Μουσείο Γιάννης Τσαρούχης
Ο Ιωάννης των χρωμάτων
12-01-2019

Στα τέλη της εφηβείας μου, το μακρινό 1975, εργαζόμουν στην γκαλερί «ΩΡΑ» του Ασαντούρ Μπαχαριάν ή μάλλον στο Πνευματικό Καλλιτεχνικό Κέντρο «ΩΡΑ» καλύτερα, όπως ήταν και η πλήρης ονομασία, η επίσημη ας πούμε, το οποίο στεγάζοταν σ΄ ένα εξαίρετο νεοκλασσικό, δίπατο σπίτι επί της οδού Ξενοφώντος 7, στο Σύνταγμα. Με είχε συστήσει ο φίλος Γιώργος Χρονάς και αυτή ήταν η πρώτη δουλειά που έπιασα αμέσως μετά την αποφοίτησή μου από το γυμνάσιο, αντικαθιστώντας τρόπον τινά την μόλις αποχωρήσασα τότε από το πόστο και μετέπειτα φίλη μου επίσης Ζυράννα Ζατέλη. Και ξαφνικά, μια μέρα των ημερών, αναστάτωση κι ένταση μεγάλη δημιουργήθηκε στην «ΩΡΑ». Αιτία ήταν η αναδρομική έκθεση που θα φιλοξενείτο εκεί του σπουδαίου ζωγράφου και κάπως μονόχνωτου ανθρώπου είναι η αλήθεια, του  Διαμαντή Διαμαντόπουλου, ως απάντηση μάλιστα της άλλης έκθεσης που ήταν στα σκαριά από την γκαλερί Ζουμπουλάκη, αυτής του Γιάννη Τσαρούχη. Οι φήμες ήθελαν τους δύο ζωγράφους να είναι στα μαχαίρια…

Προσωπικά, ιδέαν δεν είχα περί ζωγραφικής, πόσω δε μάλλον για τα παρασκήνια του χώρου και τα σχετικά κουτσομπολιά. Άκουγα ότι ο Διαμαντόπουλος, επιστήθιος φίλος και δάσκαλος του Τσαρούχη κάποτε, είχε περιέλθει – αντίθετα με τον μαθητή του – στην αφάνεια, εξ αιτίας των σοβαρών ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε. Καθώς επίσης, ότι πίσω από την διεθνή φήμη του Τσαρούχη, υπήρχε ο πολύς Αλέξανδρος Ιόλας που κινούσε τα νήματα μιας τέτοιας καταξίωσης. Από τον τρόπο που τα συζητούσαν όλα αυτά, το σχετικό δέος δηλαδή που διακατείχε τους ειδικούς και τους καλά ενημερωμένους πέριξ των εικαστικών στις σχετικές κουβέντες τους, αντιλήφθηκα το μέγεθος των ανδρών. Την καλλιτεχνική αξία τους, καθώς και την συνακόλουθη εμπορική.

Λίγους μήνες μετά συνάντησα από κοντά τον Τσαρούχη στην κάμαρα του Χρονά, την επί της οδού Πανός 17 κείμενη, κάτω από την Ακρόπολη, το μεγαλύτερο σαλόνι της Μ. Ανατολής, όπως χαρακτηριστικά την είχε ονομάσει ο θυμόσοφος ζωγράφος. Του άρεσε να είναι μισογερτός συνήθως στο διπλό ντιβάνι κι ακουμπώντας στο αριστερό χέρι του να μας αφηγείται με φωνή ακύμαντη και βλέμμα απλανές διάφορα χαριτωμένα συμβάντα σπουδαίων ανθρώπων του παρελθόντος ή περιέπαιζε τα χούγια τους. Για την Κατίνα Παξινού, φίλη του από την πρώτη νιότη τους, εκ Πειραιώς ορμώμενοι κι οι δύο, έλεγε: «Η συγχωρεμένη η Κατίνα, αρέσκετο στους λαρυγγισμούς! Είχε περάσει, βλέπεις, από το Λυρικό Θέατρο, με αποτέλεσμα να της μείνει αυτό το κουσούρι… Σε όλες τις τραγωδίες της Επιδαύρου έκανε το ίδιο τερτίπι, έβγαζε κάτι μακρόσυρτους λυγμικούς φθόγγους προς εντυπωσιασμόν του κοινού, πράγμα απαράδεκτο».

