Ο Κλαρκ Κεντ της σφολιάτας
14-02-2020

Καθόταν πίσω απ’ τον πάγκο και έδινε καφέδες, και έδινε σφολιάτες. Κορίτσι εικοσιεπτά χρονών θα ήταν, οκτώ ώρες στο μεροκάματο, ξανθιά και ζουμπουρλή, γλυκούλα ασχημούλα.
Οι πελάτες στην σειρά την έβλεπαν σαν προέκταση της μηχανής του καφέ, ήταν τα χέρια της καφεδομηχανής που τους έδινε τον εσπρέσσο. Ήταν η συνέχιση του φούρνου, που έδινε τις τυρόπιτες. 7.20 το πρωί και δεν χαμογελούσε κανείς, μέσα στο πεντακάθαρο ανθρακωρυχείο της σφολιάτας.
Τι χρωστάω? υπάρχει μια σακούλα? γάλα βάλατε?
Το κορίτσι καλημέριζε αγέλαστο τις αγέλαστες καλημέρες. Ήταν ακόμη μια μέρα στην δουλειά, που τι θα μπορούσε να συμβεί, πέρα απ τα κριτσίνια ολικής άλεσης? Το κορίτσι είχε ξεχάσει ότι υπάρχει ο Τζάνγκο και ο Κλαρκ Κεντ, μα, όχι εκείνη την μέρα. Εκείνη η μέρα θα ήταν διαφορετική.
Ο τέταρτος πελάτης παρήγγειλε δύο φρέντο, αλλά συνεσταλμένα, σχεδόν σαν να της ζητούσε χάρη. Αυτή δεν το παρατήρησε, τι θα μπορούσε ν’ αλλάξει άλλωστε, ήταν μια μέρα ακόμη στην δουλειά. – “Αυτός με τον μαρκαδόρο, είναι ο μέτριος με το γάλα” είπε, κι αυτός απάντησε, “Ω δεν χρειάζονταν μαρκαδόρος, θα μπορούσα να το ξεχωρίσω απ το χρώμα”. Το κορίτσι του έδειξε ότι τα ποτήρια δεν ήταν διάφανα – και τότε αυτός συμπλήρωσε με σκέρτσο “Γαμώτο, πήγα να σας πω την εξυπνάδα μου, αλλά δεν τα κατάφερα”, και εμφανίστηκε στο πρόσωπο της μια υποψία χαμόγελου.
– “Γνωρίζετε παρακαλώ αν θα έχει ζαμπονοτυρόπιτες, γύρω στις τρεις το μεσημέρι”?
– “Δεν ξέρω.. τι να σας πω”
– “Μήπως θα μπορούσατε να μου κρατήσετε μία? σας υπόσχομαι ότι θα έλθω να την αγοράσω.”
Το κορίτσι τον διαβεβαίωσε ότι θα του κρατούσε, κι αυτός έφυγε για το μεροκάματο.
Δύο και μισή φάνηκε κατασκονισμένος ξανά στο μαγαζί, όπως της υποσχέθηκε. Αυτή έτρεξε στο άδειο ενυδρείο με τις σφολιάτες και του έδωσε την κρατημένη ζαμπονοτυρόπιτα, την οποία είχε κρύψει σε οριζόντια θέση.
– “Τι καλή που είστε, πείτε μου, τι σας χρωστάω παρακαλώ.”
– “Είναι 1.80” και χαμογελούσε ελαφρώς, είχε αρχίσει να διώχνει τα γηρατειά που της είχαν φορτώσει οι αγέλαστοι της ημέρας και έδειχνε σαν το κορίτσι που άρμοζε στην ηλικία της.
– “Θα μου επιτρέψετε να σας δώσω αυτό το μικρό πουρμπουάρ?”
(Με συνέχιση ελαφρού χαμόγελου) “Μα δεν είναι απαραίτητο, αφού σας είχα πει ότι θα την κρατούσα.”
– “Δεν είναι για την κράτηση, είναι επειδή είστε ευγενέστατη και τόσο γλυκιά”. – Το κορίτσι χαμογελούσε πλέον τόσο πολύ, που ήταν να απορεί κανείς για το πώς και δεν ακούγονταν ουράνιες τρομπετίτσες από αόρατα ηχεία.
Ο Τζάνγκο Κλαρκ Κεντ ανταπέδωσε το χαμόγελο, πήρε το τρόφιμο, διέσχισε τον δρόμο, και έγραψε στο παγκάκι με τον μαρκαδόρο του – “Οι ασχημούλες είναι οι πανέμορφες του μέλλοντος.”