Μια ατμόσφαιρα γενικής καταστροφής πάντα ελαφραίνει κάπως τις ατομικές καταστροφές, λέει ο τελευταίος αντιήρωας του Ουελμπέκ, στη Σεροτονίνη του. Το σκέφτομαι ― πρέπει κάπως να απειληθεί η ζωή για να βγεις να τραγουδήσεις στο μπαλκόνι χωρίς ντροπή. Κι ίσως πρέπει να απειληθεί η συγκεκριμένη, δική σου ζωή αφού δυο εβδομάδες πριν, με τους χιλιάδες ήδη νεκρούς, το εγχώριο fb είχε άλλη εικόνα. Σε ελάχιστο χρόνο μειώθηκε η ανάγκη μας για ραφιναρισμένη απελπισία, για εκείνη την ποιητική, μελαγχολική ενατένιση του παντός που μας προσδίδει βάθος και γοητεία, τρομάρα μας. Κάπως φαίνεται να αλλάζει και το είδος της (φροϋδικής) δυσφορίας μας στον πολιτισμό· οι πολλές μάσκες και η σκηνοθεσία του εαυτού υποχωρούν κι αρχίζεις ασυνείδητα να κινείσαι προς τους άλλους, ξένους και δικούς. Και είναι οξύμωρο το γεγονός πως αυτή η υπόγεια σύνδεση με τους άλλους δεν μπορεί να εκφραστεί σωματικά ― όμως όλα θα περάσουν, λέμε, και θα συναντηθούμε στο μεγάλο πάρτι και θα κάνουμε την πιο μεγάλη αγκαλιά, θα πνιγούμε στα φιλιά: δυστυχώς η φαντασίωση δουλεύει τώρα, στην ανασφάλεια, αργότερα θα επιστρέψουμε στις φυσικές μας πόζες.
Προς το παρόν, αυτό το «μένουμε σπίτι», έτσι γενικόλογο και συνθηματικό και χρυσωμένο με τα κλιπάκια τα σούπερ κουλ (ο Σπύρος Παπαδόπουλος, η Εύα Αντωνοπούλου που μαγειρεύει χορεύοντας στην κουζίνα), μοιάζει ενοχλητικό και αλλού ξημερωμένο, καθώς υπονοεί ένα επίπεδο ζωής που θεωρείται αυτονόητο: αυτονόητο και το σπίτι και η υποδομή του και οι σχέσεις των μελών του και οι υποχρεώσεις του καθενός μας και οι υλικοί μας πόροι. Ενήλικη μαθήτριά μου ζει σε σπίτι χωρίς νερό ― τους δίνει, λέει, η γειτόνισσα. Μαθητής μου κοιμάται στο ίδιο δωμάτιο μαζί με άλλους εφτά: τους θείους και τα αδέρφια του ― η μαμά και η αδερφή, κοιμούνται στην κουζίνα. Είναι ζήτημα αν κάποιος από όλους αυτούς κάνει ένα μεροκάματο εδώ κι εκεί, το οποίο τώρα φυσικά δεν υπάρχει, ζουν αποκλειστικά από την πρόνοια. Μιλάω για ελληνάκια. Για τη διαβίωση χιλιάδων μεταναστών σε καταυλισμούς και κοντέινερ και ερείπια πάσης φύσεως, τι ακριβώς να πούμε; Ξέρουμε πως αυτό που έρχεται είναι εφιαλτικό αλλά, αορίστως πώς, θα ξεπεραστεί κι αυτό, όπως ξεπερνιούνται όλα, γιατί δεν μπορεί, στο τέλος η ζωή θα νικήσει.
Είναι αληθινό δώρο ότι δεν απειλούνται τόσο τα παιδιά ― στο σπίτι ζουν με τον ενθουσιασμό του έκτακτου γεγονότος ― μπαμπά, μαμά, τα κρούσματα είναι 418! Επιτραπέζια, ταινίες, ποπκόρν, μεταμφιέσεις, αυτοσχέδια θεατρικά, μια κατάσταση κόντρα σε κάθε δυστοπία ― δεν ξέρεις πώς ακριβώς να νιώσεις, σε ποιο ακριβώς σημείο να σταθείς. Για να πάω στη μάνα μου κάνω μια σειρά από γελοιότητες, πλένω κάθε συσκευασία, φοράω μάσκα και γάντια, παιδάκι μου τι έχεις, είσαι άρρωστος; με ρωτάει. Της εξηγώ, σοκάρεται για είκοσι δευτερόλεπτα, μετά με ξαναρωτάει: γιατί φοράς αυτό το πράγμα; Τρώμε σιωπηλά στο τραπέζι και ύστερα καθόμαστε στη μία άκρη του καναπέ εγώ στην άλλη εκείνη, παρακολουθούμε ειδήσεις και περιμένω να περάσει ο εύλογος χρόνος τον οποίο αποφάσισα πως μπορώ να διαθέτω καθημερινά για εκείνη.