Καμιά φορά βγαίναμε όλοι μαζί, οι μόνιμοι θαμώνες της κάμαρας κι εκείνος για φαγητό σε κάποιο ταβερνείο στα πέριξ της Αρχαίας Αγοράς. Με βηματισμό ιδιόμορφο – κάπως έσερνε τα πόδια του παρά περπατούσε – προηγείτο ελαφρώς της κουστωδίας, ήταν ο επικεφαλής. Συνέχιζε να μιλάει, κοιτώντας μπροστά, προσηλωμένος θαρρείς σε κάποιον αόρατο στόχο, αδιαφορώντας, δήθεν, για το ποιοι εξ ημών τείναμε ευήκοα ώτα. Αυτονόητο είναι πως είχε σταθερά τον πρώτο λόγο. Ουδείς τολμούσε να τον αμφισβητήσει, ει μη μόνον ο Χάρης Μεγαλυνός και ο Εύμολπος Συνοδινός από την παρέα, οι κάπως μεγαλύτεροι εμού και σίγουρα περισσότερο ενημερωμένοι. Ήταν αποκλειστικά χορτοφάγος και λιτοδίαιτος. Ανέπτυσσε δε, διάφορες καινοφανείς απόψεις – εκ των υστέρων καθόλα σεβαστές, «στερνή μου γνώση να σ΄ είχα πρώτα» – αναφορικά με τις σωστές γαστριμαργικές συνήθειες, αντίθετα με τις σύγχρονες της φυλής μας. Κατακεραύνωνε την υπερβολική κατανάλωση του κρέατος και την χαρακτηριστική διάθεση βουλιμίας που συχνά μας διακατέχει σχετικώς με το φαγητό. «Οι νεοέλληνες , παρότι οι περισσότεροι ήταν αγέννητοι την περίοδο της Κατοχής, τρώνε αναδρομικά τόσο, όσο υποτίθεται στερήθηκαν να φάνε τότε. Έχουν ένα σύνδρομο πείνας, το σύνδρομο της Κατοχής, λες κι έχει περάσει στο DNA τους ο φόβος της έλλειψης τροφής» μας εξηγούσε, εύστοχα μιλώντας. Την ίδια στιγμή, εμείς οι υπόλοιποι, εντυπωσιασμένοι από τις διαπιστώσεις του, αλλά και αδιάφοροι κατ’ ουσίαν, τεμαχίζαμε την μοσχαρίσια μπριζόλα την ψημένη στα κάρβουνα, ενώ εκείνος αρκείτο σ΄ ένα πιάτο ραδίκια με μπόλικο λεμόνι και λάδι. Ίσως και σε μερικές ελιές ή λίγη φέτα.

Τέλος καλοκαιριού του 1977 βρέθηκα με φίλους στο υπαίθριο πάρκινγκ επί της οδού Καπλανών 6, στο Κολωνάκι. Τα σημάδια στις πλαϊνές πολυκατοικίες μαρτυρούσαν ότι στον χώρο παλιότερα υψωνόταν ένα διώροφο σπίτι, ότι κάποτε υπήρχε ζωή εκεί. Κι άνθιζε καθημερινά μαζί της η γλυκιά ρουτίνα των ενοίκων του. Όπως συνέβη και με την Τροία, ούτως ειπείν, πριν αλωθεί και γίνει μαύρος σωρός ερειπίων από τους Έλληνες. Πιθανόν να ήταν αυτός ο λόγος ακριβώς που τον επέλεξε ο μεγάλος ζωγράφος. Και πρόχειρα τον μετέτρεψε εντός ολίγων ημερών σε θέατρο. Είχαμε μεταβεί λοιπόν με την ελπίδα ότι θα καταφέρουμε να εισχωρήσουμε. Μεγάλη περιέργεια μας τριβέλιζε τον νου.  Θέλαμε να παρακολουθήσουμε τις πρόβες που καθημερινά έκανε ο Τσαρούχης για το ανέβασμα των δικών του «Τρωάδων». Ο Χρονάς που θα υποδύετο τον επικεφαλής αξιωματικό και ο φίλος Πάρις Τορναζάκης έναν από τους ναύτες της φρουράς του Μενέλαου, μας είχαν ενημερώσει με ποιο τρόπο θα έπρεπε να προσεγγίσουμε το άβατον και πώς θα το εκπορθήσουμε ως μη έχοντες κάποιον Δούρειον Ίππον! Η πληροφόρησή μας λοιπόν ήταν εκ των έσω… Μιλώντας χαμηλόφωνα, προσπαθούσαμε να κόψουμε κίνηση μέσα από τις σχισμές και τα κενά που άφηναν μεταξύ τους οι σανίδες της πρόχειρης  περίφραξης του χώρου, όταν είδαμε να καταφθάνει ο Τσαρούχης με μια ανοικονόμητη αρμαθιά κλειδιών στο χέρι, ως μέγας κλειδοκράτορας. Προφανώς αντελήφθη την έξωθεν κινητικότητα, κοινώς μας πήρε χαμπάρι και έσπευσε να μας μαλώσει. Άνοιξε φανερά ενοχλημένος. Ρώτησε τον λόγο της παρουσίας μας. Εμείς δασκαλεμένοι καταλλήλως του είπαμε να μας επιτρέψει να μπούμε μέσα για την πρόβα. Έριξε πρώτα μια διερευνητική ματιά στον καθένα μας ξεχωριστά, προσποιήθηκε ότι δεν με αναγνώρισε και κατόπιν σε ύφος αυστηρό μας είπε: «Περάστε, αλλά να είσαστε φρόνιμοι. Να μην ακούσω κιχ, αλλιώς θα σας διώξω όλους».

