεν θα ήταν άλλωστε σωστό, ούτε και τόσο χριστιανικό!
Στις 24 του Φλεβάρη ημέρα Τρίτη, έγινε ο μεγάλος σεισμός. Είχε βραδιάσει προ πολλού θυμάμαι, κόντευε 11.00 η ώρα και σε λίγο θα έφευγα, όταν κτύπησε απροειδοποίητα ο εγκέλαδος. Μόλις πέρασε η πρώτη ταραχή και συνήλθαμε κάπως, ο Ιωάννου πήρε την απόφαση να βγούμε από το σπίτι και να μεταβούμε στο κοντινό Πεδίον του Άρεως. «Είσαι σίγουρος; Μπορείς να περπατήσεις μέχρις εκεί και μάλιστα υπό βροχήν;», τον ρώτησα ανήσυχος. Είχε πιάσει ένα σιγανό ψιχάλισμα, αθόρυβο μα και αρκετά επικίνδυνο συνάμα για την ολισθηρότητα των δρόμων. «Θα πάρουμε ομπρέλες και θα πάμε. Θα σε βαστώ από το μπράτσο και θα βαδίζουμε αργά. Ό,τι είναι να συμβεί, ας είναι και το χειρότερο, θέλω να με βρει μέσα στον κόσμο κι όχι μόνο μου στο σπίτι», μου απάντησε. Βγήκαμε στην Δεληγιάννη και στρίψαμε δεξιά στην Τσαμαδού. Άνθρωποι αλαφιασμένοι με τσάντες στα χέρια και μικρά παιδιά στην αγκαλιά, κατευθύνονταν όλοι όπως κι εμείς άλλωστε, προς το πλησιέστερο πάρκο. Το μόνο ελεύθερο από πολυκατοικίες μέρος και άρα το πιο ασφαλές. Μπήκαμε από την πλαϊνή είσοδο της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Το άγαλμα της Αθηνάς παρέμενε ευτυχώς αγέρωχο στο υψηλό βάθρο του. Η αρχαία θεά ήταν ατσαλάκωτη. Καλό σημάδι. Κάποιοι από τους σεισμοπαθείς μάλιστα, οι πλέον προνοητικοί, είχαν αρχίσει να στήνουν τα πρώτα αντίσκηνα και να ξεδιπλώνουν κουβέρτες, αποφασισμένοι ολοφάνερα να διανυκτερεύσουν κάτω από τα δέντρα. «Σπουδαία και ποικίλα ερωτικά κατορθώματα προβλέπω να συμβούν απόψε» μου ψιθύρισε με σημασία και συμπλήρωσε: «Ο μεγάλος κίνδυνος αφυπνίζει θαρρείς την ερωτική επιθυμία». Τρανή απόδειξη των λόγων του ήταν οι μοναχικές σκιές που ξέκοβαν ήδη από το ανθρώπινο συνοθύλευμα και γλιστρούσαν ήσυχα προς τα ενδότερα. Κι εμείς, ως εραστές των σκοταδιών, γενναίοι ανέκαθεν θηρευτές της ηδονής, σπεύσαμε αυθόρμητα να τις ακολουθήσουμε.
Αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στην ευάλωτη, πλέον, ασφάλεια των σπιτιών μας. Αφού με καθησύχασε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος να παρατείνω την παραμονή μου στο διαμέρισμά του και πολύ περισσότερο να κοιμηθώ εκεί, τον καληνύχτισα και επέστρεψα αναγκαστικά με τα πόδια στο δικό μου τσαρδί. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, τα τελευταία λεωφορεία και τρόλεϋ είχαν αποσυρθεί από ώρα. Άλλωστε η απόσταση από τα Εξάρχεια στου Φιλοπάππου δεν ήταν και τόσο μεγάλη. Οι συγκάτοικοί μου Παυριανός και Χρονάς μόλις με είδαν να μπαίνω στην πόρτα ανακουφίστηκαν. Ανησυχούσαν για μένα και περισσότερο λόγω της μητέρας μου που τηλεφωνούσε εναγωνίως σε τακτά διαστήματα, από την ώρα του σεισμού και μετά, για να πληροφορηθεί αν έδωσα σημεία ζωής κι αν είμαι καλά. Αλήθεια, πώς δεν το σκέφτηκα να ενημερώσω τους δικούς μου, ως όφειλα, ότι είμαι σώος και αβλαβής; Και να μάθω με την σειρά μου, επίσης, αν τους συνέβη το οτιδήποτε; Άλλη μια χαρακτηριστική αδιαφορία της επιπόλαιης νεότητας… Τέλος πάντων, έκανα με καθυστέρηση, έστω, το χρέος μου. Με μεγάλη έκπληξη είδα ότι και στα τρία δωμάτια, ακόμη και στο δικό μου που απουσίαζα, επικρατούσε μέγας συνωστισμός από φίλους που είχαν συρρεύσει φοβούμενοι κάποιον ισχυρό μετασεισμό. Το σπίτι ήταν κτισμένο στα κράσπεδα του λόφου, πέτρινο με γερά ντουβάρια και χωρίς πολυκατοικίες πέριξ αυτού, ει μη μόνον ακριβώς απέναντι, όπου κατοικούσε και ένας όμορφος έφηβος ονόματι Χρήστος. Ο Ζέφυρος όπως εμείς τον είχαμε μετονομάσει για ευνόητους λόγους. Και ακροβολισμένοι πίσω από τις γρίλιες, τύχαινε συχνά να παραφυλάμε, ερήμην του βεβαίως, για να τον βλέπουμε να παίζει με την μπάλα, πάνω κάτω στις σκάλες.
