Ο θαλαμίσκος
13-07-2019

Έσπαζα την κεφάλα μου να βάλω σε μια τάξη τις περιόδους των διακοπών στον βίο, ειδικά την μετάπτωση από την «παραθέριση» στις δραπετεύσεις της νεότητας και στις (πολύ σπάνιες) περιόδους που γνώρισα διακοπές στα τελευταία πενήντα χρόνια. Διότι από πολύ νωρίς είχα γοητευτεί από τους αρχαιογνωστικούς περιπάτους και οι γονείς μου είχαν φροντίσει, ως δάσκαλοι, να έχω βιβλία, ταξίδια, μεγάλες παραθερίσεις, από τα τέσσερα έως την εφηβεία.

Ένα από αυτά τα ταξίδια, ήταν στη Σκιάθο, ίδια χρονιά που γνώρισα την Κωνσταντινούπολη. Μέναμε σε ανηφορίτσα, απέναντι από της «Κοκκώνας το σπίτι», ένα ασκεπές δίπατο πετρόχτιστο, πηγαίναμε στις Αχλαδιές για μπάνιο και άπαξ στις Κουκουναριές, και στο σπίτι του Παπαδιαμάντη ήταν σε ένα τραπέζι η έκδοση Βαλέτα, με χάρτινο υποκάμισο άσπρο-γαλάζιο και περιφερόμενους γλάρους. 1961. Επιστρέφοντας, πήραμε με δόσεις αυτά τα άπαντα, χωρίς το πουκάμισο και διάβασα το κάθετι, μαγεμένος.

Ξαναπήγα στη Σκιάθο με τον δεσμό μου, το 1969. Πάλι επεζήτησα το ίδιο δωμάτιο και κάπου έχω σχεδιάσει της Κοκκώνας το σπίτι. Αλλά τώρα, έψαχνα με πάθος το «ολόγυρα στη Λίμνη» και θέες για την «Νοσταλγό», ενώ πήγαμε με τα πόδια «στο Χριστό στο κάστρο» με λίγο νερό και κάτι λαλαγγίτες. Είχα και μία λούμπιτελ ρώσικη, με φιλμ 6Χ6 και υπάρχουν (αν υφίστανται) φωτογραφίες. Ήταν Ιούλιος, χρωστούσα λίγα μαθήματα και επήγα. Σε μία Ελλάδα με λίγα τηλέφωνα και αρμαθιές πολιτών που ξεροστάλιαζαν στις τηλεοράσεις των μαγαζιών όπου και να ήσουνα, δεν απορώ που δεν μάθαμε πως κυκλοφορούσε ανάμεσα Γη και Σελήνη ένας θαλαμίσκος με τρεις αστροναύτες προς τη Σελήνη. Από το Κάστρο κατεβήκαμε με μεγάλο κόπο στα όχι πολύ κοντινά Λαλάρια, με τη «Φόνισα» να βασανίζει τη σκέψη. Επιστρέφοντας Σαλονίκη, ο θαλαμίσκος ήταν πρωτοσέλιδος στις εφημερίδες, φάτσα κάρτα και η τηλεοπτική εικόνα άκρως ποθητή, αν και θαμπή του κιαρατά.

Πρόλαβα και έχωσα τον Αρμστρονγκ σε στίχο ενός ποιήματος που λίγους μήνες αργότερα, μπήκε στο «Μανιτάρι». Όταν ξαναβρέθηκα στη Σκιάθο, εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, οι Κουκουναριές είχαν γίνει μέγα φιλοξενείο τουρισμού, της Κοκκώνας το σπίτι πουθενά και στην καρδιά της ολόγυρης λίμνης σφάδαζε ένα αεροδρόμιο. Αλλά τότε, ήξερα πιά: η ζωή μου, έπρεπε να συναξαριστεί στον χώρο ενός θαλαμίσκου, διαπίστωση που ακολούθησα δεσποτικώς και με ευλάβεια. Δεν χρησιμοποίησα ποτέ την προσφάτως αποκτημένην έκδοση Τριανταφυλλόπουλου και έκτοτε έμεινα με τον τσηλότατο γιατρό, τον Ταπόη και το «πόκυλον» στη μνήμη.