Δηλώσαμε υπακοή και λάβαμε θέσεις στην ξύλινη κερκίδα. Κάθε τόσο διέκοπτε τους ηθοποιούς και τους διόρθωνε. Ο τρόπος του ήταν τόσο απρόοπτος και ασυνήθιστος. Σχολίαζε κι έκανε οξυδερκείς παρατηρήσεις με κάποια σχετική ειρωνεία πάντοτε, πράγμα που διασκέδαζε ακόμα και τους σχολιαζόμενους! Υποδείκνυε θυμάμαι στην Σμάρω Στεφανίδου, σε ποιο σημείο ακριβώς, σε ποιαν ατάκα όφειλε ως Εκάβη, να ξεκινάει τον θρήνο της. Και όχι νωρίτερα έτσι ώστε να μην καλύπτει τον λόγο της Σαπφούς Νοταρά, της κορυφαίας του χορού. Στην Νοταρά επίσης έλεγε να μην υπερτονίζει – για λόγους γυναικείου ανταγωνισμού και προσωπικής πίκας εικάζω – την προσφώνηση «γριά» απευθυνόμενη στην Εκάβη… Λίγες μέρες μετά, την ημέρα της πρεμιέρας, στις 3 Σεπτεμβρίου συγκεκριμένα, ήμασταν σύσσωμοι και πάλι εκεί. Νομίζω πως είναι περιττό να πω, ότι τελειώνοντας η παράσταση φύγαμε κυριολεκτικά μαγεμένοι.

Την Άνοιξη του 1978, μόλις απολυμένος από τον στρατό, ανέβηκα αρκετές φορές παρέα με τον Χρονά στο σπίτι του στο Μαρούσι. Στην δροσερή αυλή συνέρρεε κόσμος πολύς, άτομα σημαντικά από όλο το φάσμα των γραμμάτων και των τεχνών. Ο σεβασμός όλων στο πρόσωπό του ήταν έκδηλος. Το καταλάβαινα από τον τρόπο που ρωτούσαν την γνώμη του για μια σειρά από πράγματα, αλλά και τον τρόπο που τους απαντούσε. Εμένα δεν ίδρωνε το αυτί μου. Ήμουν μόλις εικοσιδύο χρόνων και πέρα έβρεχε… Εντύπωση μου είχε κάνει η ακαταστασία που επικρατούσε και στους δύο ορόφους, άσε στο χώρο του εργαστηρίου, το ατελιέ του ζωγράφου. Κανονικό χάος. Αναρίθμητα σχέδια σε χαρτί και μισοτελειωμένα έργα σε μουσαμά παντού. Πινέλλα, μπογιές και εργαλεία της δουλειάς σκόρπια εδώ κι εκεί. Θα ήταν ψέμα αν έλεγα ότι με άφηναν ασυγκίνητο οι ζωγραφιές του, ίσα ίσα το αντίθετο συνέβαινε. Μπορεί να ήμουν αδαής, πλην όμως η εκφραστικότητα των μορφών του, οι αδρές γραμμές και τα χρώματα, προπαντός τα χρώματα των έργων του, ήταν χωρίς υπερβολή καθηλωτικά. Ο Ιωάννης των χρωμάτων, σκεφτόμουν ενώ περιδιάβαινα ανάμεσά τους.

