Στη μακρυνή Σκυθία, όταν ένα ζευγάρι γερνούσε, αποχαιρετούσε παιδιά κι εγγόνια και έφευγε καταχείμωνο σε απόσταση από το σπιτικό και πέθαινε από το κρύο. Ήταν η τροφή λιγοστή και τα πολλά στόματα την περιόριζαν. Ή, κατ΄άλλη εκδοχή, η υπόλοιπη οικογένεια είχε να φάει το κρέας των γερόντων, αν το ρίξουμε στη ρομαντική λογοτεχνία κι όχι στην Ιστορία. Σε άλλα μέρη, ίσχυε το «Κείων νόμιμον»: Οι αρχαίοι Τζιώτες, μόλις καβατζάριζαν τα εξήντα, αυτοκτονούσαν.
Ο πατέρας μου, παιδί ακόμη, αρρώστησε από τύφο στο Ιρκούτσκη και του έμεινε κληρονομιά ένα συρίγγιο στο δεξί πόδι και βαριά χτυπημένες φλέβες. Διηγούνταν πως πάνω στον πυρετό του, είδε στον ύπνο του μια γρiά που του είπε πως θα πεθάνει Μεγάλη Παρασκευή. Έκτοτε, έπαθε του κόσμου τις αρρώστειες, αλλά μόνον σε κάθε Επιτάφιο έχανε το χρώμα του και εγκαρτερούσε. Όταν πέθαινε, αγωνιζόμουνα να τον προλάβω ζωντανό κουτρουβαλώντας με το κατρελάκι από Αγγλία σε Θεσσαλονίκη, αλλά δεν τον πρόλαβα. Ο αδελφός μου, διηγήθηκε πως το πρωί πριν πεθάνει είδε την ίδια απεσταλμένη στον ύπνο του που του πρότεινε παράταση της ζωή του, αρκεί να δέχονταν κάτι παράξενα μπιχλιμπίδια σολομονικής, κι αυτός αρνήθηκε. Ήταν βαρύ καλοκαίρι και ξημέρωνε της Αγίας Παρασκευής κι όχι της Μεγάλης Παρασκευής.
Η σκέψη του θανάτου, περνούσε συχνά από το μυαλό μου, ειδικά όταν κινδύνευα πραγματικά από σαλτανάτια του βίου, αλλά ποτέ δεν ανησύχησα διότι σε ηλικία γλαυκής θύμησης, είδα ένα όνειρο: έβγαινα από μια σπηλιά σαν της Μίεζας και έβλεπα φώς της ημέρας, όταν μια γεροντική φωνή, δίπλα μου, μου εξηγούσε πάντα τα γαμημένα και αγάμητα της ζωής, απάντησε στα νηπιώδη μου ερωτήματα πειστικά κι όταν ξύπνησα, ήξερα (δηλαδή νόμιζα πως ήξερα) ότι δεν έπρεπε να φοβάμαι τον θάνατο, διότι ο γέροντας μου τα εξήγησε όλα και όλα τα βρήκα εύλογα και αυτονόητα.
Και τώρα που περνάω μήνες και εβδομάδες κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, με την εξαίρεση ενός καφέ και ενός Στρέττο, εβδομάδες πριν, φορτωμένος με όλα τα δυσοίωνα χαρακτηριστικά ενός βεβαρημένου ατόμου, αποδέκτης ελάχιστων τηλεφωνημάτων από έναν καλό φίλο και σκόρπιες πληροφορίες λειψανάβατες για την μοίρα της πόλης και των αγρών της, (De Thessalonica eiusque agro) ξέρω απαθέστατα που θα καταλήξουν όλα αυτά, πλην δεν ασχολούμαι. Ναι, η ζωή είναι θανατηφόρα, ευτυχώς και την απίστευτη δυστυχία της ανάστασης την διαχειρίζεται μια εκδικητική, αποξενωμένη μειοψηφία.