Ο δικός μου Ζεμενός
27-04-2020

Έβρισκα το έργο του Ιωάννη Ζεμενού κρυπτικό και σκοτεινό. Η ποικιλία και η πολυμορφία του πεζού του λόγου, τα νεανικά του ποιήματα δεν βοηθούσαν την αμηχανία μου, καθώς παράγει ένα έργο τοποθετημένο με ασφάλεια στην μεσοπολεμική λατρεία στον λυρισμό και την απλή αφήγηση. Έργο που μπορούσε να διεκπεραιώσει ανέτως ένας κλεισμένος στο γραφείο του γραφιάς.

Ωστόσο, ο βίος του, άλλα μαρτυρεί. Και στον ερευνητή τίθεται ένα καίριο ερώτημα: είναι τα έργα του προϊόν λύχνου ή ζωντανές αναμνήσεις κατά το πρότυπο ενός Ποταγού; Ας μη λησμονούμε τον εξωτισμό, ως έντονο σύμπτωμα της λογοτεχνίας μας στην καρδιά του εικοστού αιώνα. Ήτοι το κίνητρο που οδηγεί τον Κόντογλου σε ιστορίες κουρσάρων και τον Μποστ να οδηγεί το δηκτικό πενάκι τους στις Σταυροφορίες. Καθώς τα γηρατειά έχουν όλα τα απαίσια και θρηνώδη, αλλά προσφέρουν άφθονο χρόνο, βασίστηκα σε σχόλια και παρατηρήσεις παλαιοτέρων, για να ξεκινήσω μιά προσωπική έρευνα, αποφεύγοντας να τελειώσω ένα μυθιστόρημα που με στοιχειώνει χρόνους δώδεκα, σαν το καστρο της Ωριάς.

Ο φιλόφρων Δημήτρης Γραμμένος, είχε την καλωσύνη να μου εγχειρίσει ανέκδοτο ποίημα του Ζεμενού, χρονολογημένο ασφαλώς περί το 1968 (καθώς βρέθηκε στο αρχείο του τσιμπικωμένο σε έναν λογαριασμό της ΔΕΗ του πρώτου τετραμήνου αυτού του έτους). Ήταν η απαρχή μιάς αποκάλυψης. Δεκάξι στίχοι σε τέσσερις στροφές, συνθέτουν το άτιτλο ποίημα. Σας το απαγγέλω:

 

Πως προτιμούσα πάντοτε το Αλγέρι και το Σφαξ

Περιφρονώντας Σαμονί, το Γκστάαντ και το Νταβός

Υπάρχει στα βιβλία μου σποράδην κι εναλλάξ

Το βλέπει και το εκτιμά ο κάθε λαπαβός

 

Στα ντόκια και τις θάλασσες, ξοδεύω τη ζωή

Σα μπερτεκός που γήτεψαν οι βάλτοι και τα βούρλα

Δεν τον αντέχω τον βοσκό που απλά φυτοζωεί

Κι απ΄τον αέρα του΄ρχονται της πόλης τα ταμπούρλα

 

Και αν τη χαρά μου τη χρωστώ σε κάποιον Κακαράπη

Δεν είναι λόγος να χρωστώ σε κανενός καρδιά

Στη θάλασσα θα αναζητώ κάθε καινούργια αγάπη

Κι ας μου χαρίσαν τα βουνά καράβι και φλουριά

 

Ας μείνουν να βολεύονται με γκλίτσες και με μπόλια

Τον γεμιτζή υποδύονται σε σιδηρό κελί

Πιστεύεις πως σε λεν Σεβάχ, ενώ σε λένε Κόλια

Κι όλο ψαρεύεις στο φτερό κατσίκια τσαπαρί

 

Προφανώς αποτελεί σατιρικό έμμετρο εναντίον του Καββαδία, με τον οποίον ήταν συνομήλικοι, αλλά η λάμψη του τελευταίου δεν συγκρίνεται με την αφάνεια του παραγνωρισμένου Ζεμενού. Ο οποίος, παρά το υπάρχον βιογραφικό του Καββαδία, τον θεωρεί ορεσίβιο και μάλιστα ελάχιστα θαλασσινό, μιλώντας υποτιμητικά για την καμπίνα ενός Μαρκόνη ως «σιδερένιου κελιού» και στοιχίζοντας το όνομα Κόλιας ως προφανώς αρβανίτικο.

Αλλά αυτά αφορούν τους ερευνητές και τους συνθέτες του Καββαδία. Η δική μου προσοχή, εστιάστηκε σε τρεις λέξεις και τον δωδέκατο στίχο. Θα προσπαθήσω να φανώ δίκαιος και χρήσιμος, ιδιότητες που ένας ποιητής αποκλείεται να διαθέτει.