Στο μεγάλο δωμάτιο του Χρονά και καθιστικό γενικότερα, είχαν καταλύσει ο Χάρης Μεγαλυνός και ο Πάρης Τορναζάκης. Στο μικρότερο αντίθετα του Παυριανού, του πιο εξωστρεφούς χαρακτήρα όπως θα λέγαμε, υπήρχαν οι Ζυράννα Ζατέλη, Λευτέρης Βογιατζής, Γιώργος Μανιώτης, Δημήτρης Λέκκας, Δημήτρης Παπαδημητρίου και άλλοι που μου διαφεύγουν. Επικρατούσε ένας χαμός, απορούσα πώς στην ευχή χωρούσαν! Στο δικό μου επειδή απουσίαζα, είχε στρατοπεδεύσει μόνον ο Άκης ο αστυνομικός κι αυτό λόγω οικειότητας. Σε λίγο δε, μεταφερθήκαμε κι εμείς στο διπλανό, όπου πλέον επικρατούσε το αδιαχώρητο. Άλλοι καθιστοί ή ξαπλωμένοι κι άλλοι όρθιοι, λέγαμε ο καθένας το μακρύ του και το κοντό του. Υπήρχε περισσότερο μια έξαψη εξ αιτίας της ξαφνικής συνάφειας, παρά πραγματική ανησυχία. Ξαφνικά, μέσα στην φασαρία της κουβέντας, ο Βογιατζής ύψωσε την φωνή του και μας ζήτησε να κάνουμε ησυχία. «Νάτος, έρχεται, τον ακούω, φθάνει» μας ανήγγειλε μορφάζοντας έντρομος. Κοιταχτήκαμε απορημένοι. «Ποιος φθάνει Λευτέρη;» τον ρώτησε Παυριανός. Και προτού λάβει απάντηση, το σπίτι άρχισε να τρέμει συθέμελα. Ανοίξαμε την πόρτα του δωματίου και πεταχτήκαμε σαν τους λαγούς στον διάδρομο. Ταυτόχρονα άνοιξε η πόρτα του Χρονά και ξεμπουκάρισαν οι εκεί φιλοξενούμενοι. Πρώτος κατέβηκε τα σκαλιά της εσωτερικής σκάλας ο Άκης και σφυρίζοντας επίμονα με την υπηρεσιακή σφυρίχτρα του, άνοιξε την εξωτερική πόρτα. Ως όργανο της τάξεως – και τι όργανο! – είχε εκπαιδευτεί για την αντιμετώπιση τέτοιων εξαιρετικών καταστάσεων και αντιδρούσε με ψυχραιμία. Ακολουθώντας τις υποδείξεις του, βγήκαμε όλοι έξω ο ένας μετά τον άλλον και ακροβολιστήκαμε στην μεγάλη εξωτερική σκάλα μπροστά από την μονοκατοικία μας που οδηγούσε στον περιφερειακό δρόμο. Και τότε μόνο συνειδητοποιήσαμε πόσοι πολλοί ήμασταν μαζεμένοι.