Στις 25 Μαΐου του 1978 βρέθηκα στο τρένο να ανηφορίζω παρέα με τον Τσαρούχη και τον Χρονά για την Θεσσαλονίκη. Ήταν κανονισμένο να πάνε οι δυο τους, αλλά την τελευταία στιγμή πήραν κι εμένα μαζί τους, της προσκολλήσεως που λένε. Την πρώτη ημέρα συνεχίσαμε για την Κασσάνδρα της Χαλκιδικής καλεσμένοι στην βίλα ενός γνωστού, ολοφάνερα νεόπλουτου και ανόητου επίσης, όπου και καταλύσαμε. Την επομένη την σκυτάλη θα έπαιρνε ο Σέρο Αμπραχαμιάν, ένας εκκεντρικός Σαλονικιός σχεδιαστής ρούχων, αρμένικης καταγωγής. Το ραντεβού μας μαζί του ήταν στο πολύ γνωστό και κλασσικό τότε εστιατόριο της παραλίας, το «Όλυμπος Νάουσα». Φτάνοντας εκεί αυτομόλησα, εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία να συναντήσω μετά από καιρό έναν ντόπιο φίλο μου. Βεβαίως, ως μη όφειλα, αλλά από σεβασμό και μόνον στο πρόσωπο του Τσαρούχη, μπήκα στον κόπο να εξήγησω τον λόγο της απουσίας μου και αφού υποσχέθηκα, ότι δεν θα λείψω πέραν της μιας ώρας, αναχώρησα ανυποψίαστος. Έκανα το τραγικό λάθος να απουσιάσω πέραν του συμφωνηθέντος, καθυστέρησα κατά μισήν ώρα. Δεν είχα προλάβει να καθίσω στο τραπέζι και να ανταλλάξω χειραψία με τον καινούργιο οικοδεσπότη μας, όταν δέχτηκα τα καταιγιστικά πυρά του Τσαρούχη. Άρχισε να φωνάζει υστερικά, να με ρωτάει γιατί άργησα, ότι έχει την ευθύνη μου και ολοκλήρωσε τον εκτός εαυτού μονόλογο με την μελοδραματική φράση: «Δεν μπορείς εσύ να με πεθάνεις!». Μετά την τελευταία κορώνα, σιώπησε κι έγειρε το κεφάλι του περιπαθώς πίσω.

Είχα μείνει αποσβολωμένος, δεν καταλάβαινα προς τι όλη αυτή η υστερική συμπεριφορά εκ μέρους του. Οι πελάτες από τα γύρω τραπέζια είχαν διακόψει το φαγητό τους και μας κοιτούσαν απορρημένοι. Ντρεπόμουν, ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Ντρεπόμουν πολύ και ταυτόχρονα έβραζα από τον θυμό μου. Έβρισκα ακατανόητη αυτήν την επίθεση, άδικη και φυσικά δεν μπορούσα να πιστέψω ότι ανησύχησε πραγματικά γιατί δήθεν αργοπόρησα μισή ώρα. Επιτέλους, ήμουν ενήλικος, για ποια ευθύνη μου μιλούσε και κουραφέξαλα; Προφανώς είχε τρωθεί ο ναρκισσισμός του. Πώς ήταν δυνατόν, πώς τολμούσα να έχω το παραμικρό ενδιαφέρον για οποιονδήποτε άλλον, πέραν εκείνου; Και μάλιστα καθ’  ήν στιγμή αποτελούσα μέλος της συνοδείας του; Εκεί επάνω ήλθε συνεπίκουρος ο Χρονάς, «έχει δίκιο ο Γιάννης, ήταν λάθος σου» τόλμησε να μου πει. «Εσύ με ποιον είσαι, με το θηρίο ή με εμένα;» του απάντησα έξαλλος. Φύγαμε αμίλητοι από το εστιατόριο και κατευθυνθήκαμε πεζή προς τα ανατολικά της πόλης στο διαμέρισμα του Σέρο Αμπραχαμιάν, ο οποίος ευτυχώς δεν είχε πάρει θέση στον καυγά. Φτάνοντας εκεί ξάπλωσα σ’ ένα κρεβάτι κι έκλεισα τα μάτια μου να ηρεμήσω λίγο. Ήμουν πολύ συγχυσμένος. Δεν το χωρούσε το μυαλό μου, αν ήταν ποτέ δυνατόν! Και ξαφνικά ακούω να κλείνει με πάταγο η ανοιχτή πόρτα και πριν προλάβω να αντιδράσω ακούω να γυρίζει το κλειδί. Πετάχτηκα επάνω και δοκίμασα ν’ ανοίξω. Έπαιξα το πόμολο, τίποτα. Είχε κάνει το αδιανόητο, με είχε κλειδώσει μέσα, με φυλάκισε κανονικά. Απείλησα θεούς και δαίμονες, φώναξα, καμία απάντηση. Βγήκα στο μπαλκόνι προς αναζήτηση βοήθειας. Για κακή μου τύχη το διαμέρισμα ήταν στον 1ο όροφο και ακριβώς από κάτω υπήρχε ένα ψητοπωλείο με την μουσική στην διαπασών. Σκέφτηκα να ζητήσω από κάποιον διερχόμενο να καλέσει την άμεσο δράση. Αναλογίστηκα την φασαρία και το σκάνδαλο που πιθανώς θα ξεσπούσε σε βάρος του Τσαρούχη. Όχι, αυτό παρά ήταν πολύ, δεν χρειαζόταν να το φτάσουμε στα άκρα. Φορτωμένος θυμό προσπάθησα να κοιμηθώ. Και κάποια στιγμή τα κατάφερα.

