Ο λασπάνθρωπος
28-10-2020

Από όλες τις ενδύσεις, τις παρενδυσίες, τα μασκαρέματα και τις μεταμφιέσεις, μία έχω ως άριστη και βολική: την λασπιασμένη. Να φανταστείτε πως όταν, μόνος ή μετα συντρόφων, έβρισκα λείψανο ανθρώπινης εγκατοίκησης και πριν το χρονολογήσω, επιθυμούσα να συμβαίνει αυτό υπό καταρρακτώδη βροχή, υπό ψοφόκρυο που λεύκαινε το δέρμα και το μπιμπίκιαζε ωσάν να το έγδερνε ράσπα, ενώ από διάφορες πτυχές των ενδυμάτων, το νερό, το σινιάκι ή η ανυπόφορη παγωνιά διαπερνούσε τες χλαίνες και τα άνορακ, τις αρβίλες και τα σκουφιά, οπότε ένα τρέμουλο με διακατείχε ενώ με ξύριζε αγέρωχος ο παγερός χιονιάς. Η λασπουριά έμοιαζε με δέρμα τυραννόσαυρου που κρύβονταν εκατοστά κάτω από τις γλιστρίδες και το κώνειο μιας τυχαίας πρασινάδας.

Συνήθως, το κακό συνέβαινε σε φρύδια λόφων, σε παρακολούθηση πορείας αλεπούς ή  ενός βουβαλιού που άφηνε δρόμο να περάσω σε μια σκοτεινή ρεματιά. Ναι, ακόμη και χρόνια που πέρασαν πολλά από μια τελευταία εμπειρία, έχω να λέω για τον ήχο των νιφάδων, τα χτυπήματα σταγόνων βροχής που έμοιαζαν σφαίρες σε φαλακρό κασίδι, αλλά και την ηδονή να βρίσκεις, μετά απο ώρες και βάσανα, ένα καφενεδάκι αργόσχολων που έλεγαν τα ίδια και τα ίδια, αρκετά χρόνια ή δεκαετίες μετά την πρώτη μου επίσκεψη.

Εάν η κακοκαιρία με έπιανε σε λόφους, στο κάστρο του Αετού, Γυναικόκαστρο της Μαρούλας ή της Παιονικής Μορύλλου, ζαρωμένη αετοφωλιά στις βαθιές ρυτίδες των Κρουσίων και μακρύτερα, σε δάση οξυάς, ένα ή περισσότερα ζαρκάδια να τρέμουν αφύλαχτα στην ανώνυμη καταιγίδα, και στα σπάνια διαλείμματα ευδίας, απολάμβανα μια καφεδούκλα και το πιο εύκαιρο πρόγευμα του μεταπολεμικού ελληναραδισμού, μια ομελέτα με ταγγιασμένο λάδι, μια κονσέρβα χοιρινό τύπου ντακορ θερμασμένη στον ανοιχτό της τσίγκο και ασβεστωμένη ρετσίνα που ρήμαζε το στομάχι.

Προσπαθούσα να συγχωρεθώ, τώρα που το σκέφτομαι, που δεν ήμουνα παρών στις μάχες του Σομ και του Παισεντέλε, στους σιωπηλούς εγκαρτερούντες σοβιετικούς και γερμαναράδες που έλυωνε η σάρκα τους στο Κουρσκ και στο Βορονέζ, εικόνες ηδυσμένες από ένα όνομα, παραδομένο από τον πατέρα μου: Γραμμοσένης ελέγετο στρατιώτης της πυροβολαρχίας του που βαριά τραυματισμένο δεν τον πρόλαβε και του πάγωσε στα αλβανικά βουνά, κι όλο τον τσίγκλιζε η μνήμη του, να πονέσει κι άλλο. Στην Πέμπτη Δημοτικού μας έβαλε έκθεση με ελεύθερο θέμα και σε μένα απαίτησε ιδιωτικώς να γράψω την ιστορία του Γραμμοσένη. Τέτοια ενοχή.

Σε κάθε περίπτωση, μαγεμένος από τη λασπουριά, εξέμαθα από την εφηβεία να βρίσκω έναν λόφο, να κατρακυλάω ροβολώντας, γλυστρώντας ή και κουτρουβαλώντας έως τη ρίζα του, κι αυτό το θεωρούσα ικανή και αναγκαία συνθήκη να βρίσκομαι σε διαπραγματεύσεις με τις τοπικές νεράιδες ή θεότητες. Σημειωτέον πως «θεότητα» δεν σημαίνει κάτι θεϊκό, αλλά μια μορφή νεότητας. Και η ευτυχία κορυφώνονταν όταν τύχαινε κοντά γεώτρηση ή αρτεσιανό ή ρυάκι με κάποια ορμή ή λούμπα στάσιμη, ιδίως στις γύρες του Χορτιάτη, οπότε βούταγα να ξεπλυθώ στα νερά, κι έπειτα, ω απίστευτη ηδονή, να φέρνω την πλυμένη μου, τουρτουρίζουσα ύπαρξη σε μια φωτιά προσηκόντως προετοιμασμένη, από τις δειλές φωτιές που σε θερμαίνουν τοπικά, κατά πλευρά, οπότε πρέπει να γυρνάς το σώμα ωσάν σε σούβλα.

Παρ΄όλα αυτά, ήπαθα μόνον τρεις πνευμονίες σε τόσα χρόνια, συν μόνιμους πόνους στα άκρα, από απρόσμενα χτυπήματα κατηφορίζοντας. Δεν σας καλώ προς μίμηση, διότι σέβομαι τους λοβοτομημένους που δεν πιστεύουν πως πανδημία δεν υπάρχει, ήτοι μια βεβαιότητα που αποκτάται από πίστη στην δύναμη της άφατης βλακείας.