Είναι οι λέξεις, λαπαβός και μπερτεκός, το όνομα Κακαράπης και ο στίχος «κι ας μου χαρίσαν τα βουνά καράβι και φλουριά».

Λαπαβός είναι μια λέξη που απαντά σε τοπικό ιδίωμα των Κραβάρων, ενός ιδιολέκτου που χάνεται ωσάν τα κουδαρέικα και το τιτλοφορούν τα μπολαριότικα. Βασίζεται στο ανακάτεμα των συμφώνων και έχουν σωθεί αρκετές λέξεις. Κατά ταύτα, «λαπαβός» σημαίνει «παλαβός» και φέρεται να το χρησιμοποιούν στον Τυμφρηστό και στον βόρειο Κορινθιακό.

Μπερτεκός είναι το βατράχι στα αρβανίτικα, προφανής παραφθορά του Βαθρακός και υπάρχει σε επιθετικό δημοτικό τραγούδι που υμνεί έναν οπλαρχηγό από τη Λεβαδειά που σκότωσε ο Καραϊσκάκης.

Τέλος, Κακαράπης είναι η προσηγορία ενός ληστή των ορέων που μετά από μιά περίοδο ψυχρότητας, μπήκε στην συμμορία του Νάτσιου, του θρυλικού Νταβέλη, που σκοτώθηκε μαζί του στην σύγκρουση του Ζεμενού της Αράχωβας, το 1856, όταν ο Μακρής εξόντωσε τους ληστές και έχασε τη ζωή του.

Ως τώρα, συνάγεται γνώση προσώπου και λέξεων της ορεινής Ρούμελης και μιά συμπλοκή ενόπλων στα μέσα του 19ου αιώνα, σε τόπο που φέρει το παρόνομα του Ζεμενού.

Έως σήμερα, η έρευνα θεωρεί τον Ζεμενό άνθρωπο της θάλασσας, γεννημένον εν πλω, παιδί Λεσβίου και Πορτογαλέζας που έφαγε τα χρόνια του σε μέρη εξωτικά κυρίως. Καμιά σχέση με τη Ρούμελη. Μήτε καν στο έργο του, ως απλό λήμμα.

Και τώρα, έρχεται εις επίρρωσιν της αναζήτησης, ο στίχος όπου ο Ζεμενός βεβαιώνει ότι χρωστά ένα καράβι και φλουριά σε κάποια βουνά.

Βέβαια, σε περιοδικό λαθροβίωτο ονόματι Εθνική αναζωογόνησις που έβγαζαν πολιτικοί φίλοι του διαβοήτου Μανιαδάκη και είχε στόχο την εύρεση ελληνικής ρίζας σε προφανώς ξένους δημιουργούς που έζησαν στην Ελλάδα, όπως τον Ισπανό Μαβίλη, τον Γάλλο Τερτσέτη και τον Αμερικανό Μέρλιν, υπάρχει ένα αρθρίδιο με τίτλο «ποιό Γιβραλτάρ» όπου ο ανώνυμος ερευνητής παραθέτει δικαστικό πόρισμα απαλλακτικό του πατέρα του Ζεμενού, που κατηγορήθηκε αδίκως ότι δολοφόνησε την σύζυγό του Πορτοκαλιά Νικολέλη. Εκεί θεωρεί ότι η μητέρα του Ζεμενού δεν ετάφη στην Ιβηρική, διότι δεν ήτο Πορτογαλικής καταγωγής, αλλά ελέγετο απλώς Πορτοκαλιά.

Στην ιστορία του Νταβέλη, υπάρχει η υπόθεση Μπερτώ. 1865. Ένας Γάλλος αξιωματικός απήχθη από τον λήσταρχο και το ελληνικό κράτος τον απελευθέρωσε πληρώνοντας 30 χιλιάδες χρυσές δραχμές. Οι εφημερίδες Πρόνοια και Φάρος του Πειραιώς, έχουν λεπτομέρειες. Τα λύτρα σε δύο σάκκους και υπό συνοδεία στρατοχωροφυλάκων μπήκαν σε ένα μπαρκομπέστια στην παραλία της πατρίδας του Ησιόδου και η συνοδεία πέρασε απέναντι στην Κορινθία, όπου τα παρέλαβε ομάδα συνεργαζομένων με τον Νταβέλη ληστών και την επαύριον ο Μπερτώ επέστρεψε στην οδό Πειραιώς, απ΄όπου και απήχθη. Ο Φάρος θεωρεί εμπνευστή της ανταλλαγής τον σύντροφον του Νταβέλη, Κακαράπην.