Το άλλο πρωί ξύπνησα από τον θόρυβο τακουνιών στο πάτωμα. Άνοιξα τα μάτια και είδα μέσα από την ορθάνοιχτη πλέον πόρτα του δωματίου μου, να πηγαινοέρχεται με πασούμια ο οικοδεσπότης φορώντας ένα διαφανές πενιουάρ!

Χαμογέλασα, αν μη τι άλλο, ήμουν επιτέλους ελεύθερος. Με ρώτησε αν ήθελα πρωινό ή αν προτιμούσα σκέτο καφέ. «Το δεύτερο, έναν καφέ σε παρακαλώ», του απάντησα. Όπως μου εξήγησε στην συνέχεια, Τσαρούχης και Χρονάς είχαν αποχωρήσει νωρίτερα, για πού, άγνωστο. Καλύτερα σκέφτηκα. Δεν είχα καμία διάθεση να τους ξαναδώ μπροστά μου. Όσο κι αν μ’ έθλιβε το σύντομο και τόσο άδοξον τέλος του ταξιδιού, ήταν προτιμότερο από το να φιλοξενηθώ στο διαμερισμά του Σέρο, όπως ο ίδιος μου πρότεινε. Δεν ήταν άλλωστε δικός μου φίλος. Τύχη αγαθή το θέλησε όμως και σε μια περατζάδα που έκανα στην προκυμαία έπεσα συμπτωματικά επάνω σ’ έναν συμμαθητή μου από το γυμνάσιο, τον Ηλία Γιαννιά. Υπηρετούσε στρατιώτης σε κάποια κοντινή μονάδα. Όταν του γνωστοποίησα ότι θα έπρεπε να επιστρέψω άρον άρον πίσω λόγω έλλειψης χρημάτων, με απέτρεψε, μου βρήκε μάλιστα και λύση στο πρόβλημα. «Τις μέρες που παίρνω έξοδο, διανυκτερεύω στο σπίτι ενός φίλου. Πιστεύω ότι δεν θα του ήταν μεγάλο βάρος, αν έμενες κι εσύ μερικές μέρες». Όπερ και εγένετο! Λίγους μήνες μετά χτύπησε το τηλέφωνο του πατρικού μου σπιτιού, ήταν ο Χρονάς. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, μου δήλωσε πως το δίκιο ήταν με το μέρος μου. Και πως, την μία και μοναδική φράση που του είχα πει, την θυμόταν καλά! «Αν και νεώτερος όλων, μίλησες σοφά. Να το ξέρεις, μαζί σου είμαι», μου είπε.

