Ένα φθινοπωριάτικο σούρουπο του 1980 συνάντησα τον μικρό Θησέα. Έπαιζε αμέριμνος στον σταθμό του ηλεκτρικού στο Θησείο. Τον κάλεσα και ήλθε πρόθυμα κοντά μου κουνώντας την κοντή ουρά του. Έκανε λες και με γνώριζε από καιρό. Ομολογώ πως με κέρδισε εξ αρχής εκείνο το κουτάβι. Μέχρι να καταφθάσει ο συρμός του τραίνου, πρόλαβε να χαϊδευτεί κάμποσο στα πόδια μου. Πριν αποχωριστούμε έσκυψα για να μην μ’ ακούσουν οι υπόλοιποι επιβάτες της αποβάθρας και του ψιθύρισα σιγά κοντά στο αυτί. «Αν είσαι εδώ, όταν επιστρέψω από τον Πειραιά, να το ξέρεις, θα σε πάρω μαζί μου». Τακτοποίησα την δουλειά που είχα αναλάβει και μετά από μια ώρα περίπου πήρα και πάλι τον ηλεκτρικό για την Αθήνα. Αναρωτιόμουν σε όλη την διάρκεια της διαδρομής αν θα ήταν συνεπής στο ραντεβού που είχαμε δώσει. Μόλις αποβιβάστηκα, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κοιτάξω στην απέναντι αποβάθρα, μήπως και διακρίνω τον μικρό φίλο μου. Δυστυχώς δεν τον είδα να με περιμένει. Παρηγορήθηκα στην σκέψη ότι επειδή είχε νυκτώσει δεν έβλεπα και τόσο καλά. «Τι ορατότητα να υπάρχει σε μια τόσο κακοφωτισμένη αποβάθρα; Μην απογοητεύεσαι έτσι εύκολα», ενθάρρυνα τον εαυτό μου κι έκανα όλον τον κύκλο από τις παλιές σκάλες για να βρεθώ στο αρχικό σημείο της γνωριμίας μας. Κοίταξα από ΄δω, κοίταξα από ΄κει, τίποτα! Άρχισα να τον καλώ, να του σφυρίζω συνθηματικά, αλλά και πάλι χωρίς κανένα αποτέλεσμα. «Έφυγε, προφανώς κάπου θα τρύπωσε για να διανυκτερεύσει. Άντε, τώρα να τον βρεiς», συλλογίστηκα, πλην όμως δεν έπαψα να τον αναζητάω με το βλέμμα μου. Ώσπου κάτω από ένα παγκάκι είδα κάτι να ξεχωρίζει αμυδρά, κάτι λίγο πιο σκούρο απ΄ το σκοτάδι, κάτι που έμοιαζε από μακριά με δέμα ξεχασμένο. Πλησίασα όλος αγωνία κι άπλωσα το χέρι μου. Επρόκειτο για τον Θησέα! Λόγω της ελαφριάς ψύχρας ήταν κουλουριαμένος και κοιμόταν του καλού καιρού…
Μισοξύπνησε και με κοίταξε απορρημένα. Τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον καθησύχασα με λόγια τρυφερά. Κατάλαβε και αφέθηκε κουνώντας μόνο λίγο την ουρά του. Μέχρι να φτάσουμε πεζή στο σπίτι είχαν γίνει και τα «βαφτίσια». Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου στην ανεύρεση ονόματος. Θα έπαιρνε, εξ αιτίας του τόπου συνάντησης, το όνομα του μυθικού βασιλέα της αρχαίας Αθήνας. Αφ΄ενός γιατί ταίριαζε γάντι στην προσωπική μου μυθολογία. Και αφ΄ετέρου σκέφτηκα πως θα ήταν μια σταθερή υπενθύμιση του ξαφνικού έρωτα. Έτσι λοιπόν τον βάφτισα Θησέα! Το δέχτηκε χωρίς αντίρρηση… Στο σπίτι μόλις άναψα το φως, διαπίστωσα πόσο βρώμικος ήταν μουτζουρωμένος παντού, γεμάτος με γράσα. Τον έχωσα στην μπανιέρα και τον σαπούνισα γερά, τον πέρασα τρία χέρια μέχρι να καθαρίσει εντελώς. Κατόπιν τον σκούπισα καλά και του έβαλα να πιει