Άρα, φωτίζεται η μνεία του Ζεμενού στον Κακαράπη, που του χρωστάει την χαρά. Καθώς τα λύτρα αυτά, θεωρείται βέβαιον ότι ενίσχυσαν εκτός του κεμερίου του Νταβέλη, και το κεμέρι του Κακαράπη και άλλων συνεργατών, ακολουθούμε το follow the money για να ξεμπλέξουμε.

Πατρίς του Κακαράπη ήταν ο Ζεμενός. Έως σήμερα, η έρευνα τον θεωρεί γόνο του Αραχωβίτικου Ζεμενού. Αλλά η πλεύσις των φλωρίων εις κορινθιακήν παραλίαν, με οδηγεί στον άλλον Ζεμενόν, της ορεινής Κορινθίας.

Θεωρώ πιθανόν, που το ποίημα καθιστά βέβαιον, πως ο Κακαράπης έκρυψε το μερίδιό του στην γενέτειρά του. Καθώς την άλλη χρονιά σκοτώθηκε, είναι απίθανο να τα ξόδιασε. Και εδώ, υπάρχει ένα άλλο πολύτιμο στοιχείο.

Το 1903, ποθώντας να φωτογραφίσει μνημειωδώς τον Παρνασσό, ο πολύς Φρεδ Μπουασονά με το συνεργείο του έμεινε αρκετές ημέρες στο Ζεμενό της Κορινθίας, φιλοξενήθηκε από τον παπά του χωριού που μάλιστα του παραχώρησε το δωμάτιό του και ο ίδιος κοιμόταν στον στάβλο με το αγελάδι του. Από τις έξι φωτογραφίες που έβγαλε στο χωριό, σε μία, ιστορείται μια παρέα με δύο ηλικιωμένους και έναν Γάλλον ενώ αριστερά, σφριγηλός νέος κοιτά τον φακό, ενώ όρθια τον κοιτάζει νέα και εύμορφη κυρά, σε μία προφανώς στημένη φωτογραφία. Τα ρούχα του νεαρού ζεύγους είναι παραδοσιακά, αλλά ο τίλλων τον μύστακα νέος φορεί υποκάμισον με ρωσικόν κούμπωμα ενώ το χλαμύδιό του φέρει χειροποίητη ούγια (στρίφωμα) αμφότερα σπανίζοντα και πολυτελή. Εξάλλου το παντελόνι του είναι ριγέ και παραπέμπει εις δανδήδες των Αθηνών. Η νεαρή φέρει μπόλιαν προφανώς εξ αγρίας μετάξης και το χτένισμά της προαπαιτεί συνέργειαν υπηρετρίας, ενώ εις το αντερί της, φαινομενικώς απλούν, μπορούν να μετρηθούν τουλάχιστον 12 σφηκοφωλιές στη μέση, είδος ραφής σπανίζον και κατά την μπελ Επόκ δημοφιλέστατο στα Παρίσια.

Κατ΄εμέ, ήσαν άνθρωποι που διέθεταν κρυμμένα λεφτά και τα χρησιμοποιούσαν υπό περίσκεψη, μη και τους φάνε τα κουτσομπολιά και οι ροφιάνοι.

Πιθανολογώ ότι ο Ιωάννης Ζεμενός, αγνώστου παρωνυμίου, ο γεννηθείς μετά οκτώ έτη, ήταν το παιδί του ζεύγους αυτού, που είχαν παππού τον θανόντα το 1856 Κακαράπην, οι οποίοι προίκισαν το μοναχοπαίδι των με σημαίνον ποσόν εκ των λύτρων. Κι έτσι, ο Ζεμενός ήταν κάτοχος καραβιού, που του εξασφάλισε μεσοπολεμικήν ζωάρκειαν, χάριν στην οποία εσπούδασε στη Θεσσαλονίκη και αφιερώθηκε σε τροπαλιζόμενο και φρενήρη βίον, επινοώντας φανταστικούς γονείς, δεινός κολυμβητής του περιηγητικού ύφους, που η λατρεία του στη θάλασσα εξυπηρετήθηκε, αλλά επινόησε να βραχεί υπό το όνομα της ορεινής του πατρίδας και πικραμένος επειδή ο Καββαδίας μετά την έκδοσιν δύο έργων του από τον «Γαλαξία» το 1961, απέβη τελεσιδίκως διάσημος, πέρασε την Τρίτη ηλικία πικραμένος, ημιπολυτελής και δυστυχής, καταγράφοντας με σιβυλλικό τρόπο σε ένα από τα τελευταία του πονήματα, ένα κλειδί για την κατανόηση των έργων και των ημερών του.

 

Ιωάννης Ζεμενός, συλλογικό έργο, εκδ. Αίολος 2015, η δική μου συμβολή.