Άδηλες οι πηγές των εμπνεύσεων και μη νομίσετε πως τρώγω τα χρόνια που μου απόμειναν σκαλίζοντας λεξικά. Ο τίτλος μου σήμερα είναι από τα χείλη του Μίμη Φωτόπουλου στην ταινία «ο Χρυσός και ο Τενεκές» που κάλυψε δύο τηλεοπτικές ώρες ενός άκεφου προγράμματος. Το 1962.
Και στόχος μου δεν είναι να εξιτάρω τους από χρόνια χωμένους στην ψευδαίσθηση πως ό,τι διαβάζουν είναι δυσνόητο και μακριά από την πχοιότητα, διότι στόχους δεν έχω. Μόνον αφορμές. Και η σημερινή αφορμή δεν είναι της πολιτικής, του πνεύματος και της ηθικής. Διαρρέει όλα τα κόμματα, διαχρονικά, κυβερνώντα, ελπίζοντα να κυβερνήσουν και κόμματα από τα Lidl -απ΄όλα εχει ο μπαχτσές.
Κοκορνιόκος είναι ο αφελής, ο χαζός, ενώ πιτσικαρδέλι είναι εύχυμος εκδοχή του ανεπαρκούς ανθρώπου λόγω απειρίας. Έτσι αποφάσισα να χειριστώ ένα πρόσφατο δήθεν εντυπωσιακό «σκάνδαλο» με ήρωες έναν Καλογρίτσα, έναν Παππά, έναν λιβανέζο βαθύπλουτο και μια άδεια τηλεοπτικού σταθμού που δεν «τους κάθησε».
Επίσης σας ειδοποιάω πως είσθε τελειωμένοι εύπιστοι, αν νομίζετε πως ο Σύριζας πταίει και ευθύνεται εν μέσω αθώων περιστερών ή ασελγών ντουνεκιών. Για την ακρίβεια, η κυβερνησιμότης έχει τα καλά της, αλλά σπανίως ταυτίζεται με την πολιτικάντικη πονηριά, αν δεν κλείσει τουλάχιστον μια οκταετία ωρίμανσης των πολιτικών στελεχών, ανεξαρτήτως ιδεολογίας ή άλλων Ηθικών Νικομαχείων.
Όλα θέλουν τον καιρό τους, που είναι συχνά ανυπόφορα μακρύς, επειδή ευκολότερα ακούς κάτι σοβαρό από τον Μηταράκη, ή παλιότερα από τον Τάκο Μακρή ή τον Κατσιφάρα, παρά από κάποιον του Καβαφικού ποιητικού κλίματος που γυρεύει, ο έρμος, «να μπαλοθεί». Δηλαδή, η απατεωνιά έχει διαδικασίες.
Ο Σύριζα οργανώθηκε υποτυπωδώς μετά δύο τρία χρόνια διακυβέρνησης και στο ίδιο ποσοστό κινούνται και οι σημερινοί με τα απαστράπτοντα γαλβανισμένα πατόφτιαρα που είχαν χώσει κάτι επίσημοι σε έναν χωμάτινον σωρό κάπου στο Χασάνι.
Πάγιο εφεύρημα και διαπίστωση κάθε νέας κυβέρνησης είναι πως «υπάρχουν και διαδικασίες, γαμώτη», με αποτέλεσμα, παίρνοντας είδηση πως τίποτε δεν έμεινε να μη το γαμήσουν οι δημόσιες υπηρεσίες, οι πρωτοβουλίες ενός υπουργού πρέπει να περάσουν από σαράντα κύματα. Οι ορεξάτοι υπουργοί πιστεύουν πως οι «άλλοι» καθυστερούσαν επειδή ήταν μαλάκες ή άμαθοι, αλλά γρήγορα οι «υπηρεσίες» τους προσγειώνουν, εξηγώντας τους πειστικά πως αυτό που ζητούν, απλώς δεν γίνεται.
Έτσι, οι απογοητευμένοι που επιπλέον τους κόψανε τον τσαμπουκά, τρώνε τον χρόνο τους «για να παρακάμψουν όλα τα πτου-κακά εμπόδια» ήτοι το Δημόσιο λογιστικό, σαραντατρείς προεγκρίσεις και θεσμοθετημένες γνώμες και άλλα ηχηρά παρόμοια.
