Πριν «σκάσει» η πανδημία, η επιστημονική κοινότητα δεν είχε πάρει είδηση μια επιδημία που (υποθέτω) επειδή δεν μας άφησε νεκρούς, αλλά βαθέως κατεψυγμένους αναγνώστες, πέρασε και περνάει στο ντούκου. Τα κρούσματα δεν είναι δα και χιλιάδες, ένα μονοψήφιο ποσοστό εμμονικών τηνε πατάει κάθε χρόνο, εμβόλιο δεν υπάρχει, μήτε πρόκειται. Είναι πάντως ιός. Μήτε βάκιλλος, μήτε θκουλίκι σε βότκα. Πρόκειται για τη νέα φόρμα λογοτεχνικής τηλεοπτικής παρουσίασης.
Τα προηγηθέντα
Υπήρξε, μαύρη η ώρα που εμφανίστηκε, μια πολιτιστική προσθήκη τον καιρό που ο όρος «πολιτισμός» έως τότε καταστροφέας μουσικών στιγμών, διαρπαγεύς θεατρικών δρωμένων επί προχείρου πάλκου, και κινηματογραφικός κουβαράς (η συναξαριστής) κινηματογραφικών σπανίων στιγμών, συγκέντρωνε πλήθη κυρίως φοιτητών, αλλά, απροσδοκήτως μόνον ιδεολογικώς συγγενών. Σε αυτόν το κουβαρά, προστέθηκε η λογοτεχνία. Ήταν η επί τραπέζης ή από μικροφώνου απαγγελία ποιήσεως, ατόμου ή ομάδων, που αλάτιζε ή νάρκωνε τα ήδη κεκμηκότα ακροατήρια.
Τα άτομα αυτά, κατά μόνας ή κατά παρεάκια, εμφανίζονταν σε αίθουσες και ανοιχτούς χώρους. Ερχόταν η σειρά τους, μετά την ομιλία του υπευθύνου παραγωγού που μας μάζευε, και μετά τις απαγγελίες, υπήρχαν ερωτήματα από το ακροατήριο, αρκετά, αλλά θεματικώς τα εξής δύο: (α) «πότε θα αποφασίσετε να γράψετε για τον λαό» και (β) «έχω κατά τύχην τολμήσει να φέρω ένα δικο μου ποίημα, μπορώ να το διαβάσω;». Ως περιπατητικός ποιητής, πρίν σαρανταβάλε χρόνια δεχόμουν όλες τις προσκλήσεις, με τέσσερις μόνον δυσχερείς στιγμές στην τότε σταδιοδρομία μου:
- Στην Τριανδρία, σε ένα γυμνό πάλκο, όταν ήρθε η σειρά μου, πριν τη ρεμπέτικη κομπανία και μετά έναν μπρέχτικο μονόλογο, ο δήμαρχος ανακάλυψε, με τα δίκια του, πως δεν ήξερε πως με λένε και φρόντισε να διακηρύξει την άγνοιά του από το μικρόφωνο οπότε, πάλι από μικροφώνου, του έλυσα την απορία: «είμαι ο Πετεφρής». Ουδείς αντέστη.
- Στον Βελβεντό, όπου η κεντρική πλατεία έχει ανισοϋψείς ισοϋψείς, το Δημαρχείο έκειτο σε ανηφοριά και αποκάτω υπήρχε γνήσιο πανηγύρι, με χορούς και δρώμενα. Όταν μου είπαν, «μίλα τώρα» άγνωστοι διοργανωτές, η φασαρία και τα σουβλάκια ήταν στα ύψη, οπότε άφησα τα στιχηρά και απήγγειλα ό,τι κλέφτικο, αρματολικό, και δεκαπεντασύλλαβο μπόρεσα να θυμηθώ, οπότε διέφυγα.
- Στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης, χάρη στην χαμογελαστή υπομονή του Γιώργου Σαββίδη, σε ένα κοινό που γέμιζε και τους διαδρόμους, ήμασταν τακτικοί, μερικοί της «γενιάς του 70» (θυμάμαι την ανασαμιά του Ξεξάκη δίπλα μου) όταν ένας οργίλος πρωτοετής, μας διέκοψε κραυγάζοντας «άντε γαμηθείτε ρε, ο Ρεμπώ πέθανε!» οπότε τον πιάσαμε στο κυνηγητό και το χάπενινγκ κρίθηκε πετυχημένο.
- Τέλος στην πρώτη και τελευταία κάθοδο εις τας Αθήνας, με τρένο των 7 ωρών ακατέβατο, σε στρογγύλη τράπεζα, με πλησίασε εκ των όπισθεν μια κοκκινομάλα με αισθαντική φωνή, ως υπευθυνίς διοργανωτρίς και μου ψιθύρισε ξεσηκωτικά, τα χείλη της στην αυτάρα μου «ελπίζω ποιητή μου, να αποφύγετε τα πέη και τα αιδοία με τα οποία μας φιλοδωρείτε στην ποίησί σας». Σιώπησα, συγκρατήθηκα και δεν τεκνοποίησα εκείνη τη νύχτα κάτω από την Ακρόπολη των Αθηνών.