νερό, αν διψούσε. Στο ψυγείο, το μόνο κατάλληλο που υπήρχε για εκείνον ήταν το γάλα που συνηθίζω να βάζω στον πρωινό καφέ μου, τον διπλό ελληνικό. Ζέστανα ένα φλυτζάνι, έτριψα λίγο ψωμί μέσα και το άδειασα σ΄ ένα ωραίο πήλινο σκεύος – το πιάτο του έκτοτε – για να δοκιμάσει. Δεν πεινούσε ιδιαίτερα. Οπότε, ήταν ώρα για ύπνο! Δεν ασχολήθηκα καθόλου να του ετοιμάσω δικό του γιατάκι. Σήκωσα τα σκεπάσματα και τον έβαλα από την μέσα μεριά του διπλού κρεβατιού με τα λευκά σεντόνια. Την πρώτη νύχτα κατέλαβε την τιμητική θέση στα δεξιά μου. Ξάπλωσα δίπλα του και τον χάιδεψα. Μέχρι να πεις «κίμινο» είχε αποκοιμηθεί. Προφανώς ήταν κατάκοπος από το ολοήμερο παιχνίδι. Έκλεισα κι εγώ τα μάτια νυσταγμένος. «Καλώς ήλθες στην ζωή μου Θησέα. Και καλό ξημέρωμα», πρόλαβα να του πω. Μόλις άρχιζε η τρυφερή μας συμβίωση.
Όλο το βράδυ κοιμήθηκε ξερός, μήτε που σάλεψε από την θέση του. Το πρωί γύρισα προς το μέρος του και τον καλημέρισα. Άνοιξε τα μάτια του και για μερικά δευτερόλεπτα τον ένιωσα ότι προσπαθούσε να καταλάβει που βρίσκεται. Δυσκολευόταν προφανώς να συνειδητοποιήσει την τεράστια αλλαγή. Με κοιτούσε ξαφνιασμένος. Αμέσως μετά άρχισαν οι χαρές και τα πανηγύρια! Και τα πρώτα κατουρήματα εδώ κι εκεί με το ένοχο βλέμμα όταν τον τσάκωνα επ΄ αυτοφόρω… Έπρεπε ν΄ αρχίσει η εκπαίδευση. Ευτυχώς μετά την αποχώρηση του Κωστάκη, του ενός εκ των δύο συγκατοίκων μου εκείνη την περίοδο, το διπλανό δωμάτιο παρέμενε κενό. Έστρωσα εφημερίδες και έπεισα τον Θησέα, σχετικά εύκολα είναι η αλήθεια, να τα κάνει εκεί. Ήταν μια καλή αρχή. Την πρώτη μέρα φρόντισα να κλείσω ραντεβού με τον κτηνίατρο της περιοχής μου. Τον πήρα αγκαλιά και πήγαμε προς επίσκεψη, αφού προηγουμένως περάσαμε από το κοντινό pet shop για τα απαραίτητα αξεσουάρ, όπως περιλαίμιο, λουρί κ.τ.λ. Βεβαίως, το υποχρεωτικό κατά την έξοδο λουρί δυσκολεύτηκε κάπως να το συνηθίσει. Έγιναν τα σχετικά εμβόλια, ανοίχτηκε βιβλιάριο υγείας στο όνομά του και ο γιατρός με ύφος απεφάνθη: «Ο Θησέας είναι περίπου δύο μηνών και ημίαιμος». «Το περί ημίαιμου το γνωρίζω καλά γιατρέ, πείτε μου μόνο αν μπορείτε, σας παρακαλώ, πόσο μεγάλος πρόκειται να γίνει», τον ρώτησα. «Μετρίου ύψους, όπως συνήθως συμβαίνει με όλους τους κοπρίτες», μου απάντησε με σιγουριά. Αμ, δε! Ο Θησέας μου ελάχιστα μεγάλωσε και ψήλωσε. Δεν κατάλαβα ποτέ από που κρατάει η σκούφια του, κάτι που θα εξηγούσε ίσως και την σωματική του καθήλωση. Ποιες να ήταν πιθανόν οι ράτσες των γονιών του ή των κοντινών προγόνων του και λίγο με ένοιαζε. Παρά την σωστή διατροφή και τις ενισχυτικές βιταμίνες παρέμεινε ένας μικρόσωμος χρώματος καφετί προς το κοκκινωπό και με γλυκύτατο μούτρο κοντοστούπης. Αλλά πανέξυπνος, διαβόλου κάλτσα δηλαδή, και εξαιρετικά αγαπησιάρης.
