Στο Γυμνάσιο, πρώτες τάξεις, είχαμε γυμναστή τον κύριο Καλούδη. Ήταν κοντός, τρεμαντάχειλος, αφοσιωμένος. Η αυλή στο παλιό Γαλλικό νοσοκομείο είχε ένα μονόζυγο και ένα σκάμμα, ενώ στις καλοκαιρίες έβγαιναν και γυμναστικά σύνεργα, των οποίων έxω ξεχάσει τα ονόματα, πλην του «εφαλτηρίου» μιας μακριάς γαϊδούρας με πέτσινη σέλα.
Δεν τον ένοιαζε που μέσα στον όρχο της πρώτης εφηβείας σπαριλιάζαμε και αποφεύγαμε τη γυμναστική, ενίοτε αρνούμενοι να βγάλουμε το παρντεσού, επικαλούμενοι το κρύο. Αλλά κι ο ίδιος λαχαταρούσε να βρέχει καρέκλες ή να επικρατήσει ένας παχνονιφετός που οι ντόπιοι έλεγαν «σινιάκι» και σου ξέραινε τα άκρα. Τότε, μάζευε την τάξη σε μία αίθουσα και με το μαυροπίνακα βοηθό, μας μάθαινε κανονισμούς του Αθλητισμού και κυρίως, ομαδικών παιχνιδιών, όπως το ποδόσφαιρο, το βόλεϊ, το μπάσκετ αλλά και άγνωστα εν Μπουτσάβα και εν αλάναις παίγνια, ώς το κρίκετ, το αμέρικαν φουτμπόλ, το τένις κι έναν σκασμό άλλα. Λάτρευε την διαδικασία, όσο κι εμείς. Οι μπαλαδόροι μάθαιναν τη ορθή χρήση της φράσης «εκτός παιδιάς» και τα βήματα πριν την μπασκέτα. Ο πόθος του έφτανε και σε παίγνια που ελάχιστοι ήξεραν ή είχαν δει στους σινεμάδες, όπως το γουότερ πόλο.
Ο Καλούδης πήρε μετάθεση επί καταργήσεως του «Μακεδονικού» και της «Ποντιακής Νεολαίας» και δημουργήθηκε η «Αναγέννηση» και όλοι μας ήμεσθεν σαΐνια στο αν ήταν «οφσάη» ή «οφσάηντ» η φάση, αναλόγως του οικογενειακού ιδιολέκτου εκάστου μαθητή. Στο παλιό γήπεδο άρχισε να χτίζεται Γυμνάσιο που έμεινε χρόνια ημιτελές και εκεί ήπαθα την πρώτη μου πνευμονία λίγο πριν τον Κόλπο των Χοίρων που μου πέρασε με τέσσερις κοφτές βεντούζες ήτοι με ξυράφισμα χιαστό της πλάτης και πλήρωση της βεντούζας με αίμα. Την άρπαξα άλλες δύο φορές, το 1978 και το 1999, αλλά εκεί έπταιγαν κυρίες που άφηναν κρυφά ανοιχτό παράθυρο να φεύγει η καπνίλα και χαλάλι τους.
Ο γυμναστής όταν έβρεχε
19-11-2019