Ήτανε αδελφός της μάνας μου κι αυτό δεν ήτανε το όνομα του. Ήτανε το όνομα που του έδωσα κρυφά στην καρδιά μου, γιατί ήτανε αγαπητός και αγαπημένος, από μένα τουλάχιστον, δεν ξέρω για το υπόλοιπο σόι μου. Τον θυμήθηκα προχθές μιλώντας στο τηλέφωνο με ένα πρώτο μου ξάδελφο, απ’ τη μεριά του πατέρα μου.
Του είπα ότι ο λόγος που δεν επικοινώνησα μαζί του ήτανε ότι πέρασα μια δύσκολη περίοδο με την κατάθλιψη που με επισκέπτεται από καιρό σε καιρό και είπα ακόμη ότι η μετανάλυση του πατέρα μου δείχνει πως την κληρονόμησα από εκείνον που είχε το ίδιο πρόβλημα αλλά δεν το ήξερε. Η απάντηση του, “εγώ νομίζω ότι το πήρες από τον Α. που είχε σχιζοφρένεια”. Τώρα, τι σχέση μπορεί νάχει η σχιζοφρένεια με την κατάθλιψη, δεν το ξέρω. Αν το βρει κανείς να μου το πει κι εμένα να το ξέρω.
Από τη νιότη μου ακόμη δεν συμφώνησα με τις συμπεριφορές που στηρίζονται σε στιγματισμό των ψυχικών παθήσεων. Στις ΗΠΑ μάλιστα, για τους φτωχούς που έτυχε να τις έχουν, ο τρόπος αντιμετώπισης βασίζεται στην ποινικοποίηση, δηλαδή, να τους κλείνουν στη φυλακή αντί για ψυχιατρικές κλινικές που είναι πανάκριβες με ασφάλιση ή χωρίς.
Σχετικά με την ασφάλιση για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, πήρε πολλά χρόνια για να αποκτήσουν οι ψυχικές παθήσεις ισοτιμία με τις φυσικές στα οφέλη από τα τερατώδη αυτά δημιουργήματα του ιδιωτικού τομέα, γιατί ασφάλιση από την πολιτεία δεν υπάρχει στις ΗΠΑ παρά μόνο για διαγνωσμένα ανάπηρα άτομα που δεν έχουν ούτε εισόδημα ούτε ακίνητη περιουσία.
Στις ΗΠΑ επίσης υπάρχει ένα ισχυρότατο λόμπυ όπλων το NRA που ρίχνει τεράστιες ποσότητες χρημάτων ενάντια στους υποψηφίους για το Κογκρέσο που λελογισμένα υποστηρίζουν την ανάγκη ελέγχου της διακίνησης όπλων. Τα επιχειρήματα του NRA είναι θλιβερά. Υποστηρίζει ότι “το δικαίωμα των πολιτών να έχουν όπλα” είναι θεμελιωμένο από το 2ο άρθρο του Αμερικανικού Συντάγματος. Αυτό είναι εν μέρει σωστό γιατί παραλείπουν το υπόλοιπο της πρότασης που λέει “για οργανωμένη πολιτοφυλακή” (Εθνοφρουρά, δηλαδή).
Υποστηρίζει το γελοιώδες ότι “τα όπλα δεν σκοτώνουν, οι άνθρωποι σκοτώνουν”. Υποστηρίζει ακόμη ότι η κατοχή όπλων είναι για αυτοπροστασία, σπορ και διασκέδαση. Δεν ξέρω καμμιά χώρα στον κόσμο που επιτρέπει την αυτοδικία. Ούτε αν τα Ούζι ή τα Καλάσνικοφ είναι για σπορ ή για αναψυχή. Έτσι, αρκετοί πολιτικοί ηγέτες και ΜΜΕ στις ΗΠΑ, κάθε φορά που υπάρχει μια τραγωδία που κάποιου του τη “βάρεσε” και πήγε και σκότωσε 40 άτομα σε δημόσια θέα, με ύφος κοινωνιολόγου αναλυτή σχεδόν όλες τις φορές ανάγουν τα αίτια της τραγωδίας σε ψυχική αστάθεια του θύτη. Εν πάσει περιπτώσει, πίσω στο θείο Βάνια.