Οπότε, αντί να πέσουν στα σκληρά, εφευρίσκουν παρακάμψεις, άτυπες και προφανώς έκνομες, μήπως και ξεκουνηθεί κάτι. Κι έτσι, κάθε νέα κυβέρνηση, προσλαμβάνει φαιές προσωπικότητες για τις οποίες διαδόθηκε πως καλλιγώνουν ψύλλους. Δεν είναι ανάγκη να μοιάζουν όλοι με τον Μολυβιάτη, τον Λιβάνη και άλλους έμπειρους. Στην περίπτωση του Σύριζα, ο κλήρος έπεσε στον Νίκο Παππά.
Μπορεί να μη είστε κοκορνιόκοι, μήτε πιτσικαρδέλια, αλλά δεν μπορείτε να φανταστείτε την ιερή καύλα που διακατέχει κάθε εκατοστό πρωθυπουργικής λέμφου ακούγοντας το εθιμικό «άσε Πρόεδρε, άστο σε μένα». Διότι και ο ρόλος του Χάρβεϊ Καϊτέλ, όπως τον είδαμε στο Pulp fiction, έχει τα μυστικά του. Θέλει αρετήν και τόλμην η ματσαραγκονία.
Ήταν πρώιμα τα χρόνια, ψαρωμένοι οι διεκδικητές των συχνοτήτων, πέρασαν κι από κάτι Νταχάου, ο κόσμος του Σύριζα ανάσαινε «καλά τους κάνουνε», ο Παππάς είχε ιδέες και πλάτες, βρέθηκαν λεφτά που δεν υπήρχαν, αλλά ο Καλογρίτσας παραήταν ανοιχτός, οι τρόποι να εισπράξει ήταν λίγοι και δυσχερείς, όλοι έρριχαν στον κόκκορα τις εκκρεμότητες, ώσπου στο τέλος άρχισαν τα δικαστήρια και οι καταγγελιες, ο Σύριζα δεν ήξερε πόσα δεν ήξερε ο Παππάς, γι αυτό και δεν ενήργησε με σωφροσύνη, όπως έπραξαν τόσες και τόσες κυβερνήσεις από Σοφούλη και εντεύθεν: να έχουν στις εφεδρείες, οι δεξιοί έναν τέως κομμουνισταρά και οι τσοτσιάλες έναν ορκισμένον μπουραντά.
Μελετώντας επιπολαίως τα πρωτοσέλιδα, είδα με έκπληξη πως εναν Χούρυ, ήτοι μέλος της τεράστιας οικογένειας Κhoury, έτυχε και γνώρισα πριν τριανταβάλε χρόνια στην Κύπρο, όταν με ένα αφεντικό και τον συνέταιρο του βγήκαμε στο νησί για να φέρουμε ηλεκτρονικά είδη της εποχής, ήτοι βίντεο, τηλεοράσεις κια άλλα ευπώλητα.
Ανάμεσα στους προμηθευτές ήταν και ένας Χούρης, μέσω του οποίου πήρα μια πρώτη γεύση του τι εστί έμπορος από την Σιδώνα που δεν φοβάται τον οργισμένο Πσειδώνα. Έμενε σε ένα αφανές σπιτικό, στο γραφείο του απέξω στέκονταν ουρά οι μουστερήδες και οι συγκλητικοί και μας πήγε στις Πλάτρες, στο μέγα ήδη μπαγιατεμένο πλην γοητευτικό ξενοδοχείο όπου ο Σεφέρης δεν κοιμόταν από τα αηδονίσματα και περάσαμε μέγκλα με καλο ουίσκη, σε μεσοπολεμικά εγγλέζικα σαλόνια, με παράξενες καμπίνες για τους ευμαρείς, άψογο σέρβις αποικιοκρατικής εσάνς και άλλα, αφανή.
Όσο κοκορνιόκος και πιτσικαρδέλι να υπήρξα, βεβαιώνω πως δεν χρειάζονται απλώς credits για να κάνεις δουλειές με αυτήν την οικογένεια, πιστέψετε το. Αυτοί μπορούν να καταναλώσουν τρεις κυβερνήσεις και εικοσιτρία υπουργεία για την πλάκα τους. Κι αν κάποια στιγμή νεύσουν και συγκατανεύσουν για κάποιο ζήτημα, πρέπει να ξέρεις ως που σε παίρνει, διότι από πίσω τους έχουν τον Χαρούν αλ Ρασίδ και νίκησαν στον Ιερομίακα, άσε που εφηύραν το μηδέν.