Ο ιός
Πέρασαν έτη πολλά, ώσπου εδέησα να χαρώ παρουσιάσεις, τόσο του Εμιρζά, σε κρατικό κανάλι, όσο και του Λουκά, της Δημοτικής τηλεόρασης. Αλλά μετά τόσα χρόνια, η κατάσταση ατόνησε -η γενιά άλλαξε, η ποίηση έπαψε να βαφτίζεται ως «νέα σχολή» οι παρουσιαστές ολιγοφώνησαν, πρέπει να πρόκειται για κάποια κόλπα ζόρικα εκ της Γαλατικής τηλοψίας ή για απλό βαριεστημένο ύφος.
Ήτοι, οι παρουσιαστές διάβαζαν διαγωνίως ή δεν διάβαζαν ντιπ. Κι επειδή αυτό άφηνε κενά, οι παρουσιαστές, άρχισαν το άλλο βιολί: σιωπούν συναινούντες. Αυτό δεν σημαίνει ίσως πως πόμειναν βουβοί, αλλά πως μάλλον τα δικά τους ερωτήματα και σχόλια τα κόφτει το μοντάζ, κι αυτοί απλώς εμφανίζονται κουνώντας το κεφάλι ως Βούδες. Δεν ξέρω. Πάντως ο ποιητής ή η ποιήτρια που παρουσιάζεται μιλά, απαγγέλει, ξεφυλλίζει, ενίοτε με δισταγμό. Σε κάθε περίπτωση αυτά ήταν τα προοίμια της ίωσης.
Εδώ και μήνες εμφανίζονται σαφή κρούσματα, όπου ο /η λογοτέχνης/ις, δε βάζει γλώσσα μέσα, παραληρεί, μετά κόπου αποφεύγοντας σίελο εκ της σχισμής του στόματος, πετροβολά ή τοξεύει με φλύαρα βέλη τον παρουσιαστή που κουνάει το κεφάλι όπως κάτι ζωόμορφες κούκλες στο πίσω τζάμι των ΙΧ. Και να ο Νίτσε και να η Μπιόργκ, ο Μαντόνας και το λουρί της μάνας, ό,τι προαιρείσθε. O ιός έχει εγκατασταθεί. Ο/Η λογοτέχνης/ις θεωρηθήτω πλέον ασθενής, έμπλεως συμπτωμάτων: θα καταγγείλει την κατάπτυστη παλαιά γενεά, μη λημονώντας να εκθειάσει έναν πανελληνίως άγνωστο γυμνασιάρχη-συγκάτοικο στο πατρικό του, που στιχουργεί.
Και κυρίως ο ασθενής παύει να παρουσιάζει το έργο του και εκθέτει τον βίο του, έμφορτο σπαρίλας και δήθεν γεμάτον με δήθεν παράταιρα χούγια. Ο παρουσιαστής οσμίζεται πως μπορεί να κολλήσει κι αυτός και ρίχνει ένα βιντεάκι ελπίζοντας να αποκολληθεί από την κατηραμένη τηλεθέαση του 0.2%.
Υπάρχει θεραπεία; Οι γνώμες διίστανται. Πάντως ένας επτανήσιος σπετσιέρης (υπάρχουν ακόμη στο νησί των εξ Υπερείας προσφύγων, όπως και βαρδιάνοι εκ της μακρυνής Ενετοκρατίας) κατάφερε να παρουσιάσει απύρετο λογοτέχνη.
Είναι σχετικά απλή η θεραπεία, αλλά δεν είναι και ζαβλαμάς. Θέλω να πω ότι το φάσμα της «δημιουργικής γραφής» έχει ξαποστείλει πολύν κόσμο στα Τάρταρα, ενώ εάν το δείτε ως κειμενογραφία, η ανοσία σας είναι εξασφαλισμένη. Κειμενογραφία είναι όταν σε πιάνει πόθος να ακολουθείς την κακολογία μιας παίκτριας του GNTM ή τους στίχους Κυριαζή τινός που και του θύμιζε τη μάνα του, να πας στον διδάσκαλο και να του ζητήσεις να γράφεις σαν το «έχω κλάψει, για πολλές γυναίκες έχω κλάψει, μα για σένα πιο πολύ». Θα σου μάθει ευχαρίστως. Τώρα, εάν ποθείς να γράφεις ως Κνουτ Χάμσουν ή Μπόρις Πάστερνακ, ο δάσκαλος θα τα καταφέρει σε βαθμό κακής μετάφρασης. Εσύ όμως θα γιατρευτείς και θα πίνεις μπιρόνια έξω από βενζινάδικα. Διότι αυτό νομίζεις πως είναι η λογοτεχνία. Ένας εξώλης και προώλης βίος, τον οποίο σου εύχομαι να γευτείς, αν αντέχεις να έχεις ονειρα και απόψεις, μετά από άγρυπνα δωδεκάωρα, επειδή μια λέξη σου ήχησε «κάπως».