Ο θείος μου αυτός λοιπόν στα νιάτα του ήταν ένας όμορφος ψηλόλιγνος νέος με γυμνασιακή μόρφωση, πράγμα σπάνιο για την εποχή 1930-1950. Σε κάποιο σημείο άρχισε να παρουσιάζει περίεργες συμπεριφορές και την εποχή της κατοχής τον κλείσανε στη Δημόσια Ψυχιατρική Κλινική στην Θεσσαλονίκη, το Λεμπέτ όπως ήτανε γνωστό. Το 1950, τη χρονιά που γεννήθηκα, ήρθε από τις ΗΠΑ ένας ψυχίατρος που έφερνε μια καινούργια μέθοδο για θεραπεία της σχιζοφρένειας, τη λοβοτομή. Όμως τα χρόνια εκείνα, μια κι ήταν ο μόνος γιατρός, η λοβοτομή εφαρμόστηκε στο Λεμπέτ, άσχετα από τη διάγνωση του ασθενή. Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, John Kennenty, είχε μια αδελφή που της κάνανε λοβοτομή γιατί είχε “ελευθεριάζουσα” συμπεριφορά σα νέα κοπέλλα -οι Κέννεντυ ήτανε Ιρλανδικής καταγωγής και φανατικοί καθολικοί -. Ο γιατρός αυτός κάλεσε τη γιαγιά τη Σ. και της ζήτησε να υπογράψει ότι του δίνει την άδεια να την εφαρμόσει στο γιο της με ίσες πιθανότητες ζωής και θανάτου, πενήντα-πενήντα.
Ο θείος μου επέζησε και έζησε τη ζωή του πλήρως ενσωματωμένος στην κοινωνία για 30 χρόνια μετά την εγχείριση. Είχε τις παραξενιές του, αλλά δεν ήταν βίαιος. Ήταν νομιμόφρων και δεν διέπραξε κανένα πλημμέλημα, αδίκημα ή κακούργημα. Ήτανε πανέξυπνος, θυμότανε τα Γαλλικά που έκανε στο Γυμνάσιο και θυμότανε ακόμη λεπτομέρειες από ιστορίες κλπ. που ξέφευγαν από το “μέσο” άνθρωπο. Αν ζούσε σε μια άλλη κοινωνία, θα τον χαρακτήριζαν εκκεντρικό, στη δικά μας τα χρόνια εκείνα λέγανε πίσω από την πλάτη του “ο παλαβός ο Α.”. Δεν αδίκησε κανέναν κι ας τον αδικήσανε, αρχίζοντας με τον παππού μου τον Γ.
Να πώ δυό κουβέντες για τον παππού τον Γ. Ήρθανε το 1924 από την Αρσού (αρχαία Άρησος), που σήμερα είναι προάστιο της Κωνσταντινούπολης, ο παππούς μου ο Γ. με τα δύο μικρότερα αδέλφια του, τον Δ. και τον Α., με τις οικογένειες του, και πολλά χρήματα. Ήρθανε από μόνοι τους κι όχι κυνηγημένοι όπως οι πρόσφυγες του 1922. Η επιχείρηση τους ήτανε τόσο πετυχημένη που τα χρόνια του 30 είχε στην κατοχή της φορτηγό αυτοκίνητο που ταξίδευε να πάει στο Κιάτο και να τους φέρει σταφύλια στα Γιαννιτσά. Ο Α. πέθανε μετά από μερικά χρόνια από φθίση. Έμεινε η επιχείρηση στα χέρια του Γ. και του Δ. Ο Γ. ήταν ο νους της επιχείρησης, Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας θα λέγαμε σήμερα. Ο Δ. ήταν αυτός που είχε ευθύνη τις από μέρα-σε-μέρα δραστηριότητες, Πρόεδρος της εταιρείας θα λέγαμε σήμερα. Ο Δ. σε κάποια περίοδο της ζωής του ζήτησε από το μεγάλο αδελφό του να μοιράσουνε την επιχείρηση μια και τα ενδιαφέροντα τους ήτανε διαφορετικά. Ο Γ. συμφώνησε και πήρε ο ίδιος του τα χρωστούμενα, τα βερεσέδια τους καιρούς εκείνους, κι άφησε τα οικόπεδα-φιλέτα στο κέντρο της πόλης. Ο παππούς πέθανε σε φοβερή ένδεια κι άφησε όλα του τα χωράφια στον κάμπο που “έσπερνες πέτρα κι έδινε καρπό” στο μεγάλο του γιο που για να πάρει τα “πρωτοτόκια” -τα δικαιούνταν όλα;- τάιζε το γέρο τουλούμπες που του άρεσαν στα τελευταία χρόνια του. Έτσι ο θείος Βάνιας και η γιαγιά Σ. μοιραστήκανε τα χρόνια που τους απομείνανε σε ένα “δυαράκι”, θα λέγαμε σήμερα. Νάχουν καλή ανάπαυση ο άλλος θειός μου κι αδελφός της μάνας που δεν τους άφησε να πεινάσουν κι η μάνα μου που δεν τους άφησε να βρωμίσουν.
Θα χρειαζόμουνα βιβλίο για να πω τις ιστορίες του θείου. Ήτανε όσο ανθρώπινες και τόσο διασκεδαστικές.