Όλα κυλούσαν ομαλά. Σε λίγο προστέθηκε στην παρέα ο Φώτης, το καναρίνι που «έπιασα» στην οδό Φωτάκου, λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, ρίχνοντας προσεκτικά ως δίχτυ το παλτό που φορούσα. Και ο μικρός ψιψίνος που βρέθηκε να νιαουρίζει νηστικός στην πόρτα της πίσω αυλής. Αυτός πήρε το όνομα Σωφρόνης. Μας έλειπε ένας ποντικός πλέον για να καταντήσουμε «ντίλι ντίλι, ντίλι – ντίλι το καντήλι – που έφεγγε και κένταγε – η κόρη το μαντήλι», όπως εύστοχα σχολίασε, κατά το δημώδες, ο συγκάτοικός μου Γιώργος Παυριανός. Μέχρι τέλους που δόθηκε αναγκαστικά προς υιοθεσία στον φίλο Χρήστο Ακρίδα, ο Σωφρόνης δεν τα βρήκε ποτέ με τον Θησέα, παρέμειναν ορκισμένοι εχθροί. Το σπίτι ήταν μονίμως σε εμπόλεμη κατάσταση. Οι φίλοι μου πάντως είχαν ολοφάνερη αδυναμία στον Θησέα, τον λάτρευαν περισσότερο κι από εμένα τον ίδιο. Κι αυτός τους το ανταπέδιδε με το παραπάνω. Έμενα τότε σε μια μονοκατοικία στον περιφερειακό δρόμο του Φιλοπάππου. Η γειτονιά ήταν πολύ ήσυχη, δεν κυκλοφορούσαν πολλά τροχοφόρα. Άφηνα μισάνοιχτη την εξωτερική πόρτα κι εκείνος έβγαινε μόνος του να κάνει την ανάγκη του. Και δυο και τρεις και τέσσερις φορές την ημέρα. Δεν αργούσε ποτέ περισσότερο από δέκα λεπτά. Ήμουν ήσυχος καθότι είχα διαπιστώσει ότι ο πιτσιρίκος μου διέθετε οδική συμπεριφορά, ήξερε να φυλάγεται από τους κινδύνους και τις κακοτοπιές. Ώσπου ένα απόγευμα επιστρέφει ξαφνικά από την ολιγόλεπτη απογευματινή του βόλτα, ανεβαίνει σαν σίφουνας την εσωτερική σκάλα του σπιτιού, με προσπερνάει κι εξαφανίζεται. Ούτε χαρές, ούτε τίποτα. Μου φάνηκε ύποπτη η συμπεριφορά του. Φευγαλέα είχα προλάβει να δω πως κάτι το περίεργο είχε στο στόμα του. Όταν μάλιστα διαπίστωσα ότι υπήρχαν κηλίδες αίματος στις σκάλες θορυβήθηκα. Να δεις, λέω, θα βούτηξε κανένα περιστέρι ο κύριος και γι΄ αυτό μου κρύβεται τώρα. Ουαί κι αλίμονό του… Όσο κι αν τον αναζητούσα, όσο κι αν τον φώναζα εκείνος δεν μου έδινε καμία απόκριση. Στο τέλος τον ανακάλυψα να στέκεται όρθιος στο βάθος, στην πίσω γωνία την πιο σκοτεινή, κάτω από το κρεβάτι μου.