Το καλοκαίρι του 1983 ήλθε από την μακρινή Ιαπωνία και ανέβηκε στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού η μετέπειτα θρυλική παράσταση «Μήδεια» του Γιούκιο Νιναγκάουα. Η φήμη της προηγείτο, με αποτέλεσμα να εξαφθεί η περιέργεια των θεατρόφιλων Αθηναίων. Στην γενική δοκιμή τρύπωσα μέσα, όπως και πολύς άλλος κόσμος. Έμενα δίπλα σχεδόν, στου Φιλιπάππου, σε μια κάθετο στην αρχή του περιφερειακού δρόμου. Ο θίασος αποτελείτο εξ ολοκλήρου από άνδρες. Η χάρη και η εσωτερική ένταση στην κίνηση του Μικιτζίρο Χίρα στον ρόλο της Μήδειας επρόκειτο πραγματικά για κάτι το θαυμαστό, όπως επίσης και ο συνδυασμός αυθεντικής ιαπωνικής μουσικής με σουίτα του Μπαχ. Η δε σκηνή της αποθέωσης με την ηρωίδα επάνω σε άρμα που το οδηγεί δράκος, ενώ εκείνη κρατάει στα  χέρια της τα κεφάλια των σφαγμένων παιδιών της ήταν θριαμβική. Τελειώνοντας η «γενική» πήρε το μάτι μου κατά την έξοδο τον Τσαρούχη να ακολουθείται από μια ομάδα θαυμαστών και φίλων του. Πλησίασα διακριτικά. Ήμουν πολύ περίεργος να ακούσω τα σχόλιά του, μιας κι όλοι γύρω του τον ρωτούσαν, ο ένας μετά τον άλλον, μετ’ επιτάσεως: «Πώς σου φάνηκε Γιάννη η παράσταση; Τι λες δάσκαλε για την γιαπωνέζικη εκδοχή της Μήδειας;». Κι εκείνος αφού τους άφησε επ’ ολίγον να σιγοψηθούν, τελικώς απεφάνθη: «Είναι η άποψη που έχει ο Άξονας για την αρχαία τραγωδία!». Την αποδοκίμασε με το ευφυολόγημα περί «Άξονος». Ήταν εξαιρετικά πνευματώδης, άπιαστος αετός.

Λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο, έχοντας γράψει τους στίχους τεσσάρων τραγουδιών στον δίσκο «Μόνον Άντρες» που μόλις είχε κυκλοφορήσει στην αγορά σε μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη με την φωνή του Γιώργου Μαρίνου, αισθάνομουν ευτυχής. Εξ αιτίας μάλιστα της δισκογραφικής συνεργασίας μας ο Μαρίνος μου είχε προτείνει μια μεγαλύτερη συμμετοχή στο πρόγραμμα που ετοίμαζε για την χειμερινή σεζόν. Να γράψω δηλαδή ελληνικούς στίχους σε κάποια γνωστά τραγούδια που είχαν γίνει μεγάλη επιτυχία στο εξωτερικό. Και φτάνει κάποτε η βραδιά της γενικής δοκιμής πριν την πρεμιέρα. Κάποιος ήλθε στα καμαρίνια και μου σφύριξε λίγο πριν την έναρξη, ότι κατέφθασε στην «Μέδουσα» ο Γιάννης Τσαρούχης. Παρά την ταραχή που μου προκάλεσε η είδηση του ερχομού του, έσπευσα αυθορμήτως στην σάλα. Είχε ήδη καθίσει και περίμενε μαζί με τους υπολοίπους να ξεκινήσει η «γενική». Δίπλα του ήταν ο επί χρόνια πιστός γραμματέας και βοηθός του Αλέξης Σαββάκης. Στάθηκα εμπρός του, έσκυψα με σεβασμό και του άπλωσα το χέρι μου. Με κοίταξε με το σύνηθες απλανές βλέμμα, με αναγνώρισε, έτεινε κι αυτός το δικό του προς χειραψία, ενώ ταυτόχρονα με ρώτησε, όλο νόημα, με την χαρακτηριστική φωνή του: «Δεν μου λες εσύ, έβαλες καθόλου μυαλό ή όχι ακόμα;». Και αυθορμήτως, χωρίς δεύτερη σκέψη, του απήντησα: «Έβαλα κύριε Τσαρούχη, μείνετε ήσυχος. Έβαλα μυαλό!». Σιγά μην έβαλα δηλαδή, αλλά τέλος πάντων.

 

Γιάννης Τσαρούχης
Πειραιάς, 13 Ιανουαρίου 1910 – Αθήνα, 20 Ιουλίου 1989
Στην μνήμη του