Το πένθος για τον Νικόλαο Μουτσόπουλο δεν είναι συμβολικό και συμβατικό. Είναι έκφραση αγωνίας που έφυγε από την ζωή ένας χαλκέντερος ερευνητής, ένας ισχυρός χαρακτήρας και ένας σημαντικός δάσκαλος. Υπερέβη το τέλος του διατηρώντας νεανική ορμή στον λόγο του και η ορμή αυτή έχει περάσει στο έργο του.
Στη δεκαετία του πενήντα, η Ελλάδα δεν ήταν απλώς μια σαστισμένη νικήτρια δεκαετών πολέμων και εξόδου προς μια νέα εποχή. Ένα νέο πλαίσιο, το μεταπολεμικό, οδηγούσε την νεότητα σε μια τραυματική ανανέωση. Δεν κόπηκαν μόνο τα αισιόδοξα φτερά στα καπό των αυτοκινήτων της εποχής. Ένα στρώμα ανασυγκρότησης απλώθηκε, καταργώντας κάθε νοσταλγία στο παρελθόν.
Μια νουβέλ βαγκ αρχίζει να επηρεάζει την ευρωπαϊκή συνείδηση.Το πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης υποδέχεται έναν νέο αρχιτέκτονα, διδάκτορα, συγγραφέα μιας στοχαστικής σειράς μονογραφιών. Ο Νικόλαος Μουτσόπουλος κάνει την είσοδό του στον βορειοελλαδικό τραυματικό χώρο.
H χώρα ανακτίζεται, αλλά εκ βάθρων. Τα νέα παιδιά ακολουθούν τις μόδες, ώσπου ο ίδιος αναλαμβάνει την μεταστροφή τους προς ένα γοητευτικό, αλλά πάντοτε επώδυνο ταξίδι αυτογνωσίας.
Η χώρα έχει ανάγκη από εργώδη σχεδιαστήρια. Και ο καθηγητής μας, αφοσιώνεται στο να δώσει φωνή στην βουβή πραγματικότητα. Με μια εκπλήσσουσα ικανότητα, προσλαμβάνει το αστικό γίγνεσθαι, την αρχιτεκτονική παράδοση, τις αδιάγνωστες πηγές , την στομωμένη φωνή των τοπίων, ανοίγοντας διάλογο με την καθ΄ημάς ανατολή, με την βαλκάνια ποικιλία, με ένα κράμα προσωπικής κατάθεσης και διδαχής. Αυτό το ριπίδι δεν θα το εγκαταλείψει ποτέ. Με θάρρος και κουράγιο απλώνεται σε ότι τολμηρό ή αξιοσύστατο υπάρχει ή έχει παραχθεί στον κόσμο.
Δεν είναι παράλογο που πολεμήθηκε. Σε μία χώρα που πρώτα πήρε δάνεια και μετά ελευθερώθηκε, ήταν περίπου φυσικό, ό,τι δεν καταλαβαίνεις, να το αγνοείς. Αλλά μπροστά μας, βρίσκεται όχι ένας απελθών οραματιστής, αλλά ένα επιβλητικό έργο. Ασχολήθηκε επίμονα με μία τεράστια γκάμα συνθέσεων και ερμηνειών. Αυτό το έργο, είτε δημοσιευμένο, είτε στο αρχείο του, γεννοβολάει ακμαιότατες ελπίδες, όταν με το καλό αξιοποιηθεί για τις νέες γενιές.
Θα μας λείψει η πειστική φωνή του, ανάλλαγη από την επιρροή του καταρρέοντος χρόνου. Η εικόνα του, η δημόσια εικόνα, μόλις αποδίδει ένα σπόλιο από την ζωντανή του παρουσία. Έτσι το θέλησε και έτσι έγινε. Έσπειρε έναν απέραντο λειμώνα ερωτήσεων και πράξεων που διψά να συνεχιστεί. Άτυχοι όσοι δεν έζησαν την φυσική του παρουσία. Άτυχοι, αλλ’ όχι ορφανοί.
Επειδή το έργο του υπάρχει και είναι ζωντανό. Επειδή η εικόνα και ο λόγος του αποτελούν μια πολύτιμη γεωγραφία του Ουσιώδους και οι αυτοβιογραφικές του σελίδες διαθέτουν μια αφοπλιστική ενορατική δύναμη.
Θα τον ανακαλούμε και θα μας φωτίζει κάθε φορά που η εργασία θα γίνεται άθλος, η έρευνα υπόθεση φωτός, η τεκμηρίωση πάθος απροσμέτρητο. Ασκητικός, αφοσιωμένος και διεισδυτικός, θα παραμείνει οιακιστής σε κάθε δύσκολη περίσταση. Και η μόνη τιμή που θα είχε νόημα προς την ζωή που βίωσε, αισθάνομαι πως θα ήταν μια υπόσχεση από όλους μας. Να συνεχίσουμε, σε όποιο εργόχειρο ετάχθη ο καθείς, να τον ακούμε σεβαστικά, όπως τραγούδησε κάποτε ένας παλιός του μαθητής ως «ζων νεκρός της μνήμης μας, μια πτήση στον αιθέρα στο χάος και στο όνειρο, απελπισιά χορτάτος».
Αποχαιρετισμός στον Καθηγητή, μετά το μνημόσυνο στη μονή Βλαττάδων, το Σάββατο Απριλίου 13.