Χωρούσε μια χαρά, ήταν ένα παλαιϊκό ψηλό μπρούτζινο κρεβάτι, εκεί τρύπωνε όποτε καταλάβαινε ότι πλησιάζει η ώρα του μπάνιου. Αλλά εγώ όφειλα να πέφτω κάθε φορά στα τέσσερα, να σύρομαι μπρούμυτα και να του γλυκομιλάω, ενώ μέσα μου έβραζα για το χουνέρι που μου έκανε. Να του γλυκομιλάω και να τον καλοπιάνω μέχρι να τον περιβουτήξω βεβαίως. Τέλος να τον βγάζω με το ζόρι και παρά το προσποιητό τρέμουλο του αναξιοπαθούντος, μη τυχόν και καμφθώ, να καταλήγει μέσα στην μπανιέρα. Σύρθηκα λοιπόν ως συνήθως και τον τράβηξα απαλά προς τα έξω. Και τότε αντίκρυσα με φρίκη το πρόσωπο του σκυλιού μου μέσα στα αίματα και παραμορφωμένο. Δεν το χώραγε το μυαλό μου. Το κάτω σαγόνι του ήταν τσακισμένο. Έπαθα πανικό. Με πήραν τα κλάματα. «Θησέα μου, Θησέα μου, αγόρι μου» επαναλάμβανα τρελαμένος. Εκείνος ο δύστυχος έτρεμε σύγκορμος στ΄ αληθινά αυτή την φορά. Υπέφερε το σκυλί μου, πονούσε αφόρητα. «Τι να κάνω θεέ μου, τι μπορώ να κάνω;», αναρωτήθηκα. Ξαναβρήκα την ψυχραιμία μου κι άρχισα να τηλεφωνώ σε φίλους που ήξερα ότι είχαν αντιμετωπίσει κατά το παρελθόν παρόμοια περιστατικά με τα ζωντανά τους και ζητούσα απεγνωσμένα να με συνδράμουν. Με τα πολλά βρέθηκε ιατρείο κατάλληλο για το περιστατικό στην Νέα Σμύρνη, στον Άγιο Σώστη συγκεκριμένα, αλλά δυστυχώς η ώρα ήταν περασμένη, θα έπρεπε να περιμένουμε να ξημερώσει η επόμενη μέρα. Ο κτηνίατρος που του περιέγραψα από τηλεφώνου το πρόβλημα με διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για την ζωή του Θησέα, ει μη μόνον μεγάλη ταλαιπώρια. Και μου συνέστησε να κάνω υπομονή. Υπομονή και τίποτ΄ άλλο.
Περάσαμε ένα δύσκολο βράδυ και οι δύο. Περισσότερο εκείνος, ο τραυματίας μου ο αγαπημένος. Τον έβαλα επάνω σε μαξιλάρια μαλακά, μα δεν ήθελε με τίποτα να ξαπλώσει. Καθόταν στα πισινά του πόδια και με κοιτούσε μέσα στα μάτια όλο παράπονο. Ζητούσε την βοηθειά μου. Κι εγώ του μιλούσα όσο πιο γλυκά, όσο πιο τρυφερά μπορούσα, τον καθησύχαζα, τον χάιδευα συνεχώς, ενώ τρέχανε σαν βρύσες τα μάτια μου. Επιτέλους, κάποια στιγμή ξημέρωσε και καβάλα στην μηχανή της φίλης μου της Δανάης πήγαμε στην κλινική. Ο γιατρός αφού εξέτασε προσεκτικά το τραύμα και μελέτησε τις απαραίτητες ακτινογραφίες μου ανήγγειλε, όπως ήταν αναμενόμενο άλλωστε, ότι θα έπρεπε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση της ζημιάς. Ο τραυματισμός του είχε προκληθεί κάποιο μηχανάκι ή αυτοκίνητο. Και σίγουρα όχι από ανθρώπινη κλωτσιά, όπως μεταξύ των άλλων είχα υποθέσει. Η κάτω γνάθος έφερε τρία συντριπτικά κατάγματα, δύο από την δεξιά πλευρά κι ένα από την αριστερή. Η επέμβαση θα κόστιζε ακριβά, περίπου σαράντα χιλιάδες δραχμές. Το ποσό αυτό ήταν ακριβώς όσες και οι οικονομίες που είχα φυλαγμένες για ώρα ανάγκης. Για μια στιγμή και μόνο, κόμπιασα. «Υπάρχει άλλη λύση;» τον ρώτησα νιώθοντας να φτερουγίζουν μακριά μου τα χιλιάρικα της αποταμίευσης… «Δυστυχώς, όχι. Το χειρουργείο είναι μονόδρομος. Εκτός κι αν επιλέξετε την δυσάρεστη λύση της ευθανασίας», μου απάντησε με ψυχραιμία. Ζήτησα να μου εξηγήσει τι ακριβώς θα έκανε. Θα του έβαζε λάμες, όπως μου είπε. Αλλά σε έξι μήνες θα έπρεπε να τον υποβάλλει σε δεύτερο χειρουργείο για να τις αφαιρέσει. Με διαβεβαίωσε ότι η αποκατάσταση της ζημιάς θα ήταν πλήρης. Δεν θα του άφηνε κανένα κουσούρι. Ο Θησέας θα γινόταν εντελώς καλά. Του είπα να προχωρήσει και να κάνει το καλύτερο δυνατόν για τον σκύλο μου.
