Σήμερα συναντήθηκα με το δάσκαλο μου για κάτι που είχε στοιχειώσει μέσα μου ο Θ., ο πατέρας και η Π., η μάνα μου. Εκείνος μου έμαθε το “λόγο”, τη μεθοδολογία επίλυσης των προβλημάτων του παρόντος, εκείνη το “μύθο” για να μπορώ να ονειρεύομαι για το μέλλον. Κι οι δυο τους, με τη ζωή τους, μου μάθανε ν’ αγαπάω τους ανθρώπους, το δίκιο, την αλήθεια και την ομορφιά. Θα μπορούσα ν΄αραδιάσω κι άλλους ανθρώπους από τα παιδικά μου χρόνια, την εφηβεία, τα χρόνια του ενήλικα, τα χρόνια του ανθρώπου της τρίτης ηλικίας. Φωτισμένοι άνθρωποι που σημαδέψανε τη ζωή μου, χωρίς να το θέλουνε. Τους ευχαριστώ “από καρδίας” όλους.
Σήμερα συναντήθηκα με το δάσκαλό μου για κάτι που είχε στοιχειώσει μέσα μου από τα παιδικά μου χρόνια, όταν “έπαιζα” με την παλιά γραφομηχανή του πατέρα μου, που την αγόρασε από το Μόλχο (ιστορικό Εβραίικο βιβλιοπωλείο Θεσσαλονίκη) κουβαλώντας ξύλα από το Λευτεροχώρι στα Γιαννιτσά, τη γραφομηχανή που χρησιμοποιούσε για την εφημερίδα του ΕΑΜ στα Γιαννιτσά, τα χρόνια της κατοχής. Είχα να τον δω μισό αιώνα. Συναντηθήκαμε πρώτα στο facebook κι ύστερα στην “Ουτοπία” κάπου στα σύνορα Παγκράτι-Καισαριανή. Ανταλλάξαμε ιστορίες γι’ αυτά που έγιναν στις ζωές μας σ’ αυτά τα 50 χρόνια που πέρασαν. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα πως μίλαγα σε “αδελφοποίητο” φίλο. Κουβαλάω πολύ πίκρα μέσα μου για τα χρόνια που ήμουνα στην “εξορία” (σύμφωνα με τον ορισμό του καθηγητή Εdward Said). ‘Οταν γύρισα από τις ΗΠΑ πίσω στον τόπο μου βρέθηκα σε “σεληνιακό τοπίο”. Ύστερα από 35 (για την ακρίβεια 33) χρόνια, η χώρα είχε αλλάξει, οι άνθρωποι είχαν αλλάξει κι είχα αλλάξει κι εγώ -πικρή μα αληθινή διαπίστωση. Δεν μου είχανε απομείνει παρά λιγοστοί φίλοι ή σύντροφοι, να μετριούνται στα χέρια του ενός χεριού -έτσι κι αλλιώς, ακόμη κι αν δεν είχα φύγει οι φίλοι μου θα ήτανε λιγοστοί. Οι φίλοι μου απ’ τα παλιά “παλεύανε” με τους δαίμονές τους κι εγώ με τους δικούς μου. Μερικοί δεν με δέχτηκαν ούτε γι’ ακρόαση κι ας μην ήτανε “εξουσία”. Αρκετοί από τους παλιούς μου συντρόφους στο Ρήγα γίνανε υπουργοί, κλπ. Αυτούς δεν είχα λόγο να τους πλησιάσω και δεν τους πλησίασα. Ευτυχώς, που δε με θυμούνται. Βοήθησε σ’ αυτό κι ο “συνωμοτισμός” στα χρόνια της δικτατορίας. Με τούτον το φίλο από τα παιδικά μου χρόνια, ένιωσα την ίδια άνεση που θα ένιωθα αν δεν είχα ξενιτευτεί.
Σου είπα, φίλε “δόσμου μια προσταγή”. Μου είπες με αγάπη “Τάκη, γράψε να βρει ησυχία η ψυχούλα σου. ‘Εχεις αρκετά να πεις και θα σε ακούσουν κι άλλοι πέρα απ’ αυτούς που αγαπάς και σε αγαπούνε”.
Ακούω την προσταγή σου, δάσκαλε, με σεβασμό, κι ακολουθώ στα βήματα σου, στο βαθμό που μπορώ- πρωτόλεια γραψίματα στα 66 μου χρόνια- και “γράφω”.