Είδε μια αγγελία στην εφημερίδα από ένα Γραφείο Κηδειών (το ωραιοποίησαν κι αυτό κι έγινε Τελετών) για προσφορά εργασίας με νυχτερινή βράδυα. Πήγε ο θείος Βάνιας, τον προσέλαβαν μα δεν κράτησε πολύ. Τον έπιασε το αφεντικό να κοιμάται “εν ώρα υπηρεσίας” και τον κατσιάδιασε. Η απάντηση του θειού μου, “ανθρωπέ μου ο Θεός τη νύχτα την έκανε για να κοιμούνται οι ανθρώποι κι όχι να δουλεύουν”.
Ο αδελφός της μάνας μου που συντηρούσε οικονομικά τη γιαγιά και το Θείο Βάνια είχε φορτηγό δικό του. Μια φορά έτυχε να περιμένει με το φορτηγό του στην ούρα τουλάχιστον 200 φορτηγών να ξεφορτώσουν το βαμβάκι των παραγωγών και να πληρωθούν για το βαμβάκι και τα μεταφορικά. Στην ουρά των φορτηγών βλέπει κι έναν άνθρωπο με ένα μονάχα σακί βαμβάκι που το έφερε στη πλάτη του. Ήταν ο θείος Βάνιας που έλπιζε να βρει σειρά να πουλήσει κι αυτός το βαμβάκι που μάζεψε.
Τον χαρτζηλίκωναν κι ο θειός μου αυτός και η μάνα μου. ‘Ομως ο θείος Βάνιας είχε κι άλλες ανάγκες και δεν του έφταναν τα χαρτζηλίκια. Κάπνιζε, έπινε και, όταν είχε χρήματα, “πετάγονταν” στη Θεσσαλονίκη για “αγοραίο έρωτα”. Που μένεις, θείε, όταν πας στη Θεσσαλονίκη τον ρώταγα. Η απάντηση του, “στο ξενοδοχείο των αστέρων” -και φυσικά εννονούσε τα παγκάκια του πάρκου, αν ήταν καλός ο καιρός.
Σε ένα από αυτά τα ταξείδια του έφτασε στην Αθήνα. Έμεινε μερικές μέρες αλλά φαίνεται πως δεν τα υπολόγισε καλά και ξέμεινε από λεφτά, δεν είχε ούτε τα εισιτήρια να επιστρέψει. Αφού σκέφτηκε και ξανασκέφτηκε ρώτησε που είναι η Αρχιεπισκοπή και πήγε να δει το μακαριστό Σεραφείμ. Του είπε λοιπόν ότι είναι από τα Γιαννιτσά και του ζήτησε αν μπορούσε να του δανείσει μερικά χρήματα για να πάει με το λεωφορείο πίσω στον τόπο του. Το ποσό ήταν μηδανινό κι ο μακαριστός του τα έδωσε. Αλλά πριν φύγει τον ρώτησε καλωσυνάτα, “μήπως πεινάς τέκνον μου;” Κι η απάντηση του θειού μου “κι εσύ άμα είχες να φας 3 μέρες, δέσποτα, και συ θα πείναγες”.
Μια φορά ξέμεινε από χρήματα στη Θεσσαλονίκη. Πήγε λοιπόν στο πανεπιστήμιο στη Σχολή που σπούδαζε τότε ο αδελφός μου για να τον εύρει και να του ζητήσει χρήματα. Έτυχε τη μέρα εκείνη ο αδελφός μου νάναι στη Γενική Συνέλευση του φοιτητικού συλλόγου με θέμα την αποχουντοποίηση του συλλόγου. Έφτασε η ώρα που άρχισαν να φωνάζουν τα ονόματα των συνεργατών της χούντας. Φώναξαν λοιπόν και το δικό του όνομα. Ο αδελφός μου κόντεψε “να μείνει στον τόπο”. Ύστερα προχώρησε βιαστικά προς την έξοδο να εξαφανιστεί. Δεν πρόλαβε. Μόλις άνοιξε την πόρτα βλέπει το θείο Βάνια να του λέει “Ρε ανηψιέ, στάξε κανα-δυό τάλαρα για τα εισιτήρια του λεωφορείου να πάω στα Γιαννιτσά”.
Ο αδελφός μου αγαπούσε πολύ το θείο Βάνια όσο κι εγώ. Ήταν και οι δυό τους άριστοι ταβλαδόροι και παίζανε τάβλι συχνά. Το παιχνίδι κρίνονταν όχι από το ποιος ήταν καλλίτερος παίκτης αλλά από το ποιος μπορούσε να “κλέψει” χωρίς να πάρει χαμπάρι ο αντίπαλος.
Ο θείος Βάνιας έκανε μεγάλες χαρές όταν του έστελνα δολλάρια από τις ΗΠΑ. Τα επεδείκνυε στο καφενείο λέγοντας “αυτά είναι από τον ανηψιό μου, το γιο της αδερφής μου”.
‘Εσβησε γρήγορα στο Δημοτικό Νοσοκομείο με προχωρημένο καρκίνο προστάτη που δεν ήξερε ότι είχε.