Λίγες μέρες μετά, στις αρχές Μαρτίου κι ενώ δεν είχαν καλά καλά κοπάσει οι μετασεισμοί, ο Ιωάννου έριξε την ιδέα να κάνουμε ένα φαγοπότι στο σπίτι του προς αναπτέρωση του πεσμένου ηθικού μας. Μου πρότεινε μάλιστα να αναλάβω την διοργάνωση της βραδιάς και πρόσθεσε: «Το κελάρι μου είναι γεμάτο από καλούδια και κρασιά. Ελάτε να το ρίξουμε λιγάκι έξω. Να φάμε, να πιούμε και να τραγουδήσουμε. Ακόμα και να χορέψουμε. Εσείς, γιατί εγώ δεν είμαι σε θέση αλίμονο, προς το παρόν βεβαίως, για κάτι τέτοιο». Όλοι ήταν πρόθυμοι να συμμετάσχουν, τους άρεσε η ιδέα, για να μην πω ότι πέταξαν την σκούφια τους. Έτσι κι έγινε. Μαζευτήκαμε όλη σχεδόν η παλιοπαρέα και το γλέντι ξεκίνησε. Ο Ιωάννου ήταν περιχαρής. Κάθε τόσο έφερνε κι άλλα φαγώσιμα, κι άλλα κρασιά στο τραπέζι. «Ας πάει και το παλιάμπελο, τι να τα κάνω όλα αυτά; Πότε θα τα καταναλώσω; Απόψε θα το ρίξουμε έξω!». Κι εγώ για να τον πειράξω, αλλά να μη με ακούσουν οι υπόλοιποι, του ψιθύρισα σιγά στο αυτί. «Εννοείς πως θα το ρίξουμε στο σορολόπ;». Έπιασε το υπονοούμενο κι ευθύς σχολίασε με σημασία. «Αν ήξερες πόσο πολύ έχω υποφέρει από αυτό το επίθετο όταν ήμουν μικρός, δεν θα μου έκαμνες τώρα τέτοια άνοστα αστεία…». Ντράπηκα και του ζήτησα συγνώμη. «Έλα τρελέ, σιγά το πράγμα. Κοίτα, μήπως τυχόν θέλουν να φέρεις κάτι στο τραπέζι τα παιδιά και άσε κατά μέρος τις συγνώμες. Περασμένα ξεχασμένα», με αποπήρε γλυκά. Αχ, βρε Γιώργο, τι σπουδαίος φίλος που ήσουν!
Δεν άργησε ν΄ ανάψει το κέφι. Το άφθονο κρασί και τα ρεμπέτικα τραγούδια στο μαγνητόφωνο έκαναν σωστή δουλειά. Είχε ιδιαίτερη αγάπη στον Βασίλη Τσιτσάνη, τον λάτρευε. Άρχισαν οι χοροί, τα ζεϊμπέκικα κυρίως. Από κοντά και τα αμπντάλικα τα αντικρυστά. Και δώστου τα παλαμάκια και δώστου τα «όπα». «Φωτιά στα κάρβουνα», φώναξε κάποιος και ο οικοδεσπότης έσπευσε να συμπληρώσει: «Απόψε θα καεί το πελεκούδι! Έτσι για το αντέτι του σεισμού». Σε λίγο περάσαμε στα περιπαθή ταγκό. Η ιδέα ήταν του Άκη και παρότι αταίριαστη κάπως για μιαν αντροπαρέα σαν την δική μας, βρήκε ένθερμους υποστηρικτές. Ο ίδιος ανέλαβε να σηκώσει πρώτο και καλύτερο, παρά τις έντονες διαμαρτυρίες του, τον καθηλωμένο στο κάθισμα Ιωάννου. Κάτω από την πίεση των επεφημιών και των σφυριγμάτων της παρέας, ενέδωσε τελικά στην πρόταση και δέχτηκε, υποβασταζόμενος από τον καβαλιέρο του, να «αλλάξει» μερικά δειλά βήματα. Κάτι που το χάρηκε και με το παραπάνω. Ακολούθησαμε και οι υπόλοιποι σε διάφορους συνδυασμούς. «Όπως στα αρχαία βαλανεία, έτσι συμβαίνει κι απόψε εδώ» πλησίασε κοντά και μου είπε. Κι αμέσως μετά συμπλήρωσε: «Είμαι τόσο χαρούμενος! Υπάρχει θαρρείς μια άλλη ανοιχτωσιά στην Αθήνα, αντίθετα με τον αφόρητο επαρχιωτισμό και την στέγνα των ανθρώπων της Θεόσωστης Πόλης μου. Τελικά, όπως και να το κάνουμε ή όπως αλλιώς και να το πούμε, η Θεσσαλονίκη είναι δυστυχώς σφιχτοκούραδη».