Πέρασα να τον δω μετά το χειρουργείο. Ήταν ξαπλωμένος, υπό την επήρειαν ακόμη της νάρκωσης, μέσα στο ειδικό κλουβί κι ακίνητος. Τον χάιδεψα και του μίλησα σιγά. « Μικρέ μου Θησέα, αγόρι μου», του είπα. Κι εκείνος με άκουσε μέσα στην τόση ανημπόρια του. Κατάλαβε την φωνή μου και με δυσκολία κούνησε για λίγο μόνο την ουρά του. Με πήραν πάλι τα ζουμιά… Έφυγα για να ξαναπεράσω την επομένη να τον παραλάβω. Στο σπίτι έκανε μεγάλες χαρές. Κι εγώ άρχισα την ειδική φροντίδα. Αντιβίωση, βιταμίνες και τα βρασμένα μαζί με κρέας λαχανικά να του τα δίνω πολτοποιημένα με μια μεγάλη πλαστική σύριγγα. Νερό έπινε με άνεση, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Αυτό κράτησε για μεγάλο διάστημα. Και στους έξι μήνες έγινε το δεύτερο χειρουργείο. Έπρεπε να αφαιρεθούν οι λάμες. Φτου κι απ΄ την αρχή η αντιβίωση κι όλα τα υπόλοιπα. Δεν βαριέσαι, έλεγα από μέσα μου, χαλάλι του. Τα πράγματα πήραν άλλη τροπή, δυσκόλεψαν όσο δεν γινόταν, όταν τον Αύγουστο του ΄84 αποφάσισα να μετακομίσω σε άλλο σπίτι. Ο Θησέας αρνιόταν να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα του διαμερίσματος. Κατά την διάρκεια της απουσίας μου έκανε απίστευτες ζημιές. Έτρωγε τα παπούτσια μου, έσκιζε τα βιβλία μου και γαύγιζε συνεχώς. Οι γείτονες μού έβαλαν άγριο χέρι. Τέτοια συμπεριφορά δεν είχε ούτε ως κουτάβι. Τα νεύρα μου χόρευαν κανονικά. Τον πήρα με το γλυκό, τον πήρα με το άγριο, αλλά τίποτα. Συνέχιζε το βιολί του. Τότε έλαβα την μεγάλη και τραγικά άστοχη απόφαση να δώσω τον Θησέα σε ξένα χέρια. Ακόμα δεν συγχωρώ τον εαυτό μου… Υπήρξα κατώτερος των περιστάσεων, ένας απαράδεκτος εγωϊστής. Δεν τήρησα το ισόβιο συμβόλαιο που εγώ ο ίδιος πρότεινα στον Θησέα όταν τον συνάντησα το πρώτο βράδυ και τον υιοθέτησα στον σταθμό του ηλεκτρικού. Για χρόνια ξυπνούσα μέσα στον ύπνο μου από τις άγριες τύψεις. Με έπνιγαν εξ αιτίας της θλιβερής πράξης μου. Μα δεν μπορούσα πλέον να επανορθώσω. Ο πατέρας της οικογένειας που τον ανέλαβε ήταν στρατιωτικός που μετατέθηκε ξαφνικά σε μια μονάδα του Έβρου. Έτσι έχασα τα ίχνη του. Ελπίζω μόνο να συγχώρεσε την προδοσία μου. Έκτοτε δεν απέκτησα ποτέ μου